Ημέρα: 03 – Κυριακή 9/8/2020
Απόσταση: 230 χλμ (σύνολο: 955 χλμ)
Διαδρομή: Ασπράγγελοι – Οξυά – Μονοδένδρι – Βίτσα – Ελάτη – Δικόρυφο – Μανάσσης – Καλούτας – Ανθρακίτης – Καβαλλάρι – Καρυές – Γρεβενίτι – Λίμνη Αώου – Φλαμπουράρι – Βοβούσα – Ελατοχώρι – Μακρίνο – Καστανώνας – Δόλιανη – Φραγκάδες – Κήποι – Καπέσοβο – Ασπράγγελοι
Η έγνοια μου το πρωί ήταν η ίδια με χθες, μόλις ξύπνησα λοιπόν έτρεξα στο παράθυρο και τράβηξα τις κουρτίνες. “Κοίτα ένα ήλιο Μάρθα, σωθήκαμε…” φώναξα όταν διαπίστωσα πως για δεύτερη συνεχόμενη μέρα ο καιρός θα μας έκανε το χατήρι. Στις 7:30 ήμουν ήδη ντυμένος και αφού ήταν νωρίς για πρωινό, έφυγα μόνος μου για μια μικρή εξερεύνηση στο χωριό που μας φιλοξενούσε.
Οι Ασπράγγελοι, που μέχρι το 1927 ονομάζονταν Δοβρά (στα σλαβικά σημαίνει καλός), αποτελούν την έδρα του δήμου Ζαγορίου με 200 περίπου κατοίκους. Στις πλαγιές του όρους Μιτσικέλι, σε υψόμετρο περίπου 990 μέτρων, απέχουν μόλις 30 χλμ από τα Ιωάννινα. Στο χωριό πέρα από το Δημαρχείο υπάρχει Κέντρο Πληροφόρησης, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών και Ιατρείο, μαζί με αρκετούς ξενώνες και εστιατόρια. Για τους πιο τολμηρούς, εκεί κοντά λειτουργεί πίστα για πτήσεις με ανεμόπτερο.
Δίπλα ακριβώς στον ξενώνα βρίσκεται η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που χτίστηκε το 1915. Στην πάνω μεριά του χωριού συνάντησα και τα απομεινάρια της καμμένης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, που χτίστηκε το 1776, αποτέλεσμα των αντιποίνων που διέταξαν οι Γερμανοί το 1943 για να πατάξουν την αντίσταση. Κατά τη γερμανική κατοχή η έντονη αντιστασιακή δράση των κατοίκων οδήγησε στην πυρπόληση του χωριού με συνολικά 115 καμένες κατοικίες. Στο χωριό σώζεται και το παλαιό μοναστήρι της Δοβράς, που χρονολογείται από το 1600.
Αφού γύρισα για καμιά ωρίτσα τα στενά σοκάκια, επέστρεψα στον ξενώνα και μαζί με τη Μάρθα κατεβήκαμε κάτω για το πρωινό, δείχνοντας για άλλη μια φορά την αδυναμία στις πίτες της κυρίας Σταθούλας.
Ήταν ώρα να ξεκινήσουμε. Έχοντας απολαύσει ήδη το υπέροχο φαράγγι του Βίκου από τη θέση Μπελόη, σήμερα θέλαμε να επαναλάβουμε τη διαδικασία από την απέναντι πλευρά του φαραγγιού, στη θέση Οξυά. Ανεβήκαμε στη μηχανή και πήραμε κατεύθυνση προς Μονοδένδρι, το οποίο προσπεράσαμε, συνεχίζοντας για άλλα 6 χιλιόμετρα μέχρι το τέλος της ασφάλτινης διαδρομής. Φτάσαμε στην Οξυά μετά από μισή ώρα περίπου, σε μια απόσταση 20 χιλιομέτρων από τους Ασπραγγέλους.
Προς έκπληξη μας δε υπήρχε κανένα αυτοκίνητο στο parking, σημάδι πως οι υπόλοιποι ταξιδιώτες απολάμβαναν ακόμα τον κυριακάτικο ύπνο τους. Ασφαλίσαμε τα πράγματα στη μηχανή και περπατήσαμε μέσα από ένα λιθόστρωτο μονοπάτι προς την άκρη του φαραγγιού. Εκεί, ένα μικρό πέτρινο τοιχίο μας χώριζε από το γκρεμό. Η θέα απίστευτη.
Ένα στενό και εκτεθειμένο μονοπάτι, οδηγούσε βαθύτερα, σε ένα σημείο με ακόμα καλύτερη θέα. Συναντήσαμε μια πινακίδα που έγραφε “η διέλευση γίνεται με δική σας ευθύνη” και ξαφνικά ένιωσα ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι, παρόλο που μέχρι τότε το ύψος δε με είχε ενοχλήσει καθόλου. Φτάσαμε στο τέλος του μονοπατιού και κάτσαμε στην άκρη της πέτρινης πλάκας, με τα πόδια μας να κρέμονται σε ένα γκρεμό βάθους αρκετών εκατοντάδων μέτρων.
Τη θέα από το “Μπαλκόνι του Θεού” δεν μπορείς να την χορτάσεις εύκολα, πόσο μάλλον σήμερα που δε νιώθαμε το άγχος της χθεσινής καταιγίδας. Απέναντι μας είχαμε το σημείο όπου το φαράγγι του Βίκου συναντά τον “Μέγα Λάκκο” της Τύμφης. Σύμφωνα με το βιβλίο Guinness (έκδοση 2005) το φαράγγι του Βίκου κατέχει ένα μοναδικό ρεκόρ καθώς σε ένα σημείο, το βάθος φτάνει τα 900 μέτρα ενώ το πλάτος μόλις τα 1.100, δίνοντας του έτσι τον τίτλο της “βαθύτερης χαράδρας του κόσμου”.
Μετά από αρκετή ώρα στην άκρη του γκρεμού, επιστρέψαμε στη μηχανή και ένα χιλιόμετρο πιο κάτω σταματήσαμε στο “Πέτρινο Δάσος”, ένα δάσος αρκετά αλλιώτικο από τα άλλα. Τεράστιες ασβεστολιθικές πλάκες, ηλικίας μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ετών, βρίσκονται στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Σίγουρα δεν έχει το μέγεθος που έχει το αντίστοιχο Πέτρινο δάσος της Μαδαγασκάρης, παραμένει όμως εντυπωσιακό και σίγουρα αξίζει μια μικρή βόλτα γύρω από τις τεράστιες πλάκες.
Συνεχίσαμε προς το Μονοδένδρι που “κάθεται” σε υψόμετρο 1.060 μέτρων και έχει συνδέσει το όνομα του με το φαράγγι του Βίκου. Το χωριό γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη τον 17ο και 18ο αιώνα φτάνοντας στα μέσα του 19ου αιώνα τους 700 κατοίκους, ενώ στα χρόνια της κυριαρχίας του Αλή Πασά στην περιοχή χτίστηκε οχυρό προς την πλευρά του Βίκου.
Αφήσαμε τη μηχανή στον κεντρικό δρόμο και περπατήσαμε μέσα από τα στενά δρομάκια μέχρι την πλατεία του χωριού όπου δεσπόζουν οι ναοί των Αγίου Αθανασίου και Αγίου Γεωργίου. Εκεί γυρίστηκε και η ταινία “Αναπαράσταση” του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπως άλλωστε μας ενημέρωνε μια μικρή μαρμάρινη πινακίδα. Παραδίπλα, υπάρχει εκθεσιακό κέντρο αλλά και η Ριζάρειος Χειροτεχνική Σχολή, τμήμα της Ριζάρειου Σχολής που εδρεύει στην Αθήνα. Εξάλλου το Μονοδένδρι αποτελεί τη γενέτειρα του Μάνθου και του Γεώργιου Ριζάρη, εθνικών ευεργετών, εμπόρων και μελών της Φιλικής Εταιρείας.
Ακολουθήσαμε την πινακίδα που μας έδειχνε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής και φτάσαμε σε αυτήν μετά από μισό χιλιόμετρο, ακολουθώντας ένα όμορφο λιθόστρωτο καλντερίμι. Η μονή ιδρύθηκε το 1412 από τον βοεβόδα Μιχαήλ Θερειανό και βρίσκεται στο χείλος του φαραγγιού του Βίκου, αποτελώντας μια από τις τρεις τοποθεσίες (μαζί με τη Μπελόη και την Οξυά) με την καλύτερη θέα προς το φαράγγι του Βίκου.
Μπαίνοντας σε αυτήν ο ηγούμενος μας φώναξε για να μας μιλήσει, δείχνοντας μας μέρος της δουλειάς του. Περίτεχνες αγιογραφίες, ζωγραφισμένες πάνω σε ξύλο, πωλούνταν σε συμβολική τιμή, για όσους ήθελαν να στηρίξουν το έργο του για τη συντήρηση του χώρου.
Στο πίσω μέρος της μονής κρύβεται ένα μικρό μπαλκόνι που αιωρείται πάνω από το γκρεμό, προσφέροντας άλλη μια μαγική θέα προς το φαράγγι. Λίγο πιο πέρα, ένα μικρό μονοπάτι οδηγεί σε μερικές σπηλιές που αποτελούσαν κρησφύγετο των ντόπιων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Γυρνώντας στο χωριό περάσαμε πάλι από την κεντρική πλατεία, με τους παππούδες να πίνουν το πρωινό καφεδάκι τους, σχολιάζοντας τα νέα του χωριού. Θα ήθελα πολύ να αράξουμε κι εμείς εκεί για μια δροσερή λεμονάδα, η ζέστη του Αυγούστου είχε επιστρέψει άλλωστε, ο χρόνος όμως κυλούσε αμείλικτος και θέλαμε να δούμε πολλά ακόμα στην περιοχή. Το σχέδιο “παγωμένη λεμονάδα” απέτυχε για δεύτερη συνεχόμενη μέρα.
Φεύγοντας από το Μονοδένδρι συναντήσαμε τη Βίτσα. Δίπλα στο δρόμο βρήκαμε τον σταυρεπίστεγο ναό των Ταξιαρχών που ανεγέρθηκε το 1606 αλλά και το ναό του Αγίου Νικολάου που ανεγέρθηκε 6 χρόνια αργότερα. Αρκετοί ξενώνες στο χωριό φανερώνουν την τουριστική του ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.
Το πρώτο μέρος του σημερίνου μας προγράμματος είχε επιτευχθεί. Ήταν ώρα να αφήσουμε την περιοχή του Βίκου και να κατευθυνθούμε προς τα ανατολικά, βάζοντας στο gps μας τη Βοβούσα. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε είχε μήκος περίπου 200 χιλιομέτρων. Κι ενώ είχε φτάσει ήδη μεσημέρι ελπίζαμε ότι θα προλάβουμε να επιστρέψουμε όσο ήταν μέρα ακόμα ώστε να περάσουμε άλλη μια βόλτα από το Καπέσοβο και να χαιρετίσουμε το φίλο μας Κωνσταντίνο.
Ανεβήκαμε στη μηχανή και πήραμε το δρόμο που μας οδηγούσε πίσω στους Ασπραγγέλους. Λίγο πριν τη διασταύρωση που οδηγούσε στο χωριό στρίψαμε αριστερά, παίρνοντας κατεύθυνση προς Μηλιωτάδες. Διασχίσαμε την Ελάτη που το 1943 κάηκε ολοσχερώς από τους Γερμανούς και συνεχίσαμε προς Δίκορφο και Μανασσή, οδηγώντας στις ορεινές πλαγιές του Μιτσικελίου. Χωριά που κάποτε έσφιζαν από ζωή σήμερα κατοικούνται μόνο από μερικές δεκάδες κατοίκων, μεγάλης κατά κανόνα ηλικίας. Διαβάζοντας για τον Μανασσή των 26 κατοίκων ανακάλυψα ότι στα μέσα του περασμένου αιώνα ζούσαν εκεί 400 άνθρωποι, πολλοί εκ των οποίων εγκατέλειψαν το χωριό όταν κάηκε από τους Γερμανούς το 1943 και οι υπόλοιποι την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, όταν αρκετές οικογένειες μετανάστευσαν ομαδικά σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Στην ίδια μοίρα και ο Καλουτάς, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, με πληθυσμό 441 κατοίκους το 1895 από τους οποίους σήμερα απομένουν μόλις 23. “Άραγε θα καταφέρει η τουριστική ανάκαμψη να κρατήσει ζωντανά αυτά τα μικρά χωριουδάκια ή στο τέλος θα χαθούν στη λήθη και θα τα συναντάνε στη διάβα τους μόνο κάτι περίεργοι ταξιδιώτες σαν κι εμάς;”
Μετά από λίγο συναντήσαμε τον Ανθρακίτη, γενέτειρα του θεολόγου, φιλόσοφου και μαθηματικού Μεθόδιου Ανθρακίτη, ένας από τους “δασκάλους του Γένους” που έζησε τον 17ο – 18ο αιώνα και κατέχει διαπρεπή θέση στον πρώιμο Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Χαρακτηριστικό της περιοχής τα αμέτρητα γεφύρια, ίσως όχι τόσο εντυπωσιακά όσο τα χθεσινά αλλά μαζί με τα όμορφα πέτρινα σπίτια αποτελούν υπέροχο δείγμα της ζαγορίτικης αρχιτεκτονικής. Συνεχίσαμε προς το Καβαλλάρι και από εκεί φτάσαμε στις Καρυές, το χωριό που πήρε το όνομα του εξαιτίας των πολλών καρυδιών στη γύρω περιοχή.
Με κατεύθυνση προς τα δυτικά φτάσαμε στο Γρεβενίτι, σε υψόμετρο 980 μέτρων και πληθυσμό 193 κατοίκων, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής. Όπως και τα γύρω χωριά, έτσι κι εδώ η γερμανική κατοχή άφησε το σημάδι της με 22 κάτοικους να εκτελούνται από τα γερμανικά στρατεύματα.
Κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα βρήκαμε την πινακίδα για την παράκαμψη προς τη λίμνη του Αώου. Προσπεράσαμε τις εγκαταστάσεις εκτροφής πέστροφας που βρίσκονται πάνω στη διασταύρωση και ανηφορίζοντας συναντήσαμε την περίφημη “Λίμνη με τα Νούφαρα”, κρυμμένη ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα. Όταν είχα ξαναέρθει εδώ πέντε χρόνια πριν (στο 2ο Motoadv meeting) η λίμνη δεν είχε νούφαρα, σήμερα όμως ήταν γεμάτη. Συναντήσαμε εκεί ένα ζευγάρι από Λάρισα που πήγαινε στη Βοβούσα για μονοήμερη. Πιάσαμε την κουβέντα και το αγόρι μας αποκάλυψε πως ήταν κάτοχος ενός TDM, παρόλο που είχαν έρθει με αυτοκίνητο γιατί, όπως κι εμείς, φοβήθηκαν τον καιρό. Αλληλοτραβήξαμε μερικές φωτογραφίες με φόντο τη λιμνούλα και αποχαιρετιστήκαμε.
Από την τεχνητή λίμνη του Αώου μας χώριζαν 7 όμορφα χιλιόμετρα. Το οδόστρωμα είχε τα μαύρα του τα χάλια αλλά η ομορφιά της φύσης τριγύρω άφηνε την άσφαλτο αδιάφορη. Φτάνοντας στο οροπέδιο Πολιτσές συναντήσαμε το πρώτο από τα επτά συνολικά φράγματα που περιβάλλουν τη λίμνη. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1987, με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργώντας έτσι μια λίμνη που καταλαμβάνει έκταση 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η τοποθεσία της, σε υψόμετρο 1.350 μέτρων, την καθιστά ως την πιο ορεινή μεγάλη λίμνη της Ελλάδας. Γύρω της απλώνονται τα εθνικά πάρκα του Βίκου – Αώου και της Βάλια Κάλντα με τις ακτές της να δημιουργούν πολλά μικρά φιόρδ και αρκετές νησίδες να απλώνονται στο εσωτερικό της. Το Μέτσοβο και η Χρυσοβίτσα απέχουν μόλις μισή ώρα από τη λίμνη, στα νότια, αλλά είχαμε σκοπό να τα δούμε την επόμενη μέρα, ακολουθώντας μια εντελώς διαφορετική διαδρομή.
Σταματήσαμε λίγο πριν το κύριο φράγμα και κάναμε το κολατσιό μας. Η ώρα είχε πάει σχεδόν 4 άλλωστε, και όπως λέει και η παροιμία “νηστικό αρκούδι δεν οδηγάει”. Μιας και το ανέφερα, στις όχθες της λίμνης είναι συχνή η παρουσία αρκούδων, λύκων και ζαρκαδιών που έρχονται εδώ για να ξεδιψάσουν, να έχετε λοιπόν τα μάτια σας ανοιχτά και την κάμερα στο χέρι.
Από τη Βοβούσα μας χώριζαν 35 χλμ, δηλαδή σχεδόν μία ώρα οδήγησης στους δρόμους αυτούς, φροντίσαμε λοιπόν να μη χαλαρώσουμε πολύ, όσο άνετα κι αν ήταν τα παγκάκια στις όχθες της λίμνης. Οδηγήσαμε προς τα πίσω, μέχρι το εκτροφείο με τις πέστροφες, και από εκεί στρίβοντας δεξιά συνεχίσαμε προς τη Βοβούσα. Στο δρόμο μας συναντήσαμε το Φλαμπουράρι, στην πλαγιά του όρους Τσούκα Ρόσα, ένα χωριό που τον 18ο αιώνα κατοικούνταν από 900 οικογένειες.
Φτάνοντας στη Βοβούσα βρήκαμε αρκετό κόσμο στην πλατεία του χωριού να αράζει σε μια ταβέρνα, δίπλα στο ποτάμι. Οι μυρωδιές από τα κρέατα που ψήνονταν έπαιξαν με τα ρουθούνια μας αλλά δείξαμε σχετική αυτοσυγκράτηση.
Η Βοβούσα, γνωστή παλαιότερα με την βλάχικη ονομασία Μπαϊεάσα, αριθμεί γύρω στους 115 κατοίκους και είναι ένα από τα πιο γνωστά Ζαγοροχώρια. Μέσα από αυτήν διέρχεται ο Αώος ποταμός, από την βοή των νερών του οποίου πιθανότατα το χωριό πήρε το όνομα του. Διασχίσαμε το μονότοξο γεφύρι της που χτίστηκε το 1748 από τον Αλέξιο Μήσιο, το πρώτο μας γεφύρι σήμερα, και από εκεί ανηφορίσαμε προς το ναό του Αγίου Γεωργίου που ανεγέρθηκε το 1814 και λόγω της θέσης του προσφέρει πανοραμική θέα στο χωριό.
Σε υψόμετρο 1.050 μέτρων, η Βοβούσα αποτελεί το ανατολικότερο βλαχόφωνο χωριό του Ζαγορίου και ιστορικά φαίνεται να δημιουργήθηκε στις αρχές του 10ου αιώνα, κατά την μετακίνηση των Βλάχων στα βουνά της Πίνδου. Στην απογραφή του 1817 ζούσαν εκεί περίπου 3.000 κάτοικοι, καθιστώντας το χωριό σε οικονομικό κέντρο της περιοχής. Αποτελούσε άλλωστε το πέρασμα από την Ήπειρο στη Μακεδονία. Οι ληστρικές επιδρομές τα επόμενα χρόνια οδήγησαν στην απότομη μείωση του πληθυσμού με ένα μεγάλο τμήμα αυτού να μεταφέρεται στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας. Στα μέσα του 20ου αιώνα η περιοχή βρέθηκε στο επίκεντρο του πολέμου, με την εισβολή των Ιταλών, αλλά και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε.
Το χωριό διατηρεί αρκετά βλάχικα έθιμα, χορούς και ενδυμασία, ενώ μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μιλούσε τη βλάχικη γλώσσα. Ταυτόχρονα, αποτελεί και την είσοδο για τον εθνικό δρυμό της Βάλια Κάλντα, στα βλάχικα “Ζεστής Κοιλάδας”, έναν από τους ομορφότερους εθνικούς δρυμούς της χώρας. Χαρακτηρίζεται από φαράγγια, κοιλάδες, καταρράκτες και λίμνες, ένα μαγευτικό τοπίο, με μοναδικές διαδρομές στη φύση.
Επιστρέφοντας από την περιήγηση μας στο χωριό, κάτσαμε στην ταβέρνα της πλατείας για να δροσιστούμε. Δεν είχαμε αποφασίσει αν θα παίρναμε καφέ ή αναψυκτικό, όσο το σκεφτόμασταν όμως είδαμε ένα τσούρμο από πιτσιρίκια να βγαίνει από το εστιατόριο με χωνάκια στο χέρι, κάνοντας την απόφαση μας αρκετά πιο εύκολη. Πήραμε τα παγωτά μας και χαλαρώσαμε για λίγο κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, δίπλα στο ποτάμι.
Ώρα για επιστροφή. Ακολουθώντας αρχικά την ίδια διαδρομή από την οποία ήρθαμε, μόνο που τώρα αντί να συνεχίσουμε προς Φλαμπουράρι στρίψαμε δεξιά προς Ελατοχώρι και από εκεί συνεχίσαμε διασχίζοντας τα χωριά Μακρίνο, Καστανώνα και Δολιανή. Η περιοχή ήταν κατάφυτη από πεύκα, έλατα, καρυδιές, πλατάνια και δρυς ενώ η κίνηση στον δρόμο περιορισμένη. Φτάνοντας στους Φραγκάδες αποφασίσαμε να μην κάνουμε την παράκαμψη που θα μας οδηγούσε μέσα στο χωριό για να μην καθυστερήσουμε. Άλλη μια λανθασμένη απόφαση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αφού χάσαμε ένα από τα παλαιότερα και ομορφότερα Ζαγοροχώρια.
Στην διαδρομή που ακολούθησε συναντήσαμε και πάλι τους Κήπους, φτάνοντας στο χωριό από την ανατολική του είσοδο αυτή τη φορά. Από εκεί συνεχίσαμε για Καπέσοβο στο οποίο φτάσαμε στις 6:30 το απόγευμα, νωρίτερα δηλαδή από ότι υπολογίζαμε.
Κάναμε μια μεγάλη γύρα το χωριό προτού καταλήξουμε στο καφενείο του Κωνσταντίνου, που μόλις είχε ανοίξει. Είπαμε τα νέα μας από τη διήμερη εξόρμηση μας στο πανέμορφο Ζαγόρι και τις εντυπώσεις μας από όλα εκείνα τα μέρη που είχαμε επισκεφτεί. Αφού τον ευχαριστήσαμε για όλες τις χρήσιμες πληροφορίες που μας είχε δώσει, κάνοντας έτσι την εξερεύνησή μας αρκετά πιο εύκολη, χαιρετηθήκαμε και επιστρέψαμε στους Ασπράγγελους.
Μετά από ένα γρήγορο ντουζάκι περπατήσαμε μέχρι την πάνω μεριά του χωριού και φτάσαμε στη Βιργινία. Είχαμε ακούσει από πολλούς για το εστιατόριο αυτό και δε θέλαμε να φύγουμε από το Ζαγόρι χωρίς να βεβαιωθούμε πρώτα ότι ήταν τόσο καλό όσο έλεγαν. Παραγγείλαμε μια χορτόπιτα και ένα μπιφτέκι με λίγη σαλάτα. Τα πιάτα ήταν τεράστια και πεντανόστιμα, όπως ακριβώς μας τα είχαν περιγράψει.
Ώρα για ύπνο και ξεκούραση. Η αυριανή διαδρομή θα περιλάμβανε τα Άνω Τζουμέρκα και με αυτά θα κλείναμε το ταξίδι μας στην μαγευτική Πίνδο.
Έξοδα:
Διαμονή σε Ξενώνα (Αρχοντικό Κρανά) | 31,50 € |
Φαγητό (Εστιατόριο “Βιργινία”) | 27,00 € |
Λοιπά έξοδα | 3,00 € |
Σύνολο (έξοδα ανά άτομο) | 61,50 € |
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |