Κείμενο & Φωτογραγίες: Γιώργος Παρτσινέβελος
Κάθε Νοέμβρη νιώθω βαρύ τον χρόνο να γέρνει στην πλάτη μου.
..και αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω να δώσω ζωή στον υπόλοιπο χρόνο που μου δίνετε.
Τον νιώθω να αφήνει τα σημάδια του στο θνητό μου κορμί και στην μικρή μου σκέψη. Και μια μικρή θλίψη για να μου θυμίζει όλα όσα δεν θα ζήσω. Για όλα όσα θα με καλέσουν στην αγκαλιά τους αλλά εγώ θα φύγω-για ακόμα μια φορά- μακριά.
Αλλά ξυπνάω κάποια πρωινά και θέλω να τα διώξω όλα αυτά από μέσα μου και να προχωρήσω γαλήνιος στο δικό μου μονοπάτι.
Κάθε Νοέμβρη
Αδειάζω τις σκέψεις μου και ανεβαίνω στην μοτοσυκλέτα. Το κλειδί γυρνάει αργά και ο απειροελάχιστος χρόνος που χρειάζονται τα ηλεκτρονικά να δώσουν ζωή στον κινητήρα μου, μου φαίνετε σαν αιώνας. Ο προορισμός, αυτή η μικρή κουκίδα στον χάρτη και αυτή η μεγάλη επιθυμία πραγματοποίησης που υπάρχει μέσα μου έπαψε να απασχολεί την σκέψη μου. Αυτή η μικρή κουκίδα έπαψε να με καλεί πια. Στην μικρή μου ζωή κατάλαβα πολύ νωρίς πως ο προορισμός είναι κάτι βαθύτερο, κάτι εσωτερικό, και όσο περισσότερο πλησιάζω στο μέσα μου, τόσο πιο εκκωφαντική είναι η ανακάλυψη της άγνοιάς μου.
Θ’ανέβω στην μοτοσυκλέτα και θα περιμένω τον ουρανό να μου χαρίσει μια δροσιστική, φθινοπωρινή βροχή! Μόνο τότε θα φύγω.
Η πρώτη φωτογραφία θα έρθει με τον πρώτο καθαρό ουρανό. Και θα σταματήσω να γράφω. Ας μιλήσουν οι εικόνες.
Α ρε Γιωργη…
σου μιλω ειλικρινα,δε ζηλευω τα μερη αυτα. Καθολου ομως.
Ζηλεψα την τελευταια σου φωτο ομως. Εκεινο το πρωινο. Πολυ ομως…