1-4-2010. Ημέρα 9η. «Στη Μεδίνα και στη Μέκκα έψαξα να βρω γυναίκα»
Ξύπνημα στο “πολυτελές” ξενοδοχείο μας, με όλη τη μέρα μπροστά για να βολτάρουμε πεζοί στην Τύνιδα. Καφές και πρωινό στην κεντρική λεωφόρο, την Avenue Bourguiba. Παρατηρούμε τον κόσμο που κυκλοφορεί στην πρωτεύουσα, πλέον είναι λίγο πιο εξευρωπαϊσμένος σε σχέση με το νότο.
Κάνουμε λίγο συνάλλαγμα σε μια τράπεζα για να έχουμε να πληρώσουμε τα εισιτήρια του καραβιού και καρφί για την Μεδίνα, την παλιά Πόλη της Τύνιδας, η οποία έχει μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα παζάρια του αραβικού κόσμου. Μπαχαρικά, χαλιά, σουβενίρ, ηλεκτρονικές συσκευές, υφάσματα, ρούχα, παραδοσιακά αντικείμενα και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, βρίσκεται τριγύρω σου, συνθέτοντας μια αυθεντική εικόνα αραβικού παζαριού. Τα αρώματα σε κάθε δρομάκι διαφορετικά, αλλού μπαχάρια, αλλού δέρματα, καλλυντικά κι αλλού ο ιδρώτας του διπλανού σου. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος είναι πάρα πολύς, στριμωξίδι κανονικό, περπατάμε στοιβαγμένοι ανάμεσα σε ντόπιους και τουρίστες, πράγμα που με αγχώνει λίγο και με κάνει να κρατάω σφιχτά το τσαντάκι με τη φωτογραφική και τα λεφτά μου. Μπαίνουμε σε μικρά μαγαζάκια προς αναζήτηση σουβενίρ και το παζάρεμα δίνει και παίρνει. «70 δηνάρια» μου λέει, «5» του λέω εγώ. Με 10 δηνάρια τα βρήκαμε τελικά. Αυτό το παιχνίδι με το παζάρι είναι καθιερωμένο με όλους τους πωλητές. Στην αρχή σε διασκεδάζει αλλά μετά γίνεται κουραστικό, καθώς σε τραβάνε μες στα μαγαζιά τους ή σε ακολουθούν από πίσω, προσπαθώντας να σε πείσουν να αγοράσεις.
Καθόμαστε για τσάι στην καρδιά του παζαριού. Εγώ σηκώνομαι να συνεχίσω την αναζήτηση δώρων για τους δικούς μου στην Ελλάδα, ενώ ο Δημήτρης προτιμά να την αράξει εκεί. Δίνουμε ραντεβού στη Βourguiba στις 15:00.
Μόνος μου πλέον, συνεχίζω χαμένος την περιπλάνηση μέσα στη δαιδαλώδη Μεδίνα. Ακολουθώντας τυχαία σοκάκια καταλήγω σε όμορφες, άδειες γειτονιές, ενώ μετά από λίγο βρίσκομαι και πάλι στοιβαγμένος στον χαμό του παζαριού. Σε κάποια στιγμή βλέπω δίπλα μου μια νεαρή κοπέλα να μου χαμογελά. Το ντύσιμο της αρκετά προσεγμένο και ευρωπαϊκό σε σχέση τις υπόλοιπες Τυνήσιες. Μου συστήνεται ως Amira-Princess. Πριγκίπισσα αναρωτιέμαι; Τελικά καταλαβαίνω ότι το όνομά της είναι Αμίρα, που σημαίνει πριγκίπισσα στα Τυνησιακά. Μου πιάνει την κουβέντα και περπατάμε μαζί για αρκετή ώρα ανάμεσα στο πλήθος του παζαριού. Η επικοινωνία πολύ δύσκολη, καθώς δεν μιλάει αγγλικά πέρα από κάποιες σκόρπιες λέξεις. Μου λέει ότι είναι μοντελίστ (εντάξει κόψε κάτι) από την Kelibia, έχει 2 αδερφές και 3 αδερφούς και αρχίζει να ρωτάει για μένα. Πρώτη μου σκέψη ότι με είδε έτσι τουρίστα και θέλει να μου πιάσει κουβέντα για να αφαιρεθώ ώστε κάποιος συνεργός της από πίσω να μου ανοίξει το τσαντάκι της φωτογραφικής και να βουτήξει τα λεφτά μου. Διπλοελέγχω το τσαντάκι, το φέρνω μπροστά μου και συνεχίζω την κουβέντα και το περπάτημα με την χαμογελαστή Αμίρα. Κάποια στιγμή μου λέει ότι μοιάζω με σταρ του κινηματογράφου. Όπα! Σε ένα σημείο που ο κόσμος είναι πολύς, με πιάνει αγκαζέ για να μην χαθούμε. Οι ντόπιοι μας κοιτάνε, νιώθει άβολα λέει που την κοιτούν να μιλάει με ένα ξένο. Τότε γιατί με έπιασες αγκαζέ ρε Αμίρα; Δεν καταλαβαίνω! Το ντροπαλό χαμόγελό της όμως δεν μου βγάζει κάτι κακό. Μου προτείνει να πάμε για τσάι. Τι έγινε ρε παιδιά; Πέσιμο είναι αυτό τώρα; Και αν μας δουν τα αδέρφια σου και τους πιάσει το Μανιάτικο, το Κελιμπιάτικο; Δεν είμαστε για τέτοια σε μουσουλμανικές χώρες. Της λέω ότι με περιμένει ο φίλος μου ο Δημήτρης και ότι δεν έχουμε χρόνο γιατί σε λίγο φεύγει το καράβι μας. Δεν της είπα και ψέματα. Φτάνοντας στο σημείο του ραντεβού ο Δημήτρης με βλέπει να έρχομαι αγκαζέ με την Αμίρα και μένει κουφέτο. Τι είναι αυτή; Τι να σου πω ρε Μήτσο, ανάθεμα κι αν κατάλαβα. Για δες μήπως συνεννοηθείτε εσείς στα Γαλλικά γιατί εγώ δεν βγάζω άκρη με τα κορακίστικα που μιλάμε τόση ώρα. Δύσκολη η επικοινωνία και με τον Δημήτρη, οπότε απογοητευμένη μας δίνει μια κάρτα της και μας αποχαιρετά. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι πραγματικά ήθελε.
Γυρίζουμε γρήγορα στο ξενοδοχείο, φορτώνουμε τις μηχανές και βουρ για La Goulette, το λιμάνι της Τύνιδας. Πρέπει να πάμε νωρίς για να προλάβουμε να βγάλουμε εισιτήρια. Φτάνοντας στο λιμάνι το μοναδικό εκδοτήριο τελικά είναι κλειστό και μας λένε ότι θα ανοίξει αργότερα.
Μετά από καμιά ώρα καταφέρνουμε να βγάλουμε εισιτήριο και πρέπει να είμαστε εκεί λέει κατά τις 21:00 για επιβίβαση. Έχουμε καμιά ώρα μπροστά μας. Βγαίνουμε από το λιμάνι και τρώμε μια πίτσα στο όρθιο, πάνω στις μηχανές μας.
Επιστρέφουμε βιαστικά στο λιμάνι, αφού η ώρα έχει πάει 9 παρά, κάνουμε τσεκίν και όπως πάμε να βάλουμε μπροστά τις μηχανές, με μια αδέξια κίνηση του Δημήτρη, συμβαίνει το κακό. Το πιο ηλίθιο, αστείο και συνάμα αγχωτικό κακό που μπορούσε να μας συμβεί: Το κλειδί του Fazer, καθώς πλησιάζει στην κλειδαριά, γλιστράει από το χέρι του Δημήτρη και πέφτει κάπου ανάμεσα σε ρεζερβουάρ και πλαίσιο. Βλέπουμε την άκρη του αλλά που να χωρέσει χέρι μέσα να το πιάσει! Μάλιστα… Το καράβι σε 10 λεπτά φεύγει κι εμείς δεν είμαστε καν στην αποβάθρα. «Μήτσο ελπίζω να έχεις και το δεύτερο κλειδί μαζί σου ε;» Ούτε καν… Μας πιάνει πανικός, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Αρχίζουμε να βρίζουμε τα θεία, έχοντας γίνει θέαμα στους παρευρισκόμενους που έχουν ήδη μαζευτεί γύρω μας και μας κοιτούν καθώς βάζουμε χέρια και κουνάμε την μηχανή μπας και απεγκλωβίσουμε το κλειδί. Ένας νεαρός Τυνήσιος μας ρωτάει τι έχει γίνει και μπλέκεται διαρκώς στα πόδια μας. «Άσε μας ρε φίλε! Έχουμε τα δικά μας έχουμε κι εσένα να θες κουβέντα». Τον αρχίζουμε σε κάτι ελληνικότατες Χριστοπαναγίες και φεύγει τρομαγμένος. Τα λεπτά κυλούν και το κλειδί δεν λέει να βγει. Μετά από λίγο βλέπουμε τον νεαρό που βρίσαμε πριν, να επιστρέφει με ένα χοντρό κομμάτι σύρματος, το οποίο στην άκρη του είχε κάτι σαν γάντζο. Που το βρήκε ρε αυτό; Με το συγκεκριμένο αυτοσχέδιο εργαλείο το ψάρεμα του κλειδιού είναι παιχνιδάκι, οπότε σε ένα λεπτό το κλειδί του Fazer είναι ήδη στην κλειδαριά και ο ήχος του μοτέρ μας ανακουφίζει τα αυτιά… Λέμε χίλια ευχαριστώ στον νεαρό, του ζητάμε συγγνώμη για τις φωνές πριν, του δίνουμε και τα τελευταία μας 5-10 δηνάρια και φεύγουμε γκαζωμένοι για την αποβάθρα.
Αμ δε που θα μπούμε έτσι απλά στο καράβι! Ξέχασες το τελωνείο δικέ μου. Τσάμπα το άγχος και οι βιασύνες. Εδώ τα πράγματα κινούνται τραγικά αργά. Κολλημένοι σε μια ουρά για πάνω από δυο ώρες. Δεν κινείται τίποτα. Ταλαιπωρία, νεύρα, νύστα και γέρνουμε τα κεφάλια μας πάνω στα τανκμπαγκ μήπως και μας πάρει λίγο ο ύπνος.
Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα, μπαίνουμε τελικά στο πλοίο για το Παλέρμο. Βρίσκουμε 2 άβολες καρέκλες, με ένα τραπεζάκι και προσπαθούμε μάταια να κοιμηθούμε. Στο πάτωμα πάλι νερά και πολύ βρωμιά, δεν ενδείκνυται για ξάπλωμα. Ρίχνουμε τα κεφάλια μας πάνω στο τραπέζι, αλλά παρά την κούραση μας δεν βολευόμαστε με τίποτα. «Μήτσο τον ήπιαμε. Δεν έχει ύπνο απόψε…» Οι ώρες περνούν, κι εμείς σε μια κατάσταση ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αύριο θα είμαστε πτώματα από την αϋπνία.
Odometer: 15km (πολύ κούραση)
Διαμονή: Στο τραπέζι του πλοίου (πάρε καμπίνα!)
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
φοβερο αρθρο, εμπνευσή και για μας
Ευχαριστουμε για το ταξιδι φιλε και για την ωραια περιγραφη…καλη συνεχεια!!!
Μπράβο φίλε μου, μας ταξίδεψες… Ίσως είναι ο επόμενος προορισμός μας.. Καλές βόλτες!!!