9 Ιουνίου, Grossglockner i do… (χλμ 267)
Το πρωινό υποδειγματικό. Τρώμε τον άμπακο, φτιάχνουμε και 2-3 σάντουιτς -έκαστος- για το δρόμο (πράγμα που κάναμε για πρώτη φορά άλλα έγινε καθημερινή συνήθεια) και τραβάμε για αναχώρηση. Το Fazer του Ιάκωβου όμως έχει διαφορετική γνώμη. Το κλειδί με το ενσωματωμένο χειριστήριο του συναγερμού δεν ενεργοποιεί το immobilizer -μάλλον από τα πολλά νερά που έφαγε χτες- και εν τέλει το βάζουμε μπρος χρησιμοποιώντας τα δεύτερα κλειδιά.
Ξεκινάμε για το ψηλότερο οδικό πέρασμα της Αυστρίας. Ψιχαλίζει ελαφρώς, πράγμα που το έχουμε ήδη συνηθίσει και δεν μας ενοχλεί. Η διάσημη διαδρομή έχει τσουχτερά διόδια, 19€ παρακαλώ, αλλά πιστέψτε με, τα αξίζει και με το παραπάνω. Το τοπίο απλά δεν υπάρχει. Νομίζεις ότι κινείσαι μέσα σε ένα πίνακα ζωγραφικής κάποιου διάσημου ζωγράφου. Τσιμπιέσαι για να δεις αν αυτό που βλέπεις είναι πραγματικό ή κάποιος σου έχει κολλήσει καμιά φωτογραφία στο κράνος. Θα μπορούσα να πω και άλλες “εξυπνάδες” αλλά φτάσαμε στην πρώτη μας στάση η οποία είναι στον παγετώνα Pasterze.
Είναι ο μεγαλύτερος της Αυστρίας με μήκος περίπου 8 χιλ. Η μέτρηση δεν μπορεί να είναι ακριβής γιατί το μήκος του παγετώνα μειώνεται κατά περίπου 10 μέτρα το χρόνο! Το 1851 που μετρήθηκε για πρώτη φορά είχε διπλάσιο μήκος!
Δυστυχώς τα περισσότερα “έξτρα” αξιοθέατα που προσφέρει ο χώρος ήταν κλειστά. Το τελεφερικ/τραινάκι που σε μετέφερε στον παγετώνα λειτουργούσε μόνο τις Κυριακές, ενώ το εντυπωσιακό τούνελ που επεκτεινόταν παράλληλα με τον παγετώνα, ήταν ακόμα υπό συντήρηση. Ήταν όμως ανοικτό -χωρίς φωτισμό- και χρησιμοποιώντας τους δικούς μας φακούς κάναμε μια μικρή -αλλά ολίγον τρομακτική- εξερεύνηση.
Ξανακαβαλάμε τις μοτοσυκλέτες μας και συνεχίζουμε να σκαρφαλώνουμε προς την κορυφή, μέσα από πυκνή ομίχλη και ψιλόβροχο. Παρά το βρεγμένο οδόστρωμα, η άσφαλτος σου εμπνέει τέτοια εμπιστοσύνη που ελάχιστη διαφορά έχει από το στεγνό. Ανηφορίζουμε για αρκετή ώρα, φτάνουμε στο πιο ψηλό σημείο του Grossglockner-Hochalpenstrasse (2405μ) και συνεχίζουμε προς το “Bikers Point” Edelweiss Peak το οποίο βρίσκεται στα 2571μ. Η ομίχλη ακόμα πιο πυκνή, το κρύο τσουχτερό αλλά εμείς έχουμε ένα σκοπό τον οποίο αγνοεί μόνο ένα μέλος της παρέας… Παρκάρουμε, αρπάζουμε φωτογραφικές μηχανές και κάμερες… Ο “Νεαρός” γονατίζει όπως προβλέπεται… and the rest is history…
Ο Ορέστης είναι πολύ μεγάλος μάγκας. Μου ζήτησε ένα μήνα πριν ξεκινήσουμε να τον βοηθήσω να οργανώσει την πρόταση γάμου του στην αγαπημένη του Ρούλα. Δεν ήθελε πολυτέλειες στη λίμνη του Κόμο, ούτε σάχλες στη Βενετία… ήθελε να κάνει κάτι τελείως δικό του. Ήθελε να είναι ιδρωμένος και ταλαιπωρημένος, με τα ρούχα και τις μπότες της μοτοσυκλέτας, στη μέση του πουθενά. Το Glossglockner αποφασίσαμε με τον Εκόνομι ότι ήταν το τέλειο μέρος. Υπολογίζαμε ότι θα ήταν και δεκάδες άλλοι μοτοσυκλετιστές γιατί η περιοχή σφύζει από κόσμο τέτοια εποχή, κάτι στο οποίο δεν είχε καμία αντίρρηση το παλικάρι μας – όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο. Αμ’ έλα μου ντε που δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί εκτός από εμάς! Όπως έχει καταγράψει όμως το βίντεο και οι φωτογραφίες, το σκηνικό ήταν υποδειγματικό για την περίσταση: ομίχλη να μη βλέπεις τη μύτη σου, κρύο, ψιλόβροχο, φίλοι, συνταξιδιώτες, περιπέτεια, μυστήριο… Έβγαλε το μονόπετρο κάτω από τη σέλα, πλησίασε τη Ρούλα, έχασε λίγο τα λόγια του ο καημένος, αλλά τελικά τα είπε μια χαρά και συγκίνησε όχι μόνο τον έρωτά του αλλά και πέτσακες όπως ο Κάρλος και ο Μήτσος. Όλα να πάνε ρολόι δικέ μου!
Λόγω κωλόκαιρου το πάρτι συνεχίζεται στο καφέ-εστιατόριο Fuschertorl, το οποίο βρίσκεται στην προηγούμενη κορυφή, στα 2450μ. Η ζεστή σουπίτσα ήταν ότι πρέπει για να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας, αλλά και για να δώσουμε τις θερμές μας ευχές στο νέο ζευγάρι.
Αρκετή ώρα αργότερα παίρνουμε την απόφαση για κάθοδο με τον καιρό να παραμένει στα ίδια χάλια. Για λίγο ευτυχώς, καθώς μερικά χιλιόμετρα ανοίγει και το παιχνίδι με τις στροφές αρχίζει. Η πρόγνωση μάλλον έχει κρατήσει τους περισσότερους μοτοσυκλετιστές μακριά από το πέρασμα, πράγμα που δεν μας χαλάει καθόλου.
Φτάνοντας στην κεντρική αρτηρία κινούμαστε δυτικά για να περάσουμε από ακόμα ένα passo, το Gerlos. Πρώτα όμως, κάνουμε μια στάση στους καταρράκτες Krimml.
Πριν όμως αναφερθώ σε αυτούς, πρέπει να αναφέρω ότι ακριβώς δίπλα στην είσοδο, λειτουργούσε ένα δωρεάν πάρκινγκ για μοτοσυκλέτες το οποίο παρείχε δωρεάν ντουλάπια για την φύλαξη της πραμάτεια μας… Αυτά βλέπεις και νομίζεις πως βρίσκεσαι σε άλλο κόσμο…
Οι καταρράκτες λοιπόν, είναι οι μεγαλύτεροι της Ευρώπης, με 380 μέτρα ύψος. Η υδάτινη ροή κυμαίνεται από περίπου 0,20 έως 5,5 κυβικά μέτρα την ώρα, ανάλογα την εποχή. Το μονοπάτι σε οδηγεί στο σημείο που σκάει ο καταρράκτης, όπου από τη δύναμη του νερού, βρέχει κανονικά. Ευτυχώς λόγω του άστατου καιρού, όλοι φορούσαμε ακόμα τα αδιάβροχα μας!
Συνεχίζουμε στο Gerlos pass (4,50€ διόδια) με τη συνοδεία μπόλικης βροχής. Το πέρασμα δεν μας εντυπωσιάζει. Στενός δρόμος, γεμάτος με καπάκια υπονόμων, τα οποία κατά διαβολική σύμπτωση ήταν πάνω στην ιδανική γραμμή της στροφής. Η λίμνη που βρίσκεται στα αριστερά μας πέρασε απαρατήρητη, καθώς η πυκνή βλάστηση έκρυβε επιμελώς την θέα προς αυτήν.
Εδώ θέλω να πω κάτι για τη βροχή. Όπως και εσείς, την είχα όπως ο διάολος το λιβάνι. Θεωρώ ότι χαλάει τα πάντα: τη διάθεση, την ομορφιά, το στροφιλίκι, την απόλαυση. Βάλε βγάλε αδιάβροχα, ιδρώτας, ταλαιπωρία. Φάγαμε βροχή κάμποσες μέρες, σας πληροφορώ όμως ότι ακόμα κι εγώ που τη μισώ με πάθος, τη συνήθισα και μάλιστα κάποιες φορές τη γούσταρα κιόλας! Επειδή πρώτον, είδα τις Άλπεις στο φυσικό τους σκηνικό και δεύτερον επειδή πηγαίναμε αναγκαστικά αργά και τις είδα! Νομίζω ότι κανείς δεν έχει δει τις Άλπεις όπως εμείς και πραγματικά ευχαριστώ τη βροχή γι΄ αυτό. Άρα δεν ήταν ατυχία, άρα το παρατσούκλι μου “Γκαστόνε” ισχύει ακόμα. Σούπερ!
Η βροχή σταματάει μόλις πιάνουμε πάλι το κεντρικό επαρχιακό δίκτυο, αλλά αρχίζει η κίνηση η οποία και μας ταλαιπωρεί για 20 περίπου χιλιόμετρα μέχρι να πιάσουμε την εθνική οδό. Σαράντα γρήγορα και αδιάφορα χιλιόμετρα μας οδηγούν στο Ίνσμπρουκ και στο ξενοδοχείο που έχουμε κλείσει, το Ibis.
Γρήγορη τακτοποίηση και έξοδο για μάσα καθώς τα στομάχια μας διαμαρτύρονται έντονα. Κάνουμε εσφαλμένα μια βόλτα στον σιδηροδρομικό σταθμό και σε κάτι μυστήρια στενάκια, ψάχνοντας το σωστό δρόμο για την παλιά πόλη. Αν δεν είμαστε ένα τσούρμο γομάρια, σίγουρα θα μας ακούγατε στις ειδήσεις. Anyway, αφού λύνουμε το μυστήριο βοηθούμενοι από την γνώση της Γερμανικής της Ρούλας (2 γυναίκες είχαμε και μας έβγαζαν πάντα από τις δύσκολες καταστάσεις, η μία με την γνώση της Ιταλικής και η άλλη της Γερμανικής), κατευθυνόμαστε προς το πρώτο προτεινόμενο εστιατόριο το οποίο είναι πανάκριβο. Βουρ για το δεύτερο όπου για κακή τύχη των στομαχιών μας η κουζίνα έχει κλείσει. Μας προτείνουν ένα δίπλα στη χρυσή στέγη, στο κυριότερο αξιοθέατο της πόλης.
Μπαίνουμε στο Goldenes Dachl με δισταγμό καθώς η τουριστική του τοποθεσία μας αποθαρρύνει. Πόσο λάθος κάναμε… Το φαγητό υπέροχο και σε φυσιολογικές τιμές. Βέβαια απορώ μερικές φορές με το ελληνικό σύνδρομο ακορεσίας. Αν μας άφηναν ακόμα θα παραγγέλναμε…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Ένα μεγάλο μπράβο στον Στέλιο και στην παρέα του γιαυτό το υπέροχο ταξίδι.Πάρα πολύ καλό οδοιπορικό με υπέροχες φωτογραφίες και ενημερωτικότατο.
Ευχαριστούμε Κώστα! Τις Άλπεις, και να προσπαθήσεις, δεν μπορείς να τις παρουσιάσεις κακά… είναι από μόνες τους υπέροχες….
update: google maps added 😉