Ημέρα: 02 – Σάββατο 8/8/2020
Απόσταση: 183 χλμ (σύνολο: 725 χλμ)
Διαδρομή: Ασπράγγελοι – Δίλοφο – Κήποι – Βραδέτο – Μπελόη – Τσεπέλοβο – Σκαμνέλι – Ηλιοχώρι – Βρυσοχώρι – Ελεύθερο – Κόνιτσα – Αρίστη – Πάπιγκο – Κολυμπήθρες – Μικρό Πάπιγκο – Ασπράγγελοι
Η πρόγνωση του καιρού, μέχρι και μια μέρα πριν, έδειχνε ότι η σημερινή μέρα θα ήταν μέρα βροχής και για αυτό είχαμε σχεδιάσει μόνο κοντινούς και εύκολους προορισμούς. Προς έκπληξη μας, ανοίγοντας το πρωί τις κουρτίνες διαπιστώσαμε πως ο καιρός ήταν μεν συννεφιασμένος αλλά σίγουρα όχι η καταιγίδα που περιμέναμε. Κατεβήκαμε κάτω για πρωινό, λίγο μετά τις 8:30, βρίσκοντας έναν υπερπλήρη μπουφέ. Την τιμητική τους είχαν οι πίτες, όλες φτιαγμένες από τα χεράκια της κυρίας Σταθούλας. Δοκιμάσαμε κοτόπιτα, χορτόπιτα, μελόπιτα και σοκολατόπιτα, καταλήγοντας στο τέλος να γλύφουμε τα δάχτυλα μας, με την περίφημη Ζαγορίτικη κουζίνα να δικαιολογεί πέρα για πέρα τη φήμη της.
Καθώς πίναμε τον καφέ μας φτιάξαμε ένα μικρό πρόγραμμα. Επιφυλακτικοί καθώς είμασταν για τον καιρό θα ξεκινούσαμε από τα γύρω χωριά ώστε σε περίπτωση μπόρας να βρισκόμαστε κοντά στον ξενώνα. Ανεβήκαμε στη μηχανή ορεξάτοι και γρήγορα συναντήσαμε στα αριστερά του δρόμου την πινακίδα για Δίλοφο, τον πρώτο μας προορισμό. Ανηφορίσαμε στο στενό και δασωμένο δρομάκι και μετά από 5 λεπτά καταλήξαμε σε ένα μεγάλο χώρο parking, στην είσοδο του χωριού.
Το Δίλοφο ήταν μια έκπληξη. Κρυμμένο μέσα στη βλάστηση συνδύαζε τόσο όμορφα το πράσινο με την πέτρα, δημιουργώντας ένα υπέροχο τοπίο. Στο χωριό δεκάδες αρχοντικά, λιθόστρωτα καλντερίμια και μικρά εκκλησάκια. Μεταξύ αυτών το αρχοντικό Μακρόπουλου, η ψηλότερη κατοικία στα Ζαγοροχώρια που φτάνει σε ύψος τα 13 μέτρα. Μια ιστορία λέει πως εκεί εγκαταστάθηκε ο γιος ενός εύπορου Ζαγορίτη με τη γυναίκα του, η οποία προερχόταν από το γειτονικό χωριό Κουκούλι. Επειδή όμως η κοπέλα νοσταλγούσε τα μέρη της, ο σύζυγος της έχτισε το πανύψηλο αρχοντικό με τη θέα από τον τελευταίο όροφο να φτάνει μέχρι το χωριό της.
Περπατήσαμε στα στενά δρομάκια του με τη Μάρθα να δοκιμάζει καρπούς από όλα τα δέντρα που συναντούσε. Αμυγδαλιές, κράνα και μπουρνέλες… αν και λίγο ξινές οι τελευταίες, αν κρίνω από τη γκριμάτσα του προσώπου της.
Καθώς χαζεύαμε μια όμορφα ζωγραφισμένη ξύλινη πόρτα, μια κάτοικος του χωριού που βγήκε από αυτήν μας έδειξε ένα κρυμμένο μονοπάτι που οδηγούσε μακριά από τα σπίτια, σε ένα μικρό εκκλησάκι. Από εκεί θα μπορούσαμε να απολαύσουμε τη θέα προς το φαράγγι του Βίκου. Φυσικά το ακολουθήσαμε και δεν το μετανιώσαμε.
Σύντομα επιστρέψαμε στο χωριό συνεχίζοντας την περιήγηση στα πέτρινα σοκάκια του. Το Δίλοφο, όπως προδίδει και η ονομασία του, είναι χτισμένο πάνω σε δύο καταπράσινους λόφους, σε υψόμετρο 900 μέτρων. Η ιστορία του χωριού ξεκινάει από το 540 μ.Χ., όταν στην Ήπειρο εισέβαλαν οι Σλάβοι με αποτέλεσμα αρκετοί άνθρωποι από τα γύρω μέρη να μετακινήθουν σε αυτή την περιοχή. Μέχρι το 1920 το χωριό λεγόταν Σωπετσέλι, λέξη που στα σλάβικα σημαίνει “τόπος με πολλά νερά”. Ο πληθυσμός, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι μόλις 39 κάτοικοι, νούμερο αρκετά μικρό σε σχέση με το παρελθόν αφού το 1870 στο χωριό υπήρχαν 550 κάτοικοι. Πληθυσμός που μειώθηκε δραματικά τα επόμενα χρόνια εξαιτίας των επιδρομών από ληστές που μάστιζαν την περιοχή.
Περπατώντας στα λιθόστρωτα καλντερίμια του χωριού, με ψηλούς πέτρινους μαντρότοιχους να κρύβουν τη θέα από τις αυλές των σπιτιών συναντήσαμε μια γιαγιούλα που καθόταν στην άκρη του δρόμου και μιλούσε στα γατάκια της. Φυσικά, η Μάρθα μόλις είδε τις γάτες δε μπόρεσε να αντισταθεί. Άρχισε να παίζει μαζί τους, προκαλώντας έτσι μια μικρή κουβέντα με τη γιαγιούλα που φάνηκε να την απολαμβάνει.
Λίγο παραπέρα βρισκόταν ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, χτισμένος το 1850. Συνεχίσαμε μέχρι την πλακόστρωτη κεντρική πλατεία που σκεπάζει ένας τεράστιος πλάτανος. Στον ίσκιο του βρίσκεται το καφενείο “το Σωποτσέλι” που πρωτολειτούργησε το 1901. Δυστυχώς εμείς δεν το βρήκαμε ανοιχτό οπότε το σχέδιο “παγωμένη λεμονάδα” μπήκε στον πάγο.
Φεύγοντας από το Δίλοφο πήραμε κατεύθυνση προς τους Κήπους. Στη διαδρομή μέχρι το χωριό κάναμε 4 στάσεις για να απολαύσουμε μερικές από τις ομορφότερες και ιστορικότερες γέφυρες του Ζαγορίου. Συνολικά στην περιοχή υπάρχουν πάνω από 90 πετρόχτιστα γεφύρια, που σημαίνει πως θα χρειαζόμασταν κανένα μήνα για να τα δούμε όλα, φροντίσαμε όμως να δούμε μερικά από τα πιο διάσημα.
Πρώτο από όλα συναντήσαμε το μικρό γεφύρι του καπετάν Αρκούδα. Το γεφύρι είναι μονότοξο, με μήκος 9 μέτρα και κατασκευάστηκε το 1806 με χορηγία του Εβραίου Ιωαννίτη Σολομών Ματσίλη. Για το λόγο αυτό το γεφύρι παλαιότερα λεγόταν “γεφύρι του Εβραίου” ή “γεφύρι του Λάβδα”.
Κι ενώ συνηθίζεται τα γεφύρια στο Ζαγόρι να έχουν το όνομα εκείνου που πλήρωσε για να κατασκευαστούν, το συγκεκριμένο γεφύρι πήρε το όνομα του από τον Σαμαρινιώτη οπλαρχηγό Γιώργο Αρκούδα που το 1906 σκοτώθηκε στην περιοχή από τους Οθωμανούς. Τα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την περίοδο περιγράφονται από ένα παλιό δημοτικό τραγούδι της περιοχής:
«Τρεις περδικούλες κάθονταν ψηλά στη Τσούκα Ρόσια,
η μια τηράει τα Γιάννινα κι η άλλη το Ζαγόρι
η Τρίτη η μικρότερη μοιρολογάει και λέει:
Αρκούδας εσκοτώθηκε στου Λάβδα το γεφύρι,
Τρεις ντουφεκιές του έριξε ο Λάμπρος ο ντραγάτης
η μια τον πήρε ξόφαλτσα κι η άλλη στο ποδάρι
η τρίτη ήταν φαρμακερή, τον πήρε στη καρδιά του…»
Ένα χιλιόμετρο πιο κάτω συναντήσαμε και πάλι το γεφύρι του Κόκκορη, εκείνο δηλαδή που βρήκαμε στο δρόμο μας χθες, πηγαίνοντας προς Καπέσοβο. Σήμερα ευτυχώς θα είχαμε περισσότερο χρόνο για εξερεύνηση αφού δε μας πίεζε ούτε η βροχή ούτε το σκοτάδι.
Το μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται πάνω από τον ποταμό Βοϊδομάτη, κατασκευάστηκε το 1752, έχει μήκος 24 μέτρα και ύψος 13 μέτρα. Είναι ένα από τα πιο φημισμένα στην περιοχή του Ζαγορίου και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ικανότητας των μαστόρων εκείνης της περιόδου. Για την κατασκευή του υπεύθυνος είναι ο Νούτσος Κοντοδήμος από το χωριό Βραδέτο, με αποτέλεσμα το γεφύρι να είναι επίσης γνωστό και ως “το γεφύρι του Νούτσου”. Τελικά επικράτησε το όνομα “γεφύρι του Κόκκορη” από τον Κόκκορο, κάτοικο του διπλανού χωριού Κουκούλι που είχε ένα μύλο εκεί και χρηματοδότησε την επισκευή του το 1910.
Δίπλα στο γεφύρι ορθώνεται ένας εντυπωσιακός κατακόρυφος βράχος, γνωστός στους αναρριχητές της περιοχής με αρκετές δύσκολες διαδρομές. Θα βρείτε επίσης το κρησφύγετο του λήσταρχου Γιώργου Νταβέλη, σε μια μεγάλη σπηλιά, ενώ λίγο πιο πέρα είχε κατασκευαστεί μια πρόχειρη ξύλινη γέφυρα από την οποία περνούσαν οι γυναίκες της Πίνδου, φορτωμένες με πολεμοφόδια την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Να σημειωθεί ότι το γεφύρι του Κόκκορη είναι ιδιαίτερα γνωστό στο ελληνικό κοινό από πάρα πολλά διαφημιστικά spot αλλά και τη σειρά “Άγγιγμα ψυχής” της οποίας κάποια γυρίσματα τραβήχτηκαν εκεί.
Ανεβήκαμε στη μηχανή και συνεχίσαμε με κατεύθυνση τους Κήπους. Μετά από πέντε μόλις λεπτά βλέπουμε μπροστά μας το τρίτο κατά σειρά γεφύρι, γνωστό με τα ονόματα “Καλογερικό”, “Τρίτοξο” ή “γεφύρι του Πλακίδα”. Συνολικού μήκους 55 μέτρων και πλάτους σχεδόν 3 μέτρων το γεφύρι είναι γνωστό και ως “κάμπια εν κινήσει”, λόγω της μορφής του από το διπλανό ύψωμα. Στη δεξιά όχθη παλαίοτερα λειτουργούσε ένας νερόμυλος, με το όνομα Καλογέρικος, όπως και το γεφύρι.
Η κατασκευή του έγινε αρκετά παλιά, το 1814, στη θέση όπου παλαιότερα βρισκόταν ένα ξύλινο γεφύρι. Τη δαπάνη κάλυψε ο ηγούμενος του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία της Βίτσας, καταβάλλοντας εκείνη την εποχή 20.000 γρόσια. Ο νερόμυλος και η νεροτριβή άλλωστε δίπλα στο γεφύρι άνηκαν επίσης στο μοναστήρι. Η οικογένεια Πλακίδα από το χωριό Κουκούλι φρόντισε για τις επισκευές που έγιναν σε αυτό, τον επόμενο αιώνα, δίνοντας έτσι το όνομα τους στο πανέμορφο γεφύρι που χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους του χωριού για τις μετακινήσεις τους προς τα γειτονικά χωριά Δίλοφο και Ασπράγγελους.
Την τελευταία μας στάση σε γεφύρι σήμερα θα την κάναμε στο γεφύρι του Κοντοδήμου ή Λαζαρίδη, λίγο πριν την είσοδο των Κήπων. Το γεφύρι κατασκευάστηκε το 1753 με δωρεά του Τόλη Κοντοδήμου από το Βραδέτο, διερμηνέα της Γαλλικής Πρεσβείας στην Πόλη, ενώ το δεύτερο όνομα του, το πήρε από τον μύλο της οικογένειας Λαζαρίδη που βρισκόταν εκεί κοντά.
Μονότοξο, με μήκος 13 μέτρα βρίσκεται στην έξοδο της χαράδρας Βικάκι. Στον παρακείμενο βράχο αντικρύσαμε ένα σωρό αναρριχητικές διαδρομές, από 6άρες έως 8άρες. Τα σετάκια κρέμονταν από τα βράχια περιμένοντας ανυπόμονα τους επόμενους αναρριχητές. Ο βράχος πάνω από το γεφύρι ονομάζεται “Καντήλα” και υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία για την προέλευση του ονόματος του. Λέγεται πως το 1853 ληστές έκαναν επιδρομή στην εκκλησία των Κήπων, κλέβοντας τις εικόνες της. Μεταξύ των εικόνων αυτών βρισκόταν η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Μετά από αυτό το περιστατικό, κάθε παραμονή της γιορτής των Αγίων εμφανιζόταν μια καντήλα αναμμένη που κρεμόταν από το βράχο μέχρι το γεφύρι. Όταν τελικά οι κάτοικοι βρήκαν τις εικόνες, κρυμμένες κοντά στο ποτάμι, η καντήλα σταμάτησε να εμφανίζεται.
Φτάνοντας στους Κήπους βρήκαμε το καφενείο του χωριού γεμάτο, όπως γεμάτη με παιδιά που έπαιζαν ήταν και η αυλή της εκκλησίας. Αποφασίσαμε να κάτσουμε για καφέ αλλά αφότου ολοκληρώσουμε μια μικρή εξερεύνηση. Ξεχυθήκαμε λοιπόν στα δρομάκια του και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βραχώδη λόφο πάνω στον οποίο έχει οικοδομηθεί όλος ο οικισμός. Το χωριό των περίπου 70 κατοίκων οφείλει το όνομα του στο μεγάλο αριθμό κήπων που υπάρχουν στη γύρω περιοχή ενώ παλαιότερα ονομάζονταν “Μπάγια”, λέξη που στη σλαβική γλώσσα σημαίνει “λουτρό”.
Περπατήσαμε στα λιθόστρωτα καλντερίμια του μέχρι την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην πάνω μεριά του χωριού. Δύο μεσήλικες προσπαθούσαν να φορτώσουν πράγματα σε ένα μικρό αγροτικό, έβαλα λοιπόν ένα χεράκι να τους βοηθήσω καταλήγοντας σε μια μικρή κουβέντα μαζί τους σχετικά με τη ζωή στο χωριό. Κατηφορίζοντας από το προαύλιο του ναού χαζεύαμε τα όμορφα λίθινα σπίτια με τους ψηλούς μαντρότοιχους και τις περίτεχνες ξύλινες πόρτες. Φτάσαμε στο λαογραφικό μουσείο “Αγάπιος Τόλης”, πάνω στον κεντρικό δρόμο, οι συλλογές του οποίου περιλαμβάνουν παραδοσιακές φορεσιές και οικιακά αντικείμενα της περιοχής του Ζαγορίου. Δυστυχώς και αυτό το βρήκαμε κλειστό, για άγνωστο λόγο.
Η ώρα του καφέ έφτασε. Κάτσαμε στο καφενείο, δίπλα στο δρόμο, που παραδόξως είχε αδειάσει απότομα. Ώρα φαγητού σκέφτηκα. Καθώς προσφέραμε αγνή καφεΐνη στον οργανισμό μας χαζεύαμε τους χάρτες και σχεδιάζαμε τη διαδρομή μας. Το είχαμε πάρει απόφαση πως δε θα αφήναμε τον καιρό να μας πτοήσει. Άλλωστε είχε ξεκινήσει με ιδανικές συνθήκες αυτή η μέρα, γιατί να μας τα χαλάσει στην πορεία; Θα δοκιμάζαμε να κάνουμε μία από τις δύο κυκλικές διαδρομές που είχαμε σχεδιάσει και ο Θεός βοηθός.
Σύμφωνα με το πλάνο μας, θα φεύγαμε προς Καπέσοβο και αφού κάναμε μια μικρή παράκαμψη προς Βραδέτο για να απολαύσουμε το φαράγγι του Βίκου, θα συνεχίζαμε προς Ηλιοχώρι και από εκεί θα κυκλώναμε την Τύμφη καταλήγοντας στην Κόνιτσα. Στο τέλος της ημέρας θα επιστρέφαμε στους Ασπράγγελους, αφού πρώτα όμως περνούσαμε από το Πάπιγκο, σε μια διαδρομή που την υπολογίζαμε γύρω στα 150 χιλιόμετρα.
Ήμασταν έτοιμοι να χορτάσουμε Ζαγόρι σήμερα. Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς Καπέσοβο και αφού το προσπεράσαμε, συναντήσαμε τη διασταύρωση που οδηγούσε προς το χωριό Βραδέτο. Ακολουθήσαμε το στενό ανηφορικό δρόμο αντιλαμβάνοντας το υψόμετρο να αυξάνεται απότομα. Συνολικά μας πήρε ένα εικοσάλεπτο από τη διακλάδωση έως το χωριό, μια απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων. Σε ένα ανοιχτό χώρο αφήσαμε τη μηχανή και από εκεί πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε στη θέση Μπελόη.
Η διαδρομή μέχρι τη Μπελόη είναι περίπου μισή ώρα με γρήγορο περπάτημα, χωματόδρομος στην αρχή και έπειτα μονοπάτι. Αν θέλετε όμως να γλιτώσετε χρόνο, μπορείτε να συνεχίσετε με το όχημα σας στο χωματόδρομο, κάνοντας έτσι τη μισή απόσταση. Εμείς επιλέξαμε το περπάτημα και μετά από μερικά λεπτά είδαμε στα αριστερά μας μια πινακίδα που ενημέρωνε για την “Τρύπα της Καλόγριας”. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό βάραθρο με συνολικό βάθος 80 μέτρων. Γύρω από αυτό μια μισογκρεμισμένη περίφραξη προσπαθούσε να κρατήσει σε απόσταση τους περαστικούς.
Δοκίμασα να πάρω μια εικόνα από το εσωτερικό του αλλά ήταν αδύνατο, βρήκα όμως στο διαδίκτυο φωτογραφίες από την αποστολή που πραγματοποίησε ο “Πρωτέας” το 2018 και σας παραθέτω μια από αυτές.
Συνεχίζοντας προς τη θέση Μπελόη ακούγαμε τα μπουμπουνητά από την κακοκαιρία που ερχόταν αλλά δε μασούσαμε. Στοιχημάτιζα ωστόσο με τη Μάρθα αν θα βραχούμε ή όχι. Έτσι που είχε σκοτεινιάσει βέβαια, εκείνος που πόνταρε ότι θα βγούμε στεγνοί δεν είχε πολλές ελπίδες.
Σύντομα ο χωματόδρομος έδωσε τη θέση του σε ένα όμορφο μονοπάτι περιτριγυρισμένο από κάθε είδους βλάστηση. Σε αρκετά σημεία υπήρχαν πινακίδες που ενημέρωναν για τη χλωρίδα της περιοχής καθώς πολλά σπάνια και ενδημικά λουλούδια φυτρώνουν στα γύρω γκρεμνά και λιβάδεια. Άλλο τόσο εντυπωσιακή και η πανίδα της περιοχής που περιλαμβάνει από πέρδικες και αετούς έως λύκους και αρκούδες, αν και η συχνή παρουσία περιπατητών έχει διώξει μακριά πολλά από αυτά.
Στο τέλος του μονοπατιού συναντάμε μια συστάδα από τεράστιες ασβεστολιθικές πλάκες και μέσω ενός στενού περάσματος καταλήγουμε στη θέση Μπελόη. Η λέξη “Μπελόη” σημαίνει “μπαλκόνι” στα σλάβικα ή “ωραία θέα” κατά κάποιους άλλους. Όποια και να είναι η προέλευση της λέξης, χαρακτηρίζει με ακρίβεια τη θέση αυτή. Ένα μικρό μπαλκόνι με φαρδύ τοιχίο στην άκρη του γκρεμού, σε υψόμετρο περίπου 1.400 μέτρων, προσφέρει την πιο εντυπωσιακή θέα προς το φαράγγι του Βίκου. Στο βάθος της χαράδρας βρίσκεται το ομώνυμο χωριό και στην ακριβώς απέναντι πλευρά του φαραγγιού η θέση “Οξυά”, λίγο πιο πάνω από το Μονοδένδρι, που προσφέρει μια εξίσου μοναδική θέα με σαφώς ευκολότερη πρόσβαση.
Όταν φτάσαμε, βρήκαμε άλλες δύο παρέες εκεί με τις οποίες πιάσαμε μια μικρή κουβέντα. “Ήρθατε από την Κρήτη με μηχανή; Αλήθεια τώρα;” με εμένα να απαντάω “Εντάξει, δεν είναι και τόσο μακριά, πέρυσι τέτοια εποχή έφτανα στο βορειότερο άκρο της Νορβηγίας με αυτή τη μηχανή”. Παρατήρησα ότι η απάντηση μου δεν σχολιάστηκε, σημάδι ότι μάλλον δε με πήραν στα σοβαρά για αυτό που είπα.
Μέσα από το φαράγγι του Βίκου διέρχεται το ομώνυμο μονοπάτι ενώνοντας τα χωριά Μονοδένδρι και Βίκο, μήκους 12,5 χιλιομέτρων και διάρκειας 5 ωρών. Δυστυχώς το καλοκαίρι η διάσχιση αυτή είναι αρκετά κουραστική, λόγω της άπνοιας και της ανάκλασης του ήλιου στα βράχια του φαραγγιού, έπειτα από προτροπή λοιπόν του φίλου μας Κωνσταντίνου προτιμήσαμε να το αφήσουμε για την επόμενη επίσκεψη μας στα μέρη αυτά.
Αφού χορτάσαμε την υπέροχη θέα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Λίγα λεπτά μετά μας έπιασε και η μπόρα (το χάσαμε το στοίχημα…) αλλά ευτυχώς κράτησε 5 λεπτά όλο κι όλο. Επιστρέψαμε στη μηχανή μας και από εκεί κατηφορίσαμε πίσω στην διακλάδωση του δρόμου που ενώνει το Καπέσοβο με το Τσεπέλοβο.
Πριν τη διακλάδωση, είδαμε από μακριά την περίφημη Σκάλα του Βραδέτου, την οποία βρίσκει κάποιος στο μονοπάτι που ενώνει τα χωριά Καπέσοβο και Βραδέτο. Με μήκος 1,5 χλμ και υψομετρική διαφορά 250 μέτρων, τα 1400 σκαλιά που την αποτελούν θα φροντίσουν να μην την ξεχάσετε ποτέ, τόσο για την ομορφιά της όσο και για τον ιδρώτα που θα χάσετε.
Συνεχίσαμε για Τσεπέλοβο οδηγώντας μέσα στο δάσος, με τη βλάστηση να προσπαθεί να καταπιεί την άσφαλτο και τους τεράστιους ορεινούς όγκους της Τύμφης να ορθώνονται εντυπωσιακοί μπροστά μας.
Φτάνοντας στο Ηλιοχώρι αποφασίσαμε να κάνουμε μια μικρή στάση. Στην είσοδο συναντήσαμε μια βρύση με τρεχούμενο νερό και ένα παγκάκι δίπλα της. Μμμ… καλό σημείο για κολατσιό σκέφτηκα. Βγάλαμε τα αβγουλάκια μας και από ένα τοστάκι που κουβαλούσαμε και την κάναμε ταράτσα. Λίγο πιο πέρα υπήρχε μια πινακίδα για ένα καταρράκτη που μου κίνησε την περιέργεια. Δυστυχώς στο κινητό δεν είχα σήμα να γκουγκλάρω για να δω απόσταση ή έστω καμιά φωτογραφία, κι αφού η Μάρθα δεν ψηνόταν, αποφασίσαμε να μην κάνουμε την παράκαμψη.
Όταν το βράδυ το ψάξαμε στο διαδίκτυο καταλάβαμε πως είχαμε κάνει λάθος. Οι καταρράκτες του Ηλιοχωρίου, γνωστοί και ως καταρράκτες Μπάλτα ντι Στρίγκα, απέχουν μόλις ένα χιλιόμετρο από το Ηλιοχώρι. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα τριών καταρρακτών, με τον μεγαλύτερο να έχει ύψος 25 μέτρα, που καταλήγουν σε 2 μεγάλες καταπράσινες βάθρες. Η θερμοκρασία των νερών είναι γύρω στους 10ο Κελσίου, φροντίστε λοιπόν εάν βουτήξετε, να είσαστε καλά προετοιμασμένοι ψυχολογικά. “Δεν πειράζει, καλύτερα που δεν το είδαμε ώστε να έχουμε λόγο να ξαναγυρίσουμε”, έλεγα από μέσα μου για να με παρηγορήσω. Παραθέτω μια φωτογραφία που βρήκαμε για τον καταρράκτη στο διαδίκτυο.
Μετά το Ηλιοχώρι συνεχίσαμε προς το Βρυσοχώρι και από εκεί προς το μαρτυρικό χωριό Ελεύθερο. Το τοπίο συνέχιζε να είναι υπέροχο σε αντίθεση με το οδόστρωμα που ήταν απλά υποφερτό, ενώ σε πολλά σημεία οι κατολισθήσεις από το βουνό είχαν εξαφανίσει εντελώς την άσφαλτο. Κάναμε μια μικρή στάση στην Κόνιτσα για 2-3 φωτογραφίες με γέμισμα του ντεπόζιτου και από εκεί πήραμε κατεύθυνση προς την Αρίστη, επιστρέφοντας ξανά στην περιοχή του Ζαγορίου.
Φτάνοντας στην Αρίστη είδαμε μπόλικο κόσμο στην πλατεία και μυρίσαμε τα κρέατα από τις ψησταριές στα γεμάτα εστιατόρια. Αυτό μας έβαλε στο δίλημμα για μια μικρή στάση, τελικά όμως δε σπάσαμε. Η ώρα περνούσε άλλωστε και αν ενδίδαμε στις μυρωδιές που μας καλούσαν θα χάναμε την παράκαμψη στο Πάπιγκο, πράγμα ανεπίτρεπτο. Κατηφορίσαμε προς τον ποταμό Βοϊδομάτη και εκεί, ασφαλής πλέον από τους γευστικούς πειρασμούς, κάναμε μια μικρή στάση στις όχθες του για να τσεκάρουμε τη θερμοκρασία των νερών του που είναι σταθερή όλο το χρόνο στους 4 βαθμούς Κελσίου.
Παρατήρησα πάνω από το νερό ένα λεπτό στρώμα ομίχλης που προκαλούσε η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του παγωμένου νερού και της ατμόσφαιρας, φαινόμενο αρκετά εντυπωσιακό από κοντά. Δυστυχώς δεν μπορούσαμε να μείνουμε αρκετά σε αυτό το μαγικό μέρος, επιστρέψαμε λοιπόν στη μηχανή και αρχίσαμε ξανά να ανηφορίζουμε.
Φτάσαμε γρήγορα στο Μεγάλο Πάπιγκο, σταματήσαμε όμως μόνο για μερικές βιαστικές φωτογραφίες και συνεχίσαμε προς τον τελικό μας προορισμό. Άλλωστε είχαμε σκοπό να επιστρέψουμε σε αυτό αργότερα.
Μισό χιλιόμετρο πριν το Μικρό Πάπιγκο βλέπουμε την πινακίδα για τις περίφημες “Κολυμπήθρες” και κάνουμε αναγκαστική προσγείωση… εεε… στάση, ήθελα να πω. Κρυμμένες μέσα στο ρέμα του Ρογκοβό, οι ντόπιοι τις ονομάζουν “Οβίρες”. Πρόκειται για αλλεπάλληλες βαθμιδωτές φυσικές λεκάνες, αποτέλεσμα της διάβρωσης που προκαλούν τα νερά από τις πηγές του όρους Γκαμήλα στους πλακώδεις ασβεστόλιθους της περιοχής. Τη δεκαετία του 60 οι ντόπιοι πρόσθεσαν σε αυτές ένα μικρό πέτρινο φράγμα δημιουργώντας έτσι μια ακόμα μεγαλύτερη λεκάνη που προσφέρεται για κολύμβηση τους καλοκαιρινούς μήνες. Λέγεται πως ακόμα και ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων απολάμβανε το μπάνιο του εκεί κατά τη θερινή περίοδο.
Προσπαθώντας να προλάβουμε τη δύση του ηλίου ανηφορίζουμε προς το Μικρό Πάπιγκο που απλώνεται κάτω από τους επιβλητικούς Πύργους της Αστράκας. Ήταν άλλωστε ο τελευταίος στόχος μας για σήμερα οπότε ήμασταν αρκετά χαρούμενοι που τα καταφέραμε. Παρκάραμε τη μηχανή στην είσοδο του χωριού και συνεχίσαμε με τα πόδια το λιθόστρωτο μονοπάτι. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 960 μέτρων και μένουν σε αυτό 60 κάτοικοι, που μαζί με το Μεγάλο Πάπιγκο των 280 κατοίκων 2 χιλιόμετρα πιο κάτω, δημιουργούν έναν από τους μεγαλύτερους οικισμούς στην περιοχή.
Περπατώντας στα στενά σοκάκια του πέσαμε σε μια πινακίδα που έδειχνε το μονοπάτι που οδηγεί στο καταφύγιο του Ορειβατικού Συλλόγου Αστράκα αλλά και την πανέμορφη αλπική λίμνη Δρακόλιμνη, ένα από τα στολίδια της Τύμφης. Η δύση του ήλιου μας βρίσκει μέσα στο χωριό με τις τελευταίες ακτίνες να πέφτουν πάνω στις πέτρινες κατοικίες. Λίγο πριν αφήσουμε το μέρος περπατάμε προς το ναό των Ταξιαρχών για να απολαύσουμε την υπέροχη θέα που προσφέρει, με το χωριό να κείτεται κάτω από τον θεόρατο ορεινό όγκο. Εκεί η Μάρθα κάνει γνωριμίες με ένα μικρό σκυλάκι που είτε είχε καιρό να παίξει με άνθρωπο, είτε είχε μασήσει κάποιο χόρτο που δεν έπρεπε… τρέχοντας αλαφιασμένο δεξιά, αριστερά και γύρω από την εκκλησία.
Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής χαλαροί πλέον. Σταματάμε στο Μεγάλο Πάπιγκο, σε ένα μαγαζάκι με τουριστικά είδη, και μαθαίνουμε για τα ντόπια βότανα και γλυκά του κουταλιού που παράγει το Ζαγόρι. Η Μάρθα δεν κρατιέται και αγοράζει μια μαρμελάδα από κράνα, ένα φρούτο ιδιαίτερα αγαπητό στα μέρη που μεγάλωσε.
Με το φως να μας αφήνει, επιστρέφουμε από τον ίδιο δρόμο μέχρι την Αρίστη και από εκεί στρίβουμε αριστερά για τους Ασπράγγελους. Η νύχτα πέφτει κι έτσι η τελευταία φωτογραφία που προλαβαίνουμε να τραβήξουμε πριν πλακώσει το σκοτάδι είναι από ένα λιβάδι στα Άνω Πεδινά. Τριγύρω επικρατεί μια γαλήνη που είναι δύσκολο να περιγράψω με λόγια.
Φτάνοντας στον ξενώνα καταλήγουμε πως δεν πεινάμε αρκετά για να πάμε έξω για φαγητό. Τα πράγματα που κουβαλούσαμε και τσιμπούσαμε σε όλη διαδρομή μας κράτησαν χορτάτους. Ξεκούραση στα κρεβατάκια μας λοιπόν, μιας και την επόμενη μέρα θα ακολουθούσε άλλη μια μεγάλη κυκλική διαδρομή, από την ανατολική μεριά του Ζαγορίου αυτή τη φορά.
Έξοδα:
Διαμονή σε Ξενώνα (Αρχοντικό Κρανά) | 31,50 € |
Βενζίνη | 14,00 € |
Λοιπά έξοδα | 12,50 € |
Σύνολο (έξοδα ανά άτομο) | 58,00 € |
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |