του Στέλιου Οικονομάκη
Αύγουστος 2008
«Οι μηχανές είναι γκομενοπαγίδες» έλεγαν οι φίλοι μου αλλά εγώ πάντα είχα προβλήματα με τις γυναίκες. Αυτοί επέμεναν ότι έφταιγε το καταραμένο το Garelli. Και εν μέρει είχαν δίκιο.
Η πρώτη μου γκόμενα, η Ζαμπία, ήταν από ένα χωριουδάκι 40 χιλιόμετρα μακριά απ’ το χωριό μου. Την είχα γνωρίσει στο πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδα της περιοχής. Έρωτας κεραυνοβόλος μιλάμε. Στο πρώτο μας ραντεβού θα πήγαινα να την πάρω απ’ το χωριό της. Η διαδρομή μου φάνηκε σαν μαραθώνιος αντοχής. Που να φτάσει το κακόμοιρο το Garelli. Τρία μπουζί και ρύθμισμα πλατίνες ήθελε στη διαδρομή. Άντε να εξηγήσω στο Ζαμπιώ γιατί αργούσα μετά. Είδε κι απόειδε το Ζαμπιώ με τις συχνές καθυστερήσεις και με ξαπόστειλε πίσω στο χωριό μου. Είχα πέσει σε μαύρη απελπισία, τόσο μαύρη όσο και τα λάδια απ’ το Garelli που αποφάσισα να αλλάξω μετά από τα τόσα ραντεβουδοχιλιόμετρα. Ευτυχώς είχα τους φίλους μου που όπως λέει και η λαϊκή ρήση «στις δύσκολες στιγμές φαίνονται». «Έλα ρε, μην κάνεις έτσι. Σκέψου θετικά, τουλάχιστον γλίτωσες τα σέρβις», μου έλεγαν. Και συνέχιζαν «Ου ρε καραμήτρο με τέτοια μπαγκατέλα θες και γκόμενα».
Ρε λες να ‘χουν δίκιο σκέφτηκα και πήρα δραστικά μέτρα. Το Garelli στριμώχτηκε πίσω απ’ το κοτέτσι, καλύφτηκε με ένα νάιλον και η Floretta του παππού βγήκε στην επιφάνεια. Κυριολεκτικά «βγήκε στην επιφάνεια», διότι ήταν πλακωμένη από όλη την πραμάτεια που συγκέντρωνε η μάνα μου και η γιαγιά μου μέσα στην αποθήκη. Σαβούρα τα έλεγα εγώ, προικιά αυτές. Ούτε οι ρακοσυλλέκτες δεν θα έδιναν σημασία στην πραμάτεια της αποθήκης. Από τρίποδο, ξεχαρβαλωμένο, σάπιο κομοδίνο μέχρι και χιλιοτρυπημένη παλέτσα θα βρεις εκεί μέσα.
Τέλος πάντων, επιστρέφω στο θέμα μας. Η Floretta 125cc του παππού είχε μεγάλη ιστορία. Τόσο μεγάλη που όλοι αυτοί που την ήξεραν για να την διηγηθούν, βρίσκονταν θαμμένοι πιο βαθιά και από την Floretta. Η γιαγιά μου έλεγε πως την χρησιμοποιούσε αυτή για να μοιράζει φαγητό στους αντάρτες. Εγώ πάλι της έλεγα ότι έπρεπε να κατοχυρώσει την πατέντα γιατί με τόσα delivery που υπάρχουν σήμερα θα είχε χεστεί στο τάλιρο. Η συνέχεια είναι λίγο ακατάλληλη, καθώς η γιαγιά με κυνηγούσε με το σκουπόξυλο και αφού έβλεπε πως δεν με έφτανε, έφερνε στο μυαλό της εικόνες από τους αρχαίους Ολυμπιακός Αγώνες και εκσφεντόνιζε το σκουπόξυλο με στυλ που θα ζήλευε και ο Γκατσιούδης ακόμα. Ευτυχώς για καλή μου τύχη η γιαγιά δεν τα πήγαινε καλά με το σημάδι και το σκουπόξυλο προσέκρουε πάντα λίγα εκατοστά παραδίπλα μου.
Ξέφυγα πάλι απ’ το θέμα. Άρχισα που λέτε τα μαστορέματα στην Floretta. Άλλαξα λάδια, καθάρισα μπουζί, έβαλα βενζίνη και στην 3η μανιβελιά πήρε μπρος. Στην αρχή έβγαλε τόσο καπνό που νόμιζα πως πήραμε φωτιά. Η γιαγιά πετάχτηκε νομίζοντας πως κάηκαν οι μπριζόλες ενώ η μάνα μου -η οποία αιωνίως μιλούσε στο τηλέφωνο- νόμιζε πως είχε ξεχάσει το σίδερο. Μαζεύτηκαν και οι χωρικοί για να δουν τι είχε συμβεί. Σαν κινηματογραφική ταινία, είδαν εμένα να βγαίνω μέσα από ένα σύννεφο καπνού σπρώχνοντας τη Floretta. «Floretta ΙΙ, η επιστροφή» το ονόμασα.
Στη θέα της Florettas ξύπνησαν αναμνήσεις. Δεν ήθελαν πολύ ν’ αρχίσουν τις ιστορίες. Λίγο μπερδεμένες βέβαια αλλά αυτά είναι μικρολεπτομέρειες. Ο Θρασύβουλος ο καφετζής έλεγε πως ο συχωρεμένος ο παππούς έκανε άλμα πάνω από ένα τανκ με τη Floretta και έριξε μια χειροβομβίδα μες στο καβούκι του, εξολοθρεύοντάς το. Ο μπαρμπέρης του χωριού, ο Θορωρής, εξιστορούσε τον τορπιλισμό ενός γερμανικού υποβρυχίου με τη συμμετοχή της Florettas ως όχημα διαφυγής. Μέχρι και στο Isle of the Man είχε τρέξει ο παππούς σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θανάση, του πρόεδρου του χωριού. Κατά λάθος βέβαια, τον κυνηγούσαν οι Γερμανοί μέχρι εκεί πάνω.
Μετά που αραίωσαν οι καπνοί και οι χωρικοί, ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά. Έλυσα τη Floretta, φώναξα το φίλο μου τον Αποστόλη, γιο του ελαιοχρωματιστή του χωριού μας, ο οποίος κάτεχε από χρώματα και βαφές για να αναλάβει το βάψιμο. «Μπλε ηλεκτρίκ» μου είπε και συμφώνησα μιας και ντρεπόμουν να δείξω πως δεν ήξερα για τι χρώμα μιλούσε. Φώναξα και τον Βασίλη, γιο του ηλεκτρολόγου του χωριού, να μου αλλάξει τις ποντικοφαγωμένες πλεξούδες. Τον ζόρισε λίγο να τοποθετήσει κάτω από τον κινητήρα ένα φωτάκι νέον, χρώματος μπλε επίσης, αλλά τελικά τα κατάφερε. Πιάνουν τα χέρια του. Ήρθε και ο Γιάννης, ειδικός στις πατέντες. Έπιασε ένα παλιό κομμάτι πλαστικό και μου έφτιαξε προστατευτικό για την αλυσίδα. Αθάνατες Ελληνικές πατέντες.
Μια εβδομάδα δουλεύαμε ασταμάτητα εγώ και οι φίλοι μου για να δώσουμε ζωή και οστά στην Floretta. Ήταν Κυριακή μεσημέρι όταν έπεσαν και οι τελευταίες πινελιές. Βγήκαμε στο δρόμο έτοιμοι για το ντεμπούτο μου. Κορδωμένος με ύφος Ναπολέοντα Βοναπάρτη και με το ένα χέρι στη μέση διέσχιζα το χωριό από άκρη σε άκρη καβάλα σε κάτι που κατά πολύ βάθος θύμιζε Floretta. Βγήκαν έξω απ’ το καφενείο οι χωρικοί αναφωνώντας «Κοίτα τον, ίδιος ο παππούς του είναι». Τα κορίτσια, ο στόχος μου δηλαδή, είχαν βγει στα μπαλκόνια και με θαύμαζαν. Γύρισα αργά το κεφάλι ρίχνοντας τους ένα killer look και σήκωσα αργά το χέρι ανταποδίδοντας το χαιρετισμό τους. Χαμήλωσα το σώμα μου, κατέβασα δυο ταχύτητες και γκάζωσα για να κάνω μια επίδειξη των οδηγικών μου ικανοτήτων γύρω από τον πλάτανο της πλατείας του χωριού. Έριξα την μηχανή προς τα αριστερά και γύρισα το τιμόνι ελαφρώς δεξιά εφαρμόζοντας τέλεια το γνωστό counter steering. Κραυγές ενθουσιασμού και χειροκροτήματα ακούστηκαν από τα γύρω μπαλκόνια. Κάπου εκεί ο μπροστινός τροχός χάνει την πρόσφυση του, καθώς είχε μια συνάντηση με τις βερβελίθρες απ’ τα ζα του Κυρ. Χαραλάμπη. Με μια κίνηση που θα ζήλευε και ο Rossi ακόμα, κατάφερα να μαζέψω το μπροστινό και να σηκώσω όρθια τη μοτοσυκλέτα. Όμως πριν προλάβω να το πανηγυρίσω, ο γερό πλάτανος μου έκοψε την φόρα. Τα επιφωνήματα αντικαταστήθηκαν με ηχητικά εφέ πόνου και τα χειροκροτήματα με υπόκωφους ήχους από κτυπήματα λαμαρίνας. Αγκαλιά με τον πλάτανο και με τη Floretta να κείτεται στα πόδια μου σε χειρότερη κατάσταση από ότι την ξέθαψα, έκανα την παρακάτω βαθυστόχαστη σκέψη:
Είναι άραγε οι μοτοσυκλέτες γκομενοπαγίδες ή οι γκόμενες είναι παγίδες από μόνες τους;