Ημέρα 2η, Πάφος – Λευκωσία (175 χιλ.)
Λάσπη – Μοτοσυκλέτες 1-0
Σηκώνομαι αρκετά νωρίς για να δω πως θα φορτώσω το νοικιάρικο Transalp 700. Εύκολα μεν, αλλά ο Γιαπωνέζος αρνείται να πάρει μπροστά. Ευτυχώς στην παρέα παίζει starter και με την βοήθειά του το Trasnalp-άκι παίρνει μπροστά.
Δεν το ξανασβήνω, σκέφτομαι, καθώς οι 12 μοτοσυκλέτες της παρέας ξεκινούν με πορεία προς τον βορρά.
Σύντομα μπαίνουμε σ’ έναν εύκολο χωματόδρομο ο οποίος έχει κάποια κομμάτια με αρκετή λάσπη.
Η πρώτη στάση δεν αργεί και γίνεται στην μισογκρεμισμένη εκκλησία του Άγιου Γενναδίου στο Μωρόνερο.
Το Μωρόνερο, το οποίο δεν αναφέρεται πουθενά στις μεσαιωνικές πηγές, ήταν ένα μεικτό χωριό. Στην οθωμανική απογραφή του 1831, κατοικούσαν μόνο μουσουλμάνοι, όμως αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται και χριστιανοί κάτοικοι. Λόγω όμως των αυξημένων δικοινοτικών ταραχών, το 1958, οι τουρκοκυπριακές οικογένειες εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στον Μούτταλο.
Από τότε και έως το ΄64, οι ελληνοκυπριακές οικογένειες άρχισαν να εγκαταλείπουν με τη σειρά τους το χωριό, το οποίο κατάντησε φάντασμα. Πλέον κανείς μπορεί να βρει μόνο τα ερείπια των σπιτιών και το κατεστραμμένο εκκλησάκι του Αγίου Γενναδίου, το οποίο μαρτυρεί τη χριστιανική παρουσία από τα βυζαντινά χρόνια.
Συνέχεια και πάλι από χώμα φυσικά, αλλά λίγο παρακάτω ένα ακόμα λασπωμένο κομμάτι καθυστερεί το κομβόι μας.
Οι φόβοι του Αχιλλέα ότι δεν θα περνάει ο δρόμος επιβεβαιώνονται σύντομα, καθώς μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, μια κατολίσθηση κόβει κυριολεκτικά το μονοπάτι μας.
Μέχρι και τώρα δεν έχω σβήσει το Transalp μη τυχόν και δεν ξαναπάρει μπροστά, αλλά παρατηρώ πως η βενζίνα τρέχει ποτάμι από το σωληνάκι υπερχείλισης. Ωραία λέω, μπαταρία θα έχουμε, βενζίνη δεν θα έχουμε και το σβήνω ελπίζοντας πως θα ξαναπάρει μπροστά. Ευτυχώς πήρε…
Δοκιμάζουμε δύο-τρεις ακόμα χωματόδρομους αλλά όλοι οδηγούν σε αδιέξοδο κι έτσι αποφασίζουμε να γυρίσουμε προς τα πίσω και να κυκλώσουμε το χωμάτινο κομμάτι από άσφαλτο.
Η ασφάλτινη στριφτερή διαδρομή περνάει από τα χωριά Καλλέπεια, Λετύμβου, Χούλου, Λεμόνα και καταλήγει στην Αμαργέτη όπου κάνουμε στάση για καφεΐνη στην όμορφη πλατεία.
Η συνέχεια με βρίσκει στη σέλα του Tiger 800 XRC όπου μου το έδωσε να το δοκιμάσω ένας ψηλός, γαλανομάτης, με μακριά ξανθά μαλλιά (εντάξει Πάμπο; 😉 )… Το εργαλείο σβολώνει όπως λέμε και στην Κρήτη. Ροπή από χαμηλά, ελαφρύ και εύκολο στο σφιχτό οδικό κομμάτι που κινούμαστε.
Ο ποταμός Ξερός δεν ήταν όνομα και πράμα… Έχει αρκετό νερό και «κόβει» το δρόμο προς την Παναγιά του Σίντι. Έτσι ο Αχιλλέας προσπαθεί να προσεγγίσουμε τη μονή από άλλο δρόμο.
Δυστυχώς όμως και αυτός ο δρόμος είναι κομμένος, και αρκούμαστε σε μια μακρινή ματιά…
Η μονή είναι χτισμένη στη δυτική όχθη του χείμαρρου Ξεροπόταμου, στη συμβολή του με το αργάκι του Σίντη. Το επώνυμο του μοναστηριού προήλθε από το αργάκι αυτό. Ο Σίντης αναφέρεται ως ομηρική λέξη, και ετυμολογείται από το ρήμα σίνομαι, που σημαίνει βλάπτω/καταστρέφω.
Το μοναστήρι του Σίντη, πιθανόν να ήταν αρχικά αυτοτελής μονή, αργότερα όμως έγινε μετόχι της Μονής Κύκκου. Αυτό αναφέρει και ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, ο οποίος το επισκέφθηκε το 1735. Αναφέρει ότι το μοναστήρι είχε τότε τρεις μοναχούς, που καλλιεργούσαν τα κτήματα. Μνημονεύει ακόμα το πηγάδι στο μέσο της αυλής και τους δυο γειτονικούς νερόμυλους που ανήκαν στο μοναστήρι και οι οποίοι σώζονται μέχρι σήμερα.
Το μοναστήρι επισκέφθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα και 20ου αιώνα αρκετοί περιηγητές. Σύμφωνα με μαρτυρίες μοναχών του Κύκκου, το μοναστήρι λειτουργούσε μέχρι το 1927. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η κτηματική του περιουσία πωλήθηκε σε κάτοικους γειτονικών χωρών και η μεγάλη αυλή μετατράπηκε σε μάντρα. Έτσι ερημώθηκε η μονή και τα κτίσματα υπέστησαν μεγάλες ζημιές από τους σεισμούς. Το 1966 το Τμήμα Αρχαιοτήτων κήρυξε το μοναστήρι Αρχαίο Μνημείο Β’ πίνακα, χωρίς όμως να προβεί σε καμιά συντήρηση του.
* Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Αχιλλέα
Ξανά στη σέλα του Transalp και οπισθοχώρηση προς το χωριό Σαλαμιού. Η στριφτερή διαδρομή μας οδηγεί προς το γεφύρι του Τζιελεφού το οποίο θεωρείται το μεγαλύτερο μεσαιωνικό γεφύρι της Κύπρου. Χτίστηκε για να συνδέει τα χωριά της δυτικής όχθης (Μηλικούρι, Βρέτσια, Αγ. Ιωάννη) του Διαρίζου ποταμού με τα χωριά Αγ. Νικόλαο, Καμινάρια, Τρείς Ελιές κ.α.
Δεν σταματάμε και συνεχίζουμε μέσα από μια κατάφυτη διαδρομή για να διασχίσουμε τον ποταμό Διαρίζο και να οδηγήσουμε μια από τις ομορφότερες διαδρομές της Κύπρου σύμφωνα με τον οικοδεσπότη μου. Αμ πως… τα πολλά νερά τον τελευταίων ημερών έχουν καταστρέψει και αυτόν τον δρόμο…
Έτσι συνεχίζουμε προς το γεφύρι της Ελιάς όπου είναι καλά κρυμμένο δίπλα στον δρόμο που οδηγεί προς τα Καμινάρια.
Πρόκειται για οξυκόρυφο πέτρινο γεφύρι ενός τόξου όπου πήρε το όνομά του από το μοναδικό δέντρο ελιάς που υπήρχε στην τοποθεσία όπου το έκτισαν. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η ονομασία του οφείλεται στο χωρίο Τρεις Ελιές που βρίσκεται κοντά.
Η διαδρομή μας συνεχίζει μέσα από θεόρατα έλατα για να καταλήξουμε στο χωριό Καλοπαναγιώτης για να τσιμπήσουμε κάτι. Ο πανικός που επικρατεί από εκδρομικά πούλμαν μας κάνει να το ξανασκεφτούμε. Πίνουμε μια μπυρίτσα με μεζεδάκι και την κάνουμε γοργά προς Λευκωσία.
Σύντομα τακτοποιούμαι στο σπίτι του Αχιλλέα και της Σούλης όπου περνάμε το υπόλοιπο της βραδιάς με όμορφες-ταξιδιάρικες ιστορίες…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |