Ημέρα 9η, Σάββατο 30 Αυγούστου
Η Ελληνο-Αρμενική φιλοξενία
Τιφλίδα – Hankavan (313 χλμ)
Οι πρωινές διατάσεις συνοδεύονται σήμερα με βογγητά πόνου. Κάνω πλάκα, αλλά η κατάσταση ήταν τόσο τραγική που ο Στράτος προτίμησε να στρώσει το υπόστρωμα του στο πάτωμα από το να κοιμηθεί στο στρώμα-φακίρης.
Διατάσεις λοιπόν, πρωινό και φόρτωμα μοτοσυκλετών για να συνεχίσουμε νότια προς Αρμενία. Η μυρωδιά του αγνώστου είναι τόσο έντονη που μας κάνει να ανυπομονούμε να αναχωρήσουμε.
Ο δρόμος για τα σύνορα (περίπου 70χλμ), είναι σχετικά καλός και άνετος. Ακολουθώντας τη σήμανση για Yerevan – Marneuli – Sadakho, διασχίζουμε μια πεδινή διαδρομή (περί τα 400-500μ υψόμετρο) που δεν έχει να προσφέρει κάτι από άποψη τοπίου.
Λίγο πριν το χωριό Sadakhlo σταματάμε σε ένα βενζινάδικο για ανεφοδιασμό, καθώς δεν ξέρουμε πως θα είναι η κατάσταση με τον τρόπο πληρωμής στα αρμενικά βενζινάδικα. Εξάλλου, η τιμή της βενζίνης έχει ελάχιστη διαφορά μεταξύ των δύο χωρών. Με τον ανεφοδιασμό που κάνουμε, θα έχουμε αυτονομία μέχρι το Ερεβάν, όπου θα μπορούμε σίγουρα να κάνουμε συνάλλαγμα.
Ο συγκεκριμένος συνοριακός σταθμός είναι ο βασικός μεταξύ των δύο κρατών. Οι εγκαταστάσεις σχετικά καινούριες και η διαδικασία απλή και τυπική. Δεν μας καθυστερούν καθόλου και μετά από λίγη ώρα πατάμε πλέον σε αρμενικό έδαφος.
Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει, σχετίζεται με την ασφάλιση των οχημάτων στην Αρμενία. Δεν είμαστε σίγουροι αν χρειάζεται να εκδώσουμε κάποια ασφάλεια οχήματος και -φυσικά- δεν γνωρίζουμε την πραγματική της αξία. Περνώντας τον συνοριακό έλεγχο, δεν μας αναφέρουν τίποτα σχετικά με αυτό, μόλις όμως βγαίνουμε έξω από τα όρια των εγκαταστάσεων του τελωνείου, πέφτουν πάνω μας τα «κοράκια» των ασφαλιστικών εταιρειών «αναφωνώντας police! police!». Η αρχική τιμή είναι 25€, αλλά με λίγα παζάρια η τιμή πέφτει στα 15€/μοτοσυκλέτα.
Τις αμφιβολίες μας για την εγκυρότητα του ασφαλιστηρίου έρχεται να επιβεβαιώσει το εντελώς άκυρο συμβόλαιο που συμπλήρωσε, σε χρόνο ελληνικής δημόσιας υπηρεσίας, ο ασφαλιστής… η μάρκα της μοτοσυκλέτας μου αναφέρεται στα χαρτιά ως TRAILMOBILE C71 TOMO1 και η πινακίδα είναι γραμμένη λάθος! Εκ του λόγου το αληθές:
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο πάντως, όποιον και αν ρωτήσαμε στη συνέχεια του ταξιδιού μας, μας είπε πως είναι απαραίτητη η ασφάλιση. Και ρωτήσαμε αρκετούς…
Αναχωρούμε για τα πρώτα μας χιλιόμετρα στην Αρμενία. Η κατάσταση των δρόμων είναι μέτρια, ιδιαιτέρως στα πρώτα χιλιόμετρα μετά τα σύνορα. Η ασφαλτόστρωση είναι παλιά και ο δρόμος έχει κάποια μπαλώματα, αλλά χωρίς να έχει λακκούβες. Η οδήγηση των ντόπιων είναι εμφανώς καλύτερη απ’ ότι αυτήν της γειτονικής Γεωργίας. Οι οδηγοί είναι γενικά πιο προβλέψιμοι και ξέρουν να πατάνε και φρένο 😉
Όσον αφορά τη διαδρομή, μέχρι την πόλη Vanadzor, στο μεγαλύτερο μέρος της διασχίζει το φαράγγι Debed και ο δρόμος είναι παράλληλος με τον ομώνυμο ορμητικό ποταμό. Σε πολλά σημεία υπάρχει έντονη βλάστηση και κάποιες πηγές με τρεχούμενο νερό.
Η φτώχεια που επικρατεί στην περιοχή γίνεται αμέσως αντιληπτή. Στο διάβα μας συναντάμε αρκετά εγκαταλελειμμένα, μισογκρεμισμένα εργοστάσια αλλά και πολλά σοβιετικού τύπου κτίρια σε άθλια κατάσταση. Σχεδόν όλα τα σπίτια είναι πέτρινα με σκεπές από τσίγκο και μερικά από αυτά έχουν ξύλινο διάκοσμο στην πρόσοψη με καμάρες και κολώνες που είναι βαμμένες σε χρώματα όπως λευκό, πράσινο και μπλε.
Το πρώτο αξιοθέατο για σήμερα είναι το μοναστήρι του Haghpat, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Χτίστηκε γύρω στο 976 μ.Χ. από τη βασίλισσα Khosrovanuysh.
Στο κέντρο του συγκροτήματος ξεχωρίζει η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού η οποία διαθέτει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική που εντυπωσιάζει για τη λιτότητα, ενώ ταυτόχρονα είναι ιδιαιτέρως επιβλητική. Στο εσωτερικό της δεν διαθέτει πολλές αγιογραφίες -όπως και οι περισσότερες αρμενικές εκκλησίες- ενώ η συγκεκριμένη είναι γνωστή για την εντυπωσιακή τοιχογραφία του Χριστού Παντοκράτορα.
Στον οχυρωμένο αυτό χώρο, υπάρχουν και άλλα κτίρια όπως παρεκκλήσια, μαυσωλεία, τάφοι, βιβλιοθήκη, κελάρια και άλλοι βοηθητικοί χώροι.
Στην είσοδο του μοναστηριού γνωρίζουμε έναν νεαρό Αρμένιο, ο οποίος μιλάει άριστα αγγλικά. Κάτοχος ενός Transalp, μας μιλάει για τις ομορφιές της χώρας του, δίνοντας μας αρκετές χρήσιμες πληροφορίες καθώς και το τηλέφωνό του σε περίπτωση που χρειαστούμε κάτι. Τέλος μας προσκαλεί να τον ακολουθήσουμε σε διήμερο ταξίδι που σχεδιάζει τις επόμενες μέρες. Αρνούμαστε όμως ευγενικά καθώς έχουμε ήδη κλείσει διαμονή στο Ερεβάν τις επόμενες μέρες.
Πολύ κοντά βρίσκεται ακόμα ένα μοναστήρι που συγκαταλέγεται στα Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το Sanahin. “Sanahin” στα αρμενικά, σημαίνει “παλαιότερο από το άλλο”, δηλαδή παλαιότερο από το γειτονικό Haghpat.
Ο κεντρικός ναός είναι αφιερωμένος στον Σωτήρα και διαθέτει χαρακτηριστική αρμενική αρχιτεκτονική, λιτό εσωτερικό, ενώ μια μικρή τρύπα στην οροφή του, φωτίζει τον χώρο δίνοντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Το δάπεδο είναι στρωμένο με ταφόπλακες μερικές εκ των οποίων αναγράφουν και τα στοιχεία των θανόντων.
Συνεχίζουμε προς Vanadzor και από εκεί στρίβουμε ανατολικά προς τη λίμνη Sevan. Για αρκετή ώρα ψάχνουμε για γραφείο συναλλάγματος ή τράπεζα, καθώς είναι προφανές ότι η χρήση της πιστωτικής κάρτας δεν είναι επιλέξιμη στη χώρα αυτή. Τύχη όμως μηδέν.
Έτσι συνεχίζουμε ακολουθώντας την ορεινή, γραφική διαδρομή προς την λίμνη με τον δρόμο να αρχίζει να ανεβαίνει υψομετρικά και το τοπίο να γίνεται περισσότερο αλπικό. Η κατάσταση του οδοστρώματος έχει βελτιωθεί αρκετά ενώ η φτώχεια των χωριών που συναντάμε είναι αρκετά εμφανής.
Εξαίρεση αποτελεί η κωμόπολη Dilidjan, η οποία είναι διάσημη για τα spa που διαθέτει και αποκαλείται από τους ντόπιους ως η “Μικρή Ελβετία” της Αρμενίας. Δυστυχώς, ούτε εδώ καταφέραμε να βρούμε τράπεζα πάνω στον κεντρικό δρόμο, οπότε συνεχίζουμε για Sevan.
Η διαδρομή μετά το Dilidjan γίνεται περισσότερο εντυπωσιακή, αποτελούμενη από αλλεπάλληλες άνετες στροφές με καλή κατάσταση οδοστρώματος. Μερικά χιλιόμετρα πριν τη λίμνη αφήνουμε τον κεντρικό δρόμο για να οδηγηθούμε προς το Sevan pass (υψόμετρο: 2.150μ). Η πλειονότητα των οδηγών, πλέον, χρησιμοποιεί το νέο τμήμα της εθνικής οδού Dilidjan-Sevan που διαθέτει τούνελ το οποίο παρακάμπτει το ανέβασμα στο βουνό. Κινούμαστε σε μια ερημική σχεδόν διαδρομή που προσφέρει όμορφη θέα της ευρύτερης περιοχής, ενώ μόλις περνάμε το υψηλότερο σημείο της, η εντυπωσιακή λίμνη Sevan κάνει την εμφάνισή της.
Η λίμνη είναι η μεγαλύτερη της Αρμενίας και χαλαρά την παρομοιάζεις με θάλασσα. Είναι 10 φορές μεγαλύτερη από τη μεγαλύτερη ελληνική λίμνη, την Τριχωνίδα! Εκείνο όμως που την κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι πως βρίσκεται σε υψόμετρο 1.900μ!
Κατηφορίζουμε προς τη λίμνη όπου περνάμε δίπλα από το άγαλμα Akhtamar, το οποίο το συνοδεύει μία όμορφη ιστορία.
Ο θρύλος λέει λοιπόν ότι η βασίλισσα Tamar ζούσε σε ένα νησάκι στο κέντρο της λίμνης και ήταν ερωτευμένη μ’ έναν “κοινό θνητό” ο οποίος ζούσε στη στεριά. Κάθε βράδυ ο νεαρός κολυμπούσε στη λίμνη ακολουθώντας το φως το οποίο του άναβε η βασίλισσα για να βρεθεί στην αγκαλιά της. Το λοβ στόρι έληξε κάπως άδοξα, καθώς ο πατέρας της βασίλισσας ανακάλυψε τον κρυφό της έρωτα και ένα βράδυ εμφανίστηκε και έσβησε το καντήλι που βαστούσε η Tamar, αφήνοντας τον νιο να χαθεί στα παγωμένα νερά της λίμνης. Λέγεται ότι ακόμα και στις μέρες μας, τα βράδια, μπορεί κάποιος να ακούσει τις φωνές του νεαρού: “Akh, Tamar” (μετάφραση: Αχ Ταμάρ), φωνές που ήταν υπαίτιες και για την ονομασία του νησιού στο κέντρο της λίμνης.
Συνεχίζουμε προς το μοναστήρι Sevanavank το οποίο είναι χτισμένο σε ένα λόφο με πιάτο τη λίμνη. Αρκετός κόσμος ανεβοκατεβαίνει το μονοπάτι αλλά εμείς το θαυμάζουμε από μακριά. Πολύ εκκλησία είδαμε σήμερα άλλωστε…
Οδηγούμαστε λίγο πιο πέρα, στην παραλιακή ζώνη όπου η περιοχή σφύζει από τουρισμό. Έχουμε διαβάσει ότι η λίμνη και ειδικά η περιοχή γύρω από την πόλη Sevan, είναι το μεγαλύτερο τουριστικό καλοκαιρινό θέρετρο της χώρας. Η εικόνα όμως που αντικρίζουμε είναι αποκαρδιωτική.
Άθλια παραπήγματα τα οποία έχουν μετατραπεί σε υπαίθριες καντίνες, μουσική στη διαπασών και παρόλο που είναι αρκετά νωρίς ο περισσότερος κόσμος είναι τύφλα της μεθιάς.
Αρκετά κοντέινερ έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχειακές μονάδες, ενώ μέσα στη λίμνη μπορείς να “θαυμάσεις” από πλωτά εστιατόρια μέχρι ιδιοκατασκευασμένα ποδήλατα.
Συνάλλαγμα ακόμα δεν έχουμε και αφού τσιμπάμε ότι έχει περισσέψει στις μπαγαζιέρες μας, ρωτάμε έναν ταξιτζή πού θα βρούμε μηχάνημα ανάληψης. Σημειώστε: Bankomat, ακόμα μια διεθνής χρήσιμη λέξη. Μας στέλνει λοιπόν στο γειτονικό Sevan…
Το Sevan δεν διαφέρει σε τίποτα από τα μικρά χωριά που έχουμε συναντήσει ως τώρα. Σοβιετικά κτίρια τίγκα στη δορυφορική κεραία, άθλιοι δρόμοι -οι περισσότεροι χωματόδρομοι- και πολλή βρώμα. Ό,τι σκουπίδι υπάρχει το πετάν κάτω… οι κάδοι μάλλον είναι διακοσμητικοί…
Ρωτάμε 2-3 φορές ακόμα και εν τέλει βρίσκουμε την τράπεζα. Ο Στράτος που αναλαμβάνει την ανάληψη σημειώνει εύστοχα ότι είχε καιρό να κρατήσει τόσα λεφτά στα χέρια του, καθώς η ισοτιμία είναι 1€ προς 520 Dram.
Πριν αναχωρήσουμε όμως, πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε στη συνέχεια, καθώς ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει. Οι επιλογές είναι δύο: είτε θα μείνουμε σε κάποιο κατάλυμα κοντά στη λίμνη, είτε θα συνεχίσουμε για περίπου 60χλμ μέχρι το ελληνικό χωριό Hankavan. Ο Δημήτρης, ο Αντώνης και ο Κυριάκος που είχαν περάσει λίγες μέρες πριν από αυτά τα μέρη, το είχαν επισκεφθεί και είχαν γνωρίσει κάποιους Έλληνες που ζούσαν εκεί και μας είχαν πει τα καλύτερα. Λόγω του προχωρημένου της ώρας, προβληματιζόμαστε καθώς εάν φτάσουμε στο χωριό αργά και δεν βρούμε κανέναν θα πρέπει να να κάνουμε άλλα 60χλμ για να επιστρέψουμε, συν κάμποση ώρα για να βρούμε κατάλυμα. Για μερικά λεπτά αμφιταλαντευόμαστε ανάμεσα στα 2 ενδεχόμενα σενάρια…
Τη σοφή λύση τη δίνει τελικά ο Μανώλης λέγοντας απλά: “Η λογική λέει να μείνουμε κάπου εδώ, η περιπέτεια λέει να πάμε στο χωριό”. Χωρίς να δώσουμε απάντηση, φοράμε τα κράνη μας και βάζουμε πλώρη για το ελληνικό χωριό.
Αρχικά μπαίνουμε για μερικά χιλιόμετρα στην εθνική οδό που ενώνει την λίμνη Sevan με την πρωτεύουσα, το Ερεβάν.
Στη συνέχεια αφήνουμε την εθνική για να σκαρφαλώσουμε για μία ακόμα φορά στα βουνά. Ποια βουνά δηλαδή που είμαστε ήδη στα 2.000μ υψόμετρο. Ο δρόμος είναι σε καλή κατάσταση, χωρίς κίνηση και ακολουθεί την κοίτη ενός ποταμού. Το τοπίο είναι όμορφο, ενώ το φως του ήλιου που δύει δίνει μια ξεχωριστή γοητεία.
Όσο πλησιάζουμε η αγωνία για την εξέλιξη της ημέρας κορυφώνεται. Δεν ξέρουμε αν θα καταφέρουμε να συναντήσουμε κάποιον από τους κατοίκους που είχαν γνωρίσει τα παιδιά λίγες μέρες πριν. Γνωρίζουμε μόνο το όνομα μιας γιαγιάς, της κυρα-Ναταλίας. Εν τέλει φτάνουμε στο χωριό και το διασχίζουμε με αργούς ρυθμούς, ώσπου τα σπίτια τελειώνουν και δεν έχουμε συναντήσει ούτε έναν άνθρωπο! Αποφασίζουμε, λοιπόν, να κάνουμε ακόμα μια βόλτα και να σταματήσουμε για λίγο στο σημείο που μας φάνηκε ως το πιο κεντρικό. Εκεί ήταν κάτι που έμοιαζε σαν δημόσιο κτίριο το οποίο ανάθεμα και αν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν. Έτσι και έγινε…
Σταματάμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον και πλάθουμε σενάρια για το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Δεν προλάβαίνουμε όμως να τα ολοκληρώσουμε, καθώς από ένα ανηφορικό δρομάκι ακούγεται μια φωνή: “Αρίστο, ήρθαν τα παιδιά! Μισό λεπτό παιδιά κατεβαίνω…”
Σε 5 λεπτά εμφανίζεται ο Βλαδίμηρος. Μας καλωσορίζει προσκαλώντας μας να πάμε σε ένα γειτονικό σπίτι. Μέχρι να παρκάρουμε τις μοτοσυκλέτες ήρθε και ο Αρίστος και ο Λεό, ο οποίος είναι Αρμένιος και έχει παντρευτεί μια ξαδέλφη του Βλαδίμηρου – όπως μάθαμε αργότερα. Καθόμαστε στην αυλή του σπιτιού και πριν το καταλάβουμε το τραπέζι έχει στρωθεί για να «τσιμπολογήσουμε» μέχρι να πάμε να φάμε κανονικά! Φυσικά το ποτό δεν λείπει, καθώς το πρώτο πράγμα που μας κερνούν είναι το τοπικό τσίπουρο από αχλάδι που έχουν φτιάξει οι ίδιοι και το σερβίρουν από 5λιτρο μπουκάλι! Όλοι μας καταλαβαίνουμε τι περίπου θα ακολουθήσει… χωρίς όμως να μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς…
Ο Αρίστος και ο Βλαδίμηρος είναι Έλληνες που γεννήθηκαν και έχουν μεγαλώσει στην Αρμενία. Οι οικογένειές τους βρίσκονται πλέον στην Ελλάδα και αυτοί έρχονται κάποιους μήνες τον χρόνο στο χωριό για να συντηρούν τα σπίτια τους. Ίσως αυτό να είναι μόνο η πρόφαση, καθώς αγαπούν τον τόπο τους και στο πίσω μέρος του μυαλού τους επιθυμούν κάποια στιγμή να επιστρέψουν εδώ μόνιμα. Έχουν πολύ όρεξη για κουβέντα και καλή διάθεση. Με τη συνοδεία κοτόπουλου, λουκάνικου, τοπικού τυριού, ψωμιού και φυσικά τσίπουρου, μας εξηγούν κάποια πράγματα για το χωριό τους.
Όπως λοιπόν μας είπαν, ιδρύθηκε περίπου το 1830, με αφορμή το ορυχείο χρυσού που εκμεταλλεύονταν οι Γάλλοι λίγο έξω από το σημείο που βρίσκεται το χωριό. Κάποιοι Έλληνες Πόντιοι είχαν έρθει στην περιοχή να εργαστούν και -ενώ αρχικά έμεναν σε πρόχειρα παραπήγματα- με τα χρήματα που κέρδιζαν δουλεύοντας στο ορυχείο, δημιούργησαν το χωριό που αριθμούσε περί τα 120 σπίτια. Ήταν μόνο Έλληνες τότε, οπότε έχτισαν και μια εκκλησία, τον Άγιο Γεώργιο, με αρχιτεκτονική τύπου βασιλικής, χωρίς τρούλο.
Με τις αναταραχές που έγιναν το 1960, οι Γάλλοι εγκατέλειψαν προσωρινά το ορυχείο και ταυτόχρονα κάποιοι κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν. Από τότε ξεκίνησε μια σταδιακή εγκατάλειψη του χωριού. Τα σπίτια είτε τα αγόρασαν Αρμένιοι, οπότε αυτά συντηρήθηκαν, είτε απλά κατοικούνταν από Αρμένιους χωρίς να αγοραστούν (κατόπιν άδειας από τον ιδιοκτήτη) χωρίς να γίνεται κάποια ιδιαίτερη συντήρηση, πέραν από την απαραίτητη για να μην καταρρεύσουν. Δυστυχώς, τα υπόλοιπα που έμειναν ακατοίκητα, σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται έρμαιο των φυσικών φαινομένων και να καταρρέουν…
Οι Έλληνες που συνέχισαν να μένουν στο χωριό -είτε ως μόνιμοι κάτοικοι, είτε ως περιστασιακοί, καθώς οι οικογένειες των περισσοτέρων ζουν και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα- προσπαθούν να συντηρούν τα σπίτια των προγόνων τους και να δίνουν ζωή στο μέρος, ώστε να μην καταντήσει ένα χωριό-φάντασμα. Προσπαθούν επίσης να μεταδώσουν στα παιδιά τους την ανάγκη διατήρησης της ελληνικής κοινότητας στο χωριό το οποίο τώρα πια κατοικείται στο μεγαλύτερο ποσοστό του από Αρμένιους.
Το χωριό βρίσκεται στα 2.300μ υψόμετρο και είναι τοποθετημένο ανάμεσα στα βουνά, με αποτέλεσμα να μην είναι εκτεθειμένο στον αέρα. Αυτό βοηθά στην περίοδο των χιονιών, ώστε να μην επικρατεί παγωνιά και να είναι όσο το δυνατό πιο ήπια η διαβίωση. Η βλάστηση είναι αλπικού τύπου και σε κάποια σημεία στα βουνά -ακριβώς πάνω από το χωριό- υπάρχουν δάση.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου δεν έχει παπά. Η 85χρονη κυρα-Ναταλία έχει τα κλειδιά και ανοίγει στους επισκέπτες, όταν το ζητήσουν. Δίπλα στην εκκλησία είναι το ελληνικό νεκροταφείο, ενώ το χωριό είναι γνωστό και για τις ιαματικές πηγές τις οποίες επισκέπτονται αρκετοί Αρμένιοι.
Καθόμαστε περίπου μία ώρα συζητώντας, μέχρι που ο Βλαδίμηρος μας λέει πως πρέπει να μεταφερθούμε σε ένα άλλο σπίτι όπου μας έχουν ετοιμάσει φαγητό… λες και τόση ώρα δεν τρώγαμε 🙂 Παίρνουμε τις μοτοσυκλέτες με τα πράγματα και αφού κάνουμε καμιά 500μ τις παρκάρουμε στην εσωτερική αυλή ενός διώροφου σπιτιού. Κατεβαίνουμε στον χώρο που έχει ετοιμαστεί το τραπέζι και εκεί γνωρίζουμε και τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, τον Καρέν ο οποίος είναι Αρμένιος και δεν μιλάει ελληνικά.
Ο Καρέν ήταν επαγγελματίας χορευτής και χορογράφος και οι Έλληνες τον παρομοιάζουν με τον Μεταξόπουλο. Ήταν διάσημος στη χώρα, αλλά δυστυχώς τον πέτυχε ο πόλεμος στο Nagorno-Karabakh. Πολέμησε εκεί για αρκετό καιρό και είχε ένα ατύχημα στο χέρι του. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, τα πράγματα είχαν αλλάξει για τη ζωή του, τόσο επαγγελματικά, όσο και κοινωνικά. Κάποιοι φίλοι του είχαν σκοτωθεί και κάποιοι τον απέφευγαν κιόλας. Όπως ήταν αναμενόμενο και η σταδιοδρομία του πάνω στον επαγγελματικό χορό είχε αλλάξει. Έτσι λοιπόν, γύρισε στο χωριό και έφτιαξε το σπίτι του σε στυλ ξενώνα, γι’ αυτούς που έρχονται για τα ιαματικά λουτρά.
Καθόμαστε λοιπόν για φαγητό και μετά τις απαραίτητες συστάσεις, ξεκινάει και ο «2ος γύρος ποτού». Οι Αρμένιοι έχουν ένα έθιμο, ή μάλλον καλύτερα μια «συνήθεια» όταν πίνουν: πριν από κάθε τσούγκρισμα των ποτηριών, κάνουν μια πρόποση που μπορεί να αφορά το ο,τιδήποτε. Πολλές προπόσεις έγιναν: για το συγκεκριμένο αντάμωμα, για την αρμενο-ελληνική φιλία, για τους δεσμούς μεταξύ των λαών, για τους ζωντανούς, για τους νεκρούς, ενώ κάποιες στιγμές η κατάσταση έβγαινε εκτός ελέγχου, με προπόσεις για πολέμους και εχθρούς, ιδίως όταν τα μπουκάλια έτειναν να αδειάσουν. Φυσικά όλες οι προπόσεις έγιναν στα αρμενικά και ο Βλαδίμηρος τράβηξε το μεγαλύτερο ζόρι, κάνοντας ασταμάτητα τον μεταφραστή!
Η βραδιά συνεχίζεται με χορό, καθώς ο Καρέν έχει φροντίσει να εξοπλίσει τον χώρο με ηχοσύστημα. Μάλιστα είχε τοποθετήσει μια «ντισκομπάλα», σαν μια έξτρα λεπτομέρεια του όλου σκηνικού. Με λίγο ποτό παραπάνω δεν αργούμε να αρχίσουμε να χορεύουμε τις αρμενικές μελωδίες με πρώτο στον χορό τον Καρέν, ο οποίος εκτιμάει απίστευτα το γεγονός πως προσπαθούμε να χορέψουμε τα τραγούδια της χώρας του! Σε κάποιες περιπτώσεις χορεύει σόλο, πράγμα που το κάνει πολύ σπάνια, όπως μας λέει ο Βλαδίμηρος!
Η βραδιά συνεχίζει μέχρι αργά. Ο ξενώνας του Καρέν θα αποτελέσει το κατάλυμα μας, αλλά πριν σωριαστούμε ο οικοδεσπότης μας επιμένει να πάμε στα ιαματικά λουτρά. Δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε και λίγο αργότερα βρισκόμαστε να κολυμπάμε στα ζεστά νερά των πηγών. Μάλιστα ο Καρέν έχει φροντίσει να έχουμε στην διάθεση μας την καλύτερη “πισίνα” των εγκαταστάσεων!
Κάπως έτσι τελειώνει η 1η μέρα στην Αρμενία. Μια εμπειρία πραγματικά ανεπανάληπτη που θα μείνει χαραγμένη στην καρδιά μας! Όσα «ευχαριστώ» και να πούμε ολόψυχα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους του Hankavan, δεν φτάνουν. Οι άνθρωποι αυτοί έγιναν θυσία για εμάς!
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Τώρα τι να πω για αυτό το ταξιδιωτικό απλά τέλειο καλά όπως και τα υπόλοιπα που έχετε. Πέρα ότι ταξιδεύουμε μαζί σας δίνετε και όλες τις πληροφορίες για οσους ενδιαφέρονται να πάνε. Μια ερώτηση αν έιναι εύκολο γιατί το σκέφτομαι για του χρόνου Με τι λάστιχα πήγατε αν είδα καλά στις φωτογραφίες όλοι σας πήγατε με τα λεγόμενα 90/10. Είχατε θέμα για Γεωργία Αρμενία και αν είναι καλύτερα να πας με κάποιο λάστιχο λίγο ποιο οφφ
Καλησπέρα Γιώργο κι ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια τα οποία με χαροποιούν ιδιαίτερα, καθώς αυτός είναι και ο λόγο που δημιουργήθηκε αυτή η σελίδα.
Τα λάστιχα πολύ σωστά ήταν 90/10 και τα οποία μας κάλυψαν απόλυτα εκτός το κομμάτι που κάναμε off road στην Γεωργία, στο Tskhratskaro pass. Κι εκεί δεν έφταιγαν τα λάστιχα αλλά οι βαρυφορτωμένες μοτοσυκλέτες μας. Αν δεν έχει σκοπό να κάνεις off road τα λάστιχα σε καλύπτουν 100%, αλλά αν θέλεις να κάνεις τα βορειοδυτικά της Γεωργίας (γύρω από την Mestia) τότε μάλλον θα χρειαστείς κάτι σε πιο off.
Επιτέλους!
Βαρδή… το καλό πράμα -τρομάρα μας- αργεί να γίνει… 😛
Στέλιο μου είναι όντως “καλό πράμα”! Και η περιγραφή και οι φωτογραφίες τέλειες όπως πάντα. Νάστε καλά να μας ταξιδεύετε.
Να ‘σαι καλά Βαρδή… Είθε να ταξιδεύουμε όλοι μας 😉
Respect.Πανεμορφο ταξιδιωτικο,πανεμορφη περιγραφη.Παντα διαβαζω τα ταξιδιωτικα σου.Ναστε παντα ολοι καλα και να μας ταξιδευετε σε μερη που δεν θα παω ποτε μου.Με τα γραφομενα σου κατα το 75%ειναι σαν να βρισκομαι εκει.Παντα ορθιοι και με υγεια.Καλο Πασχα να εχετε.
Να ‘σαι καλά Νικόλα. Χαίρομαι που καταφέρνω να σε ταξιδέψω μέσα από τα γραφόμενα μου, αλλά θέλω να πιστεύω ότι αν θες πραγματικά να πας σε κάποιο μέρος αυτού του πλανήτη, μπορείς. Όλα είναι εφικτά, αρκεί να το θέλεις. Γι αυτό ποτέ μην αποκλείεις τίποτα. Να ‘μαστε πάντα υγιείς και να ταξιδεύουμε…