7η Μέρα (19 Αυγούστου)
Διαδρομή: Briancon – Nice (Monaco)
Χιλιόμετρα: 270
Η σημερινή μέρα περιλάμβανε το high light του ταξιδίου. Ήταν το πέρασμα από το Col de la Bonette στα 2802μ Ο δρόμος αυτός χαρακτηρίζεται ως ο ψηλότερος δρόμος της Ευρώπης. Ξεκινήσαμε λοιπόν κατά τις 10:00 με καθαρό ουρανό και αφού κάναμε τα πρώτα χλμ μέσα σε όμορφο φυσικό τοπίο, αρχίσαμε σιγά-σιγά να ανηφορίζουμε. Ο D 902 μας οδήγησε σε ύψος 2360μ στο Col d’lzoard. Η βλάστηση έχει χαθεί και έχει δώσει την θέση της στο γκρίζο χρώμα που χαρακτηρίζουν τις Άλπεις μετά από κάποιο υψόμετρο.
Η πορεία συνεχίζεται και ο δρόμος περνάει μέσα από ένα αγριεμένο τοπίο που το χαρακτηρίζουν ο πόταμος δεξιά στον όποιο και μερικοί τολμηροί επιδίδονται στο άθλημα του rafting και τα απόκρημνα βράχια αριστερά που νόμιζες ότι θα σου έρθουν στο κεφάλι.
Ο καιρός συνεχίζει μέχρι εκείνο το σημείο να είναι υπέροχος. Στις συνομιλίες που έχουμε λέμε το πόσο τυχεροί είμαστε που περνάμε τόσες μέρες τις Άλπεις και έχουμε φάει ελάχιστες στάλες βροχή. Μάλιστα εγώ ο έξυπνος είπα ότι θα ήθελα να φάμε λίγη βροχή έτσι για να γουστάρουμε λίγο περισσότερο. Και φυσικά ο κάλος Θεούλης μάλλον με άκουσε (δεν είχε με τίποτα άλλο να ασχοληθεί εκείνη την ώρα;) και είπε να μου πραγματοποιήσει την επιθυμία. Έτσι λοιπόν μετά από λίγα χλμ και ενώ αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς το Col de la Bonnete να σου και οι πρώτες στάλες που σε λίγα λεπτά έγιναν πολύ πιο έντονες. Σταματάμε βάζουμε αδιάβροχα και συνεχίζουμε. Το τοπίο έχει γίνει πάλι Αλπικό αφού βρισκόμαστε σε υψόμετρο πάνω από 2100μ και εκεί ακριβώς αντικρίζουμε ένα βουνό που είχε το χρώμα του πάγου. Στην ερώτηση που έκανα στον Αντώνη γιατί έχει αυτό το χρώμα η απάντηση δεν άργησε να έρθει αφού άρχισε να ρίχνει έντονο χαλάζι σε σχήμα ίδιο με τις μπίλιες που παίζαμε μικροί. Ο δρόμος κάτω είχε δυο δάκτυλα χαλάζι και τα μηχανάκια γλιστρούσαν για πλακά. Σταματήσαμε διπλά σε κάποιους άλλους αλλά το κακό συνεχιζόταν. Το κρύο άρχισε να γίνεται έντονο αφού η θερμοκρασία είχε φτάσει στους 9οC και το νερό άρχισε να διαπερνάει τα αδιάβροχα, ποτίζοντας ορισμένα σημεία του σώματος μας (ο Αντώνης μάλιστα το ένιωσε πιο έντονα σε σημείο που δεν το γράφουμε γιατί θα μας κακοχαρακτηρίσουν). Για καλή μας τύχη εκείνη την ώρα πέρασε ένας Ιταλός και δεν σταμάτησε με αποτέλεσμα να πάρουμε και εμείς θάρρος και να ξεκινήσουμε προς την κορυφή. Δεν γινόταν άλλωστε να μείνουμε άλλο εκεί αφού είχαμε φτάσει πλέον σε απόγνωση. Σιγά-σιγά και πατώντας πάνω σε αυλάκια που σχημάτιζαν τα νερά καταφέραμε να φτάσουμε στην κορυφή όπου με δυσκολία βγάλαμε την μοναδική φωτογραφία που μπορέσαμε αφού με το νερό που έριχνε η μηχανή κινδύνευε να βγει off.
Αυτό που προσέξαμε κατά την ανάβαση -αφού είχαμε και το μυαλό μας στο δρόμο- είναι ότι σ’ εκείνο το ύψους δεν ευδοκιμεί κανένα είδος χλωρίδας. Όσο ανεβαίνεις ο δρόμος στενεύει, οι φουρκέτες γίνονται όλο και πιο στενές και τα τελευταία χλμ προς την κορυφή αποκαλύπτουν ένα άγριο βραχώδες τοπίο. Η κορυφή είναι μαγευτική και νιώθεις σαν να είσαι στην κορυφή του κόσμου. Ξαφνικά νιώθεις ότι όλες οι γύρω βουνοκορφές είναι χαμηλές και προσιτές. Αν το επιτρέπει ο καιρός και έχεις κουράγιο μπορείς να ανεβείς πεζός ως το Cime de la Bonette για να βρεθείς στα 2860μ. Εκεί υπάρχει και ένας χάρτης στον οποίο βλέπεις την ονομασία των γύρω κορυφών. Δυστυχώς εμείς δεν καταφέραμε να το κάνουμε αυτό. Η αλήθεια είναι πως περιμέναμε να κάνουμε αυτό το πέρασμα με ανυπομονησία όλες αυτές τις μέρες και τελικά δεν το ευχαριστηθήκαμε όσο θέλαμε. Επίσης αλήθεια είναι πως κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες καταφέραμε να βρεθούμε σε ένα μέρος που δεν έχεις την δυνατότητα να βρίσκεσαι συχνά. Όποτε αυτό είναι πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο. Πάντως έχει μείνει ένα μικρό απωθημένο όποτε ίσως μια μέρα ξαναγυρίσουμε…
Συνεχίζουμε στον δρόμο μας (D 64) για το κατέβασμα από το πέρασμα. Η βροχή συνεχίζει και αυτή σε πιο ήπιους όμως ρυθμούς. Η κατάβαση είναι αρκετά απότομη και σύντομα καταλήγει στο φαράγγι του ποταμού Tinee. Εκεί κάνει την εμφάνιση του ο ήλιος και έτσι και εμείς σταματήσαμε για να βγάλουμε μερικά από τα ελαφρός βρεγμένα ρούχα.
Για τα επόμενα 80 χλμ η διαδρομή είναι αρκετά ευχάριστη αλλά το κρύο έχει δώσει την θέση του σε υψηλές θερμοκρασίες (38οC) με αποτέλεσμα να δυσανασχετούμε. Τα τελευταία 50 χλμ μέχρι την Nice είναι εντελώς διαδικαστικά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο μέχρι που φτάσαμε στα Mc’Donald’s. Εκεί είχαμε μια ευχάριστη έκπληξη. Με το που μπήκαμε στο μαγαζί ήρθε ο ιδιοκτήτης του καταστήματος -γύρω στα 60- και αφού μας ρώτησε αν είμαστε από Ελλάδα μας έδωσε συγχαρητήρια. Αμέσως άρχισε να μας λέει πως και αυτός κάνει ταξίδια με την μηχανή του και πως είχε έρθει στην χωρά μας όταν ήταν 18 και είχε επισκευτεί την Μύκονο. Μας κέρασε γλυκό και καφέ και μας χαιρέτησε. Ήταν μια όμορφη στιγμή μετά από την ταλαιπωρία της προηγούμενης μέρας. Μετά το γεύμα κατευθυνθήκαμε προς ένα χωριό μεταξύ Nice και Monaco ονόματι Beaulieu-Sur-Mer. Εγκατασταθήκαμε στο ξενοδοχείο που είχαμε κλείσει. Μέτριο ξενοδοχείο με ακριβή τιμή (92€), αλλά καλή θέα.
Monte Carlo θέλαμε. Πρώτα επισκεφτήκαμε το Monaco.
Ο πλούτος και το χαϊλίκι που αντικρίσαμε δεν περιγράφεται. Αυτό το πράγμα αν δεν το δεις δεν το πιστεύεις. Λίγες φώτο και δεν γράφουμε τίποτα άλλο για αυτό το θέμα. Η αλήθεια πάντως είναι πως το Monaco είναι παρά πολύ ωραίο. Δημιουργεί στον επισκέπτη ένα μοναδικό συναίσθημα. Όποιος μπορεί ας το επισκεφτεί γιατί αξίζει τον κόπο. Βεβαία το να μείνει είναι λίγο χλωμό αν σκεφτείς ότι το νερό από το ψιλικατζίδικο είχε 3,5€.
Επιστρέψαμε στη Nice την ώρα που ο ήλιος βρισκόταν στη δύση του. Το θέαμα ήταν πολύ ρομαντικό αλλά χωρίς “αντικείμενο” ρομάντζα δεν έχει. Περπατήσαμε στα σοκάκια της πόλης. Είχε παρά πολύ κόσμο αλλά μιλάμε για μια παρά πολύ όμορφη και με γούστο παραλιακή πόλη, γεμάτη νεολαία και όμορφες γυναίκες (για να μην ξεχνιόμαστε). High light το παγωτό.
Μετά την κλασική μπύρα σε ένα από τα μπαράκια της πόλης την κάναμε για ύπνο.
Γνώμη μας είναι πως καλό είναι το Monaco αλλά μονό για επίσκεψη. Η Nice προσφέρεται για περισσότερα πράγματα.
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα »/td> |