Ημέρα: 19 – Κυριακή 12/8/2018
Απόσταση: 254 χλμ (σύνολο: 4.884 χλμ)
Διαδρομή: Ερεβάν – Amberd – Lake Kari – Armenian Alphabet Monument – Zvartnots – Garni – Geghard – Ερεβάν (Αρμενία)
Έχοντας πέσει για ύπνο από τις 22:30 το προηγούμενο βράδυ, 6:30 το πρωί δεν άντεχα άλλο ξαπλωμένος. Άφησα τον ασφυκτικά γεμάτο κοιτώνα και κατέβηκα στην αυλή για να γράψω λίγο στο ημερολόγιο μου. Ξύπνιο δεν βρήκα κάποιο άλλο, τα γατόνια όμως του hostel ήρθαν και μου έκαναν παρέα μέχρι να σηκωθούν και οι υπόλοιποι.
Κατά τις 8 ήρθε ο Θανάσης και παρέα πήγαμε για πρωινό. Ο μπουφές αρκετά εντυπωσιακός σε εικόνα, όχι το ίδιο εντυπωσιακές και οι γεύσεις του όμως, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Δοκιμάσαμε να επεκτείνουμε τη διαμονή μας εκεί αλλά μάταια, όπως ήταν αναμενόμενο, αφού για τις επόμενες 2 μέρες όλα τα κρεβάτια ήταν πιασμένα. Μας άρεσε το μέρος αλλά αυτά παθαίνεις όταν κλείνεις δωμάτιο τελευταία στιγμή ώστε να είσαι ευέλικτος. Βρήκαμε ένα δεύτερο ξενώνα, πιο κοντά στο κέντρο αυτή τη φορά, χαιρετήσαμε τον κόσμο που είχαμε γνωρίσει και φύγαμε.
Στις 9:30 πήραμε το δρόμο προς το όρος Aragats, που με ύψος 4.095 μέτρα, αποτελεί την ψηλότερη κορυφή στην Αρμενία. Οδηγούσαμε βορειοδυτικά ακολουθώντας πιστά την διαδρομή του Στέλιο Οικονομάκη (βλέπε Αρμενίζοντας Ανατολικά) όπως ακριβώς την είχε πραγματοποιήσει 4 χρόνια πριν. Στρίβοντας δεξιά, στη διασταύρωση του Agarak, μπήκαμε στον στενό και ανηφορικό δρόμο που κατέληγε στη λίμνη Kari, σε υψόμετρο 3.200 μέτρα. Το οδόστρωμα γεμάτο λακκούβες αλλά η μέρα ήταν υπέροχη και παρά τη θολή ατμόσφαιρα που περιόριζε το οπτικό μας βεληνεκές, το τοπίο ήταν πραγματικά απολαυστικό.
35 χιλιόμετρα από το Ερεβάν συναντάμε το αστεροσκοπείο του Byurakan, βλέποντας στη δεξιά μεριά του δρόμου τους θόλους από τα τηλεσκόπια. Μπαίνουμε στο parking αλλά η είσοδος είναι κλειδωμένη και ο φρουρός που ήρθε προς τα εμάς, μας έριξε μια όμορφη χυλόπιτα, σχηματίζοντας ένα X με τα χέρια του. Αγγλικά δε μιλούσε γρι οπότε δεν κατάλαβα εάν το αστεροσκοπείο δεχόταν γενικά επισκέψεις ή όχι.
Συναντώ αρκετή κίνηση στο δρόμο και αναγκάζομαι να προσπεράσω πολλά Lada που ζορίζονται με την ανηφόρα. Θυμάμαι το Στέλιο που έλεγε ότι δε συνάντησαν ψυχή και μου κάνει εντύπωση για την κίνηση που βρίσκω εγώ. Φτάνουμε σε μία διασταύρωση. Δεξιά στρίβεις για τη λίμνη, αριστερά για το φρούριο του Amberd. Επιλέγουμε το Amberd πρώτα ώστε να έχουμε χρόνο στη συνέχεια και να αράξουμε όσο χρειάζεται στην Kari, παρατηρώντας τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που είχα προσπεράσει να με ακολουθούν. Μετά από 5 χιλιόμετρα αντικρίζουμε το φρούριο στο βάθος.
Παραδόξως, το μέρος είναι πνιγμένο στον κόσμο, με αυτοκίνητα και λεωφορεία παρκαρισμένα παντού. Κυριακή σήμερα, ίσως οι Αρμένιοι του Ερεβάν να αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί παρέα στην πρωινή λειτουργία, σκέφτηκα. Περπατώντας προς το τσούρμο αντιλαμβανόμαστε ότι γίνεται ένα μικρό γλέντι. Άνθρωποι σε πάγκους μοιράζουν φαγητό, νερά και καφέδες, με τον κόσμο να έχει ορμήξει πάνω τους για να προλάβει.
Το φρούριο του Amberd χτίστηκε τον 7ο αιώνα και βρίσκεται σε υψόμετρο 2.300 μέτρων, στη συμβολή των ποταμών Arkashen και Amberd. Το όνομα του σημαίνει “Φρούριο στα Σύννεφα”, αρκετά επιτυχημένο νομίζω λόγω της θέσης του. Ορισμένες πηγές λένε ότι το Amberd αποτελούσε καλοκαιρινή κατοικία για βασιλιάδες και πριν την ανέγερση του, στο ίδιο σημείο, υπήρχε ένας αρχαίος οικισμός. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι με μεγάλες πέτρες βασάλτη ενώ το εσωτερικό του είχε τρεις ορόφους που διαχωρίζονταν από ξύλινα πατώματα. Εντυπωσιακό είναι ότι στην εποχή του, υπήρχε σταθερή παροχή νερού μέσω ενός αγωγού που έφτανε σε μήκος τα 5 χιλιόμετρα. Ωστόσο, μετά την καταστροφή του από τους Μογγόλους το 1236, ο χώρος παρέμεινε εγκαταλειμμένος και ανέγγιχτος μέχρι τον 20ο αιώνα, όταν άρχισαν τα έργα αποκατάστασης και οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Προχωρήσαμε προς το φρούριο, μέσα από ένα μικρό και όμορφο μονοπάτι, σκαρφαλώνοντας δίπλα στη σημαία για να απολαύσουμε τη θέα.
Φεύγοντας από το φρούριο, κατηφορίσαμε προς το γειτονικό ναό που απείχε μόλις 100 μέτρα. Η εκκλησία του Vahramashen χρονολογείται από το έτος 1026 και λέγεται ότι χτίστηκε προς τιμή του πρίγκιπα Vahram Pahlavuni. Με σχήμα σταυρού και ένα μεγάλο κωνικό θόλο, όπως οι περισσότερες εκκλησίες της Αρμενίας, βρίσκεται σε ένα πραγματικά όμορφο σημείο, δίπλα στο γκρεμό.
Από μέσα ακούσαμε ψαλμούς, γινόταν λειτουργία. Μου έκανε εντύπωση ωστόσο ότι ενώ στην περιοχή μπορεί να βρίσκονταν και 200 άνθρωποι, μέσα στην εκκλησία υπήρχαν μόνο 3 γυναίκες. Μετά από λίγο αποχώρησαν κι αυτές, αφήνοντας μας με τους δύο ιερείς που συνέχιζαν απτόητοι τις ψαλμωδίες τους. Και σας πληροφορώ ότι ακόμα και μετά την έξοδο μας, η ένταση της φωνής τους δεν έπεσε ούτε ένα ντεσιμπέλ. Πραγματικά ζούσαν το ρόλο τους.
Επιστρέφοντας προς το γλέντι, και ενώ είχαν περάσει μόνο 15-20 λεπτά από τότε που τους αντικρίσαμε στην κορυφή του φρουρίου, αντιλαμβανόμαστε ότι άπαντες είχαν εξαφανιστεί. Πραγματικά παράξενο. Λες και κάποιος σφύριξε λήξη και όλοι το έβαλαν στα πόδια. Ακόμα πιο περίεργο όμως είναι ότι φεύγοντας από εκεί, συναντήσαμε φορτηγά με νέο κόσμο που ερχόταν να αναπληρώσει τους προηγούμενους. Δεν κατάλαβα ποτέ τι γιόρταζαν, όπως προέκυψε πάντως το γιόρταζαν με βάρδιες.
Ο δρόμος αρκετά στενός, χωρούσε ίσα – ίσα ένα αυτοκίνητο, που σημαίνει ότι κάθε φορά που συναντούσαμε κάποιον έπρεπε να βγαίνουμε και οι δύο εκτός ασφάλτου για να χωρέσουμε. Τριγύρω μας μπόλικα μιτάτα με νομάδες βοσκούς που εκτρέφαν αγελάδες και πρόβατα. Στα περισσότερα είδαμε ψηλά τροχόσπιτα, που οι νομάδες έσερναν μαζί τους κάθε φορά που έπρεπε να μεταφερθούν. Εν τω μεταξύ, με παραξένεψαν τα αμάξια τους. Σε αντίθεση με τα θηριώδη 4×4 με τα οποία κυκλοφορούν οι κτηνοτρόφοι στα μέρη μου, στα ορεινά της Κρήτης, εδώ έβλεπες μόνο Mercedes και Lada. Άραγε το γάλα με τη Mercedes το μεταφέρουν;
Καθώς συνεχίζαμε τη διαδρομή μας προς τη λίμνη, γίναμε μάρτυρες σε άλλο ένα περίεργο περιστατικό. Είδαμε ένα μεγάλο μαύρο τζιπ να κινείται προς τη μεριά μας ακυβέρνητο, αλλά ευτυχώς με μικρή ταχύτητα, με τον οδηγό έξω να τραβάει βίντεο. “Τι κάνει αυτός ρε Θανάση; Πιωμένος είναι;” Ο τύπος μας βλέπει, μπαίνει στο αυτοκίνητο και κάνει στην άκρη γελώντας. Τον προσπερνάμε αλλά το τοπίο στο σημείο ήταν τόσο εντυπωσιακό που 50 μέτρα πιο πέρα σταματάμε για φωτογραφίες.
Να τον πάλι, έρχεται προς τη μεριά μας. Τον κοιτάω, σταματάει και αρχίζει να μου μιλάει στη γλώσσα του, μέσα στην τρελή χαρά. Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι δε μιλάω αρμενικά και δεν καταλαβαίνω λέξη από αυτά που μου έλεγε. Εκείνη τη στιγμή ακούω ένα μικρό κορίτσι 14-15 χρονών από τα πίσω καθίσματα, μάλλον κόρη του, να μου λέει με σπαστά αγγλικά “magic-magic”. “What is magic?” ρωτάω και ένα δεύτερο κορίτσι που μιλούσε αρκετά καλύτερα αγγλικά μου εξήγησε. Tο σημείο που βρισκόμασταν φαίνεται οριζόντιο αλλά εάν αφήσεις το φρένο, θα παρατηρήσεις το αυτοκίνητο σου να φεύγει προς τα πίσω. Ο λόγος, όπως υποστήριξε, ήταν κάποια μεγάλα μαγνητικά πεδία της περιοχής.
Τώρα κατάλαβα γιατί τραβούσε βίντεο ο δικός μου. Παρατηρώ ότι το οδόστρωμα είναι μαρκαρισμένο με ένα μεγάλο Χ, που σημαίνει ότι είναι γνωστό στους ντόπιους, θυμίζοντας μου ένα αντίστοιχο σημείο που μου είχαν δείξει στην Πελοπόννησο πριν από πολλά χρόνια. Να του εξηγήσω τώρα εγώ ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση που δημιουργεί το περιβάλλον και η μόνη δύναμη που κάνει κουμάντο είναι η βαρύτητα; Μπα… γιατί να το χαλάσω; Και τόσα βίντεο που τράβηξε να πάνε χαμένα; Έμεινα εκεί και συνέχιζα να το διασκεδάζω μαζί τους μέχρι που έφυγαν.
Συνεχίσαμε το δρόμο μας και τελικά φτάσαμε στη λίμνη. Η λίμνη Kari (γνωστή και ως Stone Lake) βρίσκεται σε υψόμετρο 3.200 μέτρα και από τη δυτική της όχθη ρέει ο ποταμός Arcashen. Απέχει 60 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Ερεβάν και αποτελεί αγαπημένο προορισμό των ντόπιων, ιδιαίτερα των ορειβατών. Πρόκειται για προστατευόμενη περιοχή του όρους Aragats, της ψηλότερης κορυφής στην Αρμενία, με υψόμετρο 4.091 μέτρα. Να αναφέρω μονάχα ότι το Aragats, πέρα από τη μοναδική του φύση, με τις υποαλπικές και αλπικές του ζώνες, έχει τέσσερις ψηλές κορυφές και έναν από τους μεγαλύτερους κρατήρες ηφαιστείων του κόσμου.
Σύμφωνα με ένα παλιό μύθο, κάποτε υπήρξε μια διαμάχη μεταξύ του όρους Ararat και του αδερφού του, όρους Aragats, για το ποιο από τα δύο είναι ομορφότερο και ψηλότερο. Μετά από μάταιες προσπάθειες για συμφιλίωση, το όρος Maruta τα καταράστηκε και τα χώρισε για πάντα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η λίμνη των δακρύων που σχηματίστηκε στην κορυφή του Aragats, που δεν είναι άλλη από τη λίμνη Kari. Επίσης, υπάρχει μια πολύ δημοφιλής πεποίθηση για το όρος Aragats. Λέγεται ότι στο λυκόφως, όταν δηλαδή οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου εξαφανίζονται στο σκοτάδι, μια τελευταία ακτίνα κρέμεται ανάμεσα στις τέσσερις αιχμές του βουνού. Δυστυχώς, είχαμε κι άλλα μέρη να δούμε σήμερα οπότε δεν καταφέραμε να το επαληθεύσουμε.
Συναντήσαμε αρκετό κόσμο, με παρκαρισμένα αυτοκίνητα γύρω από τη λίμνη. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και αρχίσαμε με το Θανάση την εξερεύνηση. Περπατήσαμε δίπλα στο νερό, το οποίο ήταν πραγματικά παγωμένο, έχοντας ως κύριο κάτοικο μία πέστροφα ιχθυοτροφείου. Παραδίπλα υπήρχε ένα μικρό ξενοδοχείο και εστιατόριο, με μεγάλες κόκκινες τέντες, γεμάτο από επισκέπτες.
Στην ανατολική πλευρά της λίμνης υπήρχε μια προστατευμένη περιοχή με κάποιες εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις, έχοντας κατεβασμένη τη μπάρα για να μην εισέρχεται κόσμος. “Χμμ… ωραία. Απαγορευμένο σημαίνει περιπέτεια… Πάμε προς τα εκεί Θάνο;” Περάσαμε κάτω από τη μπάρα και προχωρήσαμε προς τα κτίρια. Τα περισσότερα από αυτά ήταν παρατημένα για χρόνια και η φθορά ήταν εμφανής. Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού εκείνα που είχαν καλά κουφώματα και φαίνονταν να χρησιμοποιούνται.
Όπως μάθαμε αργότερα, οι εγκαταστάσεις ανήκουν στο Ινστιτούτο Φυσικής του Ερεβάν και αποτελούν ένα μεγάλο ερευνητικό σταθμό κοσμικών ακτίνων, που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Alikhanyans (Artem Alikhanyan, Abraham Alikhanyan) το 1942. Για να εξασφαλιστεί η παροχή νερού στο ινστιτούτο, η νότια πηγή της λίμνης έκλεισε με ένα τσιμεντένιο τοίχο. Αυτό είχε αποτέλεσμα η στάθμη του νερού να αυξηθεί και ο βυθός να μην καταψύχεται το χειμώνα, εξασφαλίζοντας νερό για το εργαστήριο όλο το χρόνο (και επιβίωση για τις κακόμοιρες τις πέστροφες που έφεραν εδώ φυσικά).
Βρήκαμε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο με κατεστραμμένη πόρτα και αφού σιγουρευτήκαμε ότι δε μας κοιτούσε κανείς, μπήκαμε μέσα να ρίξουμε μια ματιά. Σημάδια γρήγορης μετακόμισης, πράγματα παρατημένα στους διαδρόμους και αρκετές φωτογραφίες κολλημένες ακόμα στους τοίχους. Βρήκα μια παλιά εφημερίδα και κοίταξα χρονολογία, έγραφε 1990.
Ο ήλιος έκαιγε απίστευτα αφού βρισκόμασταν στα 3200 μέτρα, με το στρώμα της ατμόσφαιρας αισθητά πιο αραιό. Ήταν ώρα να κατηφορίσαμε προς Ερεβάν. Έφτιαξα ένα φραπέ για το δρόμο και ο Θανάσης έπιασε τον αρμενικό Kiss FM στο ραδιόφωνο. Επιστρέφαμε από την ίδια διαδρομή μέχρι τη διασταύρωση για Artashavan, από όπου στρίψαμε, παίρνοντας κατεύθυνση προς το μνημείο του Αρμενικού Αλφάβητου.
Ο δρόμος έγινε αρκετά πιο ζόρικος, με μπαλώματα, σαμαράκια και κάτι τεράστιους κρατήρες που έπρεπε να κάνεις ζογκλερικά για να τους περάσεις χωρίς να βρει το αμάξι. Αρκετοί σταματημένοι, δεξιά και αριστερά του δρόμου, έκαναν πικ νικ απολαμβάνοντας την ελεύθερη Κυριακή τους.
Κάποια στιγμή διακρίνουμε από μακριά ένα μεγάλο σταυρό με ακίδες και πίσω του τον αυτοκινητόδρομο Μ1. Γνωρίζαμε ότι το μέρος που ψάχναμε ήταν εκεί δίπλα. Το μνημείο του Αρμενικού Αλφαβήτου βρίσκεται λίγο μετά το χωριό Artashavan, χτισμένο το 2005 με αφορμή την 1600η επέτειο από τη δημιουργία αλφαβήτου της Αρμενίας. Περιλαμβάνει γλυπτά 39 γραμμάτων, του αλφαβήτου που δημιουργήθηκε από τον Mesrop Mashtots το 405, καθώς και μνημεία σπουδαίων Αρμενίων στοχαστών. Τοποθετημένο με φόντο το όρος Aragats, τα γράμματα και ένα άγαλμα του ίδιου του Mashtots, υπάρχουν εκεί για να αποτίουν φόρο τιμής στη σύνθετη και μοναδική γλώσσα, εθνικό σημείο υπερηφάνειας της Αρμενίας.
Είχα σημειώσει άλλο ένα μέρος για επίσκεψη, από εκείνη την περιοχή της Αρμενίας. Ένα μέρος που μου είχε μπει στο μάτι από μία φοβερή φωτογραφία ενός φίλου μου φωτογράφου, του Γιάννη Γκόνη. Χρειάστηκε να οδηγήσουμε 50 χιλιόμετρα από το Αλφάβητο για να φτάσουμε και στο τέλος, τo gps τρελάθηκε. Μας έβγαλε από τον κεντρικό δρόμο οδηγώντας μας σε ένα στενό δρομάκι και από εκεί σε ένα χωματόδρομο, χωρίς καθόλου σήμανση. Κι ενώ φαγωνόμασταν με το Θανάση για το αν δουλεύει το ρημάδι ή όχι, εμφανίζεται μπροστά μας ο καθεδρικός του Zvartnots. Το χαζοκούτι μας είχε πάει από την πίσω μεριά, που παραδόξως είχε μια πόρτα ανοιχτή. Μπήκαμε μέσα με το αυτοκίνητο και περπατήσαμε μέχρι το μνημείο, χωρίς καν να πληρώσουμε εισιτήριο.
Ο καθεδρικός ναός του Zvartnots χτίστηκε τον 7ο αιώνα και βρίσκεται στην άκρη της πόλης Vagharshapat (Etchmiadzin). Παρέμεινε όρθιος μέχρι το τέλος του 10ου αιώνα και ιστορικά δεν αναφέρεται το αίτιο της κατάρρευσης του. Τα ερείπια του παρέμειναν θαμμένα έως τις αρχές του 20ου αιώνα οπότε και αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του καθεδρικού ναού, τα ερείπια του παλατιού και ενός μικρού οινοποιείου. Το εσωτερικό του ήταν διακοσμημένο με μωσαϊκό και είχε το σχήμα ελληνικού σταυρού, με ένα διάδρομο να περικυκλώνει αυτή την περιοχή, ενώ το εξωτερικό είχε σχήμα πολυγώνου 32 πλευρών.
Το Zvartnots προστέθηκε στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO το 2000. Στο βάθος, πίσω από το μνημείο, στέκει το εντυπωσιακό όρος Αραράτ αλλά η θολή ατμόσφαιρα δε μας έκανε τη χάρη, με συνέπεια οι φωτογραφίες που τράβηξα να βγουν όλες χάλια. Κρίμα, γιατί στη φωτογραφία του φίλου μου που με έφερε εδώ, φαινόταν πραγματικά εντυπωσιακό.
Το ρολόι έδειχνε 15:45 και από τα μέρη που είχαμε σημειώσει μας είχαν μείνει δύο. Ο ναός του Garni και το μοναστήρι του Geghard. Θα ήταν η τελευταία μας μέρα με αυτοκίνητο άλλωστε και θέλαμε να το εκμεταλλευτούμε. Και τα δύο αυτά μέρη απείχαν καμιά ώρα από το Zvartnots, πρότεινα λοιπόν να κάνουμε ένα διάλειμμα και έπειτα να συνεχίσουμε. Και έτσι θα γινόταν εάν δεν γκούγκλαρε ο Θάνος το Garni και έβλεπε ότι τις Κυριακές κλείνει στις 17:00. Πως την πατήσαμε έτσι; Ένα χυμό στο χέρι και τέρμα το γκάζι. Ο δρόμος έχει κίνηση αλλά υποφερτή. Περάσαμε το Ερεβάν και συνεχίζοντας ανατολικά, φτάσαμε στο Garni 16:40.
Τελικά ήταν μούφα η πληροφορία από τη Google, το μνημείο θα έκλεινε αρκετά αργότερα. Πλήρωσε 1500 Dram εισιτήριο ο καθένας και μπήκαμε μέσα στο συγκρότημα που περιλάμβανε το ναό. Προσεγμένο και καθαρό μέρος, με πανέμορφους κήπους. Στο βάθος φάνηκε το Garni. Προσωπικά, μετά από όλα αυτά τα υπέροχα μοναστήρια που είχα δει στην Αρμενία, το μνημείο αυτό μου φάνηκε λιγάκι υπερτιμημένο.
Μπαίνοντας στο ναό, ένας Αρμένιος με μία ντουντούκ, όπως λέγεται αυτό το καλόηχο παραδοσιακό όργανο, σφύριζε μελωδίες. Το τοπίο τριγύρω εντυπωσιακό με ένα ποτάμι να χάνεται στο βάθος, πέρα από το γκρεμό. Την επόμενη μέρα μάθαμε ότι το γειτονικό φαράγγι, με τους καλά διατηρημένους βασάλτες χαραγμένους από τον ποταμό Goght, άξιζε πραγματικά μια επίσκεψη. Το τμήμα αυτό αναφέρεται ως η “Συμφωνία των Λίθων” και είναι εύκολα προσβάσιμο μέσω ενός δρόμου που οδηγεί εκεί.
Ο ναός του Garni είναι ένας κλασικός Ελληνιστικός ναός, το γνωστότερο ίσως μνημείο και σύμβολο της προ-χριστιανικής Αρμενίας. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε από το βασιλιά Τιριδάτη Α´ τον 1ο αιώνα μ.Χ. ως ναός του Θεού Ήλιου. Με τον προσηλυτισμό των Αρμενίων στο Χριστιανισμό, στις αρχές του 4ου αιώνα, μετατράπηκε σε βασιλική θερινή κατοικία. Είναι το μόνο γνωστό ελληνορωμαϊκό περίστυλο κτίριο στην Αρμενία, αλλά και ολόκληρη την πρώην Σοβιετική Ένωση. Το 1945 ανακαλύφθηκε μια ελληνική επιγραφή που έχρηζε τον Τιριδάτη ως ιδρυτή του ναού. Το συγκρότημα πέρα από το Garni περιλαμβάνει το φρούριο που το περιβάλει, την εκκλησία Surb Astvatsatsin, την εκκλησία Mashtots Hayrapet, τον ερειπωμένο μονόκλιτο ναό του 4ου αιώνα, το ερειπωμένο τέμπλο Tukh Manuk, το ιερό Saint Sargis και το ιερό Queen Katranide.
Μόλις 10 χιλιόμετρα από το Garni βρίσκεται το μοναστήρι του Geghard, το οποίο περιβάλλεται από τους εντυπωσιακούς πανύψηλους βράχους του ποταμού Azat. Έξω από αυτό συναντήσαμε πλήθη από κόσμο, ένα νιόπαντρο ζευγάρι που έφευγε με ένα ακριβό αυτοκίνητο και αρκετούς μικροπωλητές να προσπαθούν να πουλήσουν την πραμάτεια τους στην άκρη του δρόμου. Στην είσοδο πετύχαμε ένα τσούρμο από μεγάλους και παιδιά που πετούσαν βότσαλα σε κάποια ρηχά σκαλίσματα στους βράχους. Λένε, ότι όποιοι καταφέρουν να τα σταθεροποιήσουν εκεί, κάθε επιθυμία τους θα πραγματοποιηθεί.
Η μονή του Geghard είναι ένα μεσαιωνικό μοναστήρι του 4ου αιώνα, μεγάλο μέρος του οποίου έχει λαξευτεί στο βράχο. Το όνομα του, που στα αρμενικά σημαίνει “λόγχη”, προέρχεται από το σημαντικότερο του κειμήλιο, το δόρυ με το οποίο τρυπήθηκε ο Χριστός ενώ ήταν πάνω στο Σταυρό. Μαζί με αυτό, εκεί φυλάσσονται τα λείψανα των Αποστόλων Ανδρέα και Ιωάννη, τα οποία δωρήθηκαν στη μονή τον 12ο αιώνα. Από το 2000 ανήκει στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Διασχίζοντας τους προμαχώνες του 12ου-13ου αιώνα, χτισμένοι ώστε να προστατεύουν το συγκρότημα από τους εισβολείς, εμφανίζεται μπροστά μας ο ναός του Katoghike. Χτισμένος το 1215, είναι ο κύριος ναός του συγκροτήματος. Έχει σταυροειδές σχήμα και καλύπτεται με θόλο σε τετράγωνη βάση. Στις γωνίες υπάρχουν μικρά ξυλόγλυπτα διώροφα που προεξέχουν από τον τοίχο ενώ στα εσωτερικά τοιχώματα αρκετές επιγραφές καταγράφουν τις δωρεές στη μονή. Πάνω από την πύλη είναι χαραγμένο ένα λιοντάρι που επιτίθεται σε ένα βόδι, σύμβολο της δύναμης.
Όταν αρχικά ιδρύθηκε το μοναστήρι, τον 4ο αιώνα από τον Άγιο Γρηγόριο το Φωτιστή, υπήρχε μια μικρή σπηλιά με μία πηγή από όπου αναδυόταν, και συνεχίζει να αναδύεται μέχρι σήμερα, νερό. Η σπηλιά αυτή ήταν ιερή από τους προ-χριστιανικούς χρόνους και ήταν εκείνη που έδωσε το όνομα Ayrivank στη μονή (την αρχική της ονομασία) που σημαίνει “Μονή της Σπηλιάς”. Οι περισσότεροι μοναχοί ζούσαν σε κελιά λαξευμένα στο βράχο, έξω από τον κύριο περίβολο. Μετά την καταστροφή του από τους Άραβες τον 9ο αιώνα, το μέρος εγκαταλείφθηκε και στο μεσοδιάστημα, η κύρια εκκλησία συνήθιζε να στεγάζει τα κοπάδια των νομάδων της περιοχής κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες μέχρι να εγκατασταθούν και πάλι μοναχοί εδώ, κάτι που συνοδεύτηκε με την έλευση των Ρώσων στη χώρα.
Το Jhamatun είναι μία κεντρική δομή τεσσάρων πυλώνων που σκαλίστηκε στο βράχο το 1288. Κίονες σκαλισμένοι στο βράχο στηρίζουν ένα σφαιρικό τρούλο, όπου ένα μικρό άνοιγμα επιτρέπει στο φως να εισέρχεται στο χώρο. Τριγύρω, αρκετά khachkars. Κάποια σκαλισμένα στο βράχο και κάποια άλλα που μεταφέρθηκαν εδώ, προς ανάμνηση κάποιου νεκρού ή μιας δωρεάς, δίνοντας μία αίσθηση μυστηρίου στο χώρο.
Ανεβαίνοντας μερικές σκάλες βρεθήκαμε στο ανώτερο μέρος του συγκροτήματος. Κι αφού προσέφερα ανιδιοτελώς τις φωτογραφικές μου υπηρεσίες σε μια παρέα από μικρές Αρμένιες, εισήλθαμε μέσω ενός στενού τούνελ στο χώρο του ναού. Ξαφνικά, ενώ περιεργαζόμασταν το χώρο, ένας νεαρός Αρμένιος με βροντερή φωνή άρχισε να ψέλνει, κάνοντας τους πάντες εκεί μέσα να κοκαλώσουν. Κάποιοι έβγαλαν τα κινητά τους και άρχισαν να καταγράφουν. Ο συνδυασμός του χώρου με την υπέροχη ακουστική, το λιγοστό φως που έμπαινε από το θόλο διαλύοντας το σκοτάδι και το απίστευτο ταλέντο του νεαρού, δημιούργησαν μια ανάμνηση που κρατάς για πάντα.
Ο Θανάσης αποδείχθηκε αρκετά γρήγορος ώστε να ηχογραφήσει ένα μέρος αυτής της μοναδικής ψαλμωδίας. Αν κάποιος θέλει να πάρει μια γεύση μπορεί να πατήσει σε αυτό το link.
Το παλαιότερο τμήμα του μοναστηριού είναι το παρεκκλήσι του Αγίου Γρηγορίου που στέκεται ψηλά πάνω από το δρόμο, εκατό μέτρα μακριά από την είσοδο του μοναστηριού. Έχει ορθογώνια κάτοψη και αψίδα σε σχήμα πετάλου, ενώ υπάρχουν αρκετά ίχνη σοβά που δείχνουν ότι κάποτε υπήρχαν τοιχογραφίες στο εσωτερικό του.
Κι αφού το Geghard αποτελούσε τον τελευταίο προορισμό αυτής της γεμάτης μέρας, αράξαμε σε ένα παγκάκι στην πίσω μεριά της εκκλησίας και μείναμε για ώρα εκεί χωρίς άγχος, απολαμβάνοντας αυτό το υπέροχο μέρος.
Ήταν αργά το απόγευμα όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πίσω στο Ερεβάν, σε νέο hostel. Υπήρχε αρκετή κίνηση, αφού μαζί με εμάς επέστρεφαν και όλοι οι εκδρομείς του Σαββατοκύριακου, χωρίς όμως η κίνηση αυτή να μας δημιουργεί προβλήματα.
Το hostel βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και στο check in, ο Ινδός υπάλληλος μας αποκάλυψε ότι εκεί διαμένουν άλλοι δύο Έλληνες. Ενθουσιαστήκαμε και όταν αργότερα επέστρεψαν από τη βόλτα τους, γνωρίσαμε τα παιδιά. Ο Μιχάλης από την Πάρο και ο Νίκος από την Αθήνα, μαζί με έναν Ισπανό, τον Chavi. Πολυταξιδεμένοι όλοι τους και εξαιρετικοί χαρακτήρες, είχαμε αρκετά να συζητήσουμε. Εκεί γνώρισα και τον Payam, έναν Ιρανό προγραμματιστή που είχε έρθει Αρμενία για ένα μουσικό φεστιβάλ, με τον οποίο γρήγορα γίναμε φίλοι.
Το βράδυ κατεβήκαμε στο κέντρο οι έξι μας. Τέσσερις Έλληνες, ένα Ισπανός και ένας Ιρανός. Οι διάλογοι γινόντουσαν αναγκαστικά στα αγγλικά αλλά που και που μας ξέφευγε και καμιά ελληνική λέξη. Η πόλη έσφυζε από ζωή ενώ ακουγόταν δυνατή μουσική, προερχόμενη από ένα live μπροστά από την Όπερα. Περπατήσαμε προς την Republic Square και από εκεί μέχρι το πανέμορφο Cascade.
Στο τέλος αράξαμε σε ένα φαστφουντάδικο που ήξεραν τα παιδιά και μετά τις 22:00 έδινε τα πάντα στη μισή τιμή. Κάπως έτσι καταφέραμε να σκάσουμε από το φαγητό πληρώνοντας 1,5 ευρώ.
Επιστρέφοντας στο hostel, 50 μέτρα πριν φτάσουμε, ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα και ένα δυνατό χτύπημα. Ευτυχώς κανείς δε χτύπησε, αν και τα δύο εμπλεκόμενα αυτοκίνητα έγιναν χαλκομανία.
Φτάσαμε στο hostel και εκεί πετύχαμε μια μικρή πολυεθνική μάζωξη. Μπαίνοντας, με βλέπει ένας Ρώσος και έρχεται προσφέροντας μου ένα ποτήρι γεμάτο βότκα. Αρνούμαι ευγενικά και κάθομαι σε μια γωνιά, στη μικρή κουζίνα του ξενώνα. Μετά από λίγο έρχεται και ο Νίκος και κάθεται δίπλα μου. Πιάνουμε κουβέντα με μια Ρωσίδα, δίπλα μου μια Κινέζα και μπαινοβγαίνουν Τσέχοι, Νορβηγοί, Ινδοί και άλλοι. Η βότκα δυστυχώς φέρνει ένταση και αρχίζουν οι παρεξηγήσεις. Ο Νορβηγός αρπάζεται με έναν Ινδό για τα μάτια της Ρωσίδας, αλλά ευτυχώς επεμβαίνουν οι ψυχραιμότεροι (νηφαλιότεροι μάλλον) και σώζεται η κατάσταση. Την έπεσα στη 1:00 αλλά όπως έμαθα την επομένη, το μικρό πάρτυ κράτησε μέχρι τις 4:00 τα ξημερώματα.
Έξοδα:
Διαμονή σε Hostel (6.000 AMD/2) | 5,40 € |
Βενζίνη (9.800 AMD/2) | 8,90 € |
Εισιτήριο Garni (3000 AMD/2) | 2,70 € |
Φαγητό (1.600 AMD/2) | 1,50 € |
Διάφορα (2.000 AMD/2) | 1,80 € |
Σύνολο (έξοδα ανά άτομο) | 20,30 € |
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |