27-03-2010. Ημέρα 4η. «Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς»
“ΚΑΚ ΞΥΠΝΑ, ΚΑΚ, ΜΑΣ ΚΛΕΨΑΝΕ, ΣΤΟ ΕΙΠΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ” ανοίγω τα μάτια και βλέπω αμυδρά το πρόσωπο του Δημήτρη σε απόσταση αναπνοής μέσα στον πανικό. Σηκώνομαι. To bagster του μισάνοιχτο. Τριγύρω μια παρέα πιτσιρικάδων παίζει μπάλα. Έχει πλέον ξημερώσει. Πουλάκια κελαηδούν. Καλά ρε συ, 7 το πρωί και παίζουν μπάλα τα πιτσιρίκια; Έρχονται άλλοι δύο 15χρονοι, σταματούν τη μπάλα και ανταλλάσουν σταυρωτά μαφιόζικα φιλιά ενώ ψιθυρίζουν ακαταλαβίστικα για μας πράματα. Συνεχίζουν τη μπάλα. Τρίβω τα μάτια μου να ξυπνήσω. Σουρεαλιστικές εικόνες. Αν έπαιζε soundtrack εδώ θα ήταν κάτι σε βιολί από το Νονό με φωνητικά από το Δημήτρη και τα καντήλια που δεν έχει σταματήσει να κατεβάζει. Τον ρωτάω τι έγινε. Μου εξηγεί ότι βρήκε το bagster του ανοιχτό και του είχαν πάρει ένα τσαντάκι, που είχε μέσα μια φωτογραφική μηχανή και τα κλειδιά του σπιτιού του. Ρωτάμε τα πιτσιρίκια αν είδαν κάτι αλλά δυσκολευόμαστε να συνεννοηθούμε. Κάποια από αυτά μιλάνε μεταξύ τους κρυφά στο αυτί και μας βάζουν σε υποψίες ότι κάτι ξέρουν. Δεν μας λένε λέξη όμως. Τσαντιζόμαστε. Είμαστε πλέον σίγουροι ότι κάποιος δικός τους τα πήρε. Μετά από λίγο έρχεται μπάτσος-μηχανόβιος. Τον έχουν φωνάξει τα πιτσιρίκια για να μας βοηθήσουν…
Ο carabinieri-ζητάς δεν μας βοηθά ιδιαίτερα καθώς μας λέει ότι πρέπει να πάμε στο τμήμα και να κάνουμε αναφορά αλλά εμείς δεν έχουμε χρόνο. Ξενερωμένοι και ηττημένοι, μαζεύουμε υπνόσακους, βάζουμε μπρος τις μηχανές και ξεκινάμε με πεσμένη ψυχολογία και φουλ νευριασμένοι για το λιμάνι. Εγώ έχω επιπλέον και τύψεις γιατί εγώ ήμουν αυτός που επέμενα και προσπαθούσα να πείσω το Δημήτρη να κοιμηθούμε χύμα. «Μη μασάς» του έλεγα, «δεν μας πειράζει κανείς, είμαστε ταξιδιώτες, μας σέβονται»… Κλάιν.
Κάνουμε τσεκ-ίν στο λιμάνι και μαθαίνουμε ότι το πλοίο θα έχει λίγη καθυστέρηση. Και τα νεύρα τσιτώνουν κι άλλο. Πίνουμε ένα καφεδάκι να ανοίξει το μάτι. Εδώ αξίζει μια αναφορά στον καφέ και τις ευεργετικές του ιδιότητες. Μετά από δυο τρεις τζούρες καφέ κι ένα τσιγάρο η ψυχολογία άρχισε να αλλάζει. Ο καφές σαν να μας ταρακούνησε λίγο και να έβαλε τα πράγματα στη θέση τους μες στο μυαλό μας. Συνειδητοποιούμε πλέον ότι η απώλεια μιας φωτογραφικής μηχανής, φθηνής μάλιστα, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που ζούμε και σε αυτό που περιμένουμε να δούμε στην άλλη ήπειρο που θα βρισκόμαστε σε λίγες ώρες. Και τις 2 ατελείωτες ώρες που περιμένουμε για να ξεκινήσει το καράβι τα κατσουφιασμένα μας πρόσωπα σαν να γίναν και πάλι λίγο πιο χαμογελαστά. Λόγω του καφέ. Και για να πούμε και λίγα πράγματα για την ιστορία του καφέ τώρα, ο καφές είναι ένα παγκόσμια διαδεδομένο ρόφημα, το οποίο κατασκευάζεται από τα καβουρδισμένα και αλεσμένα σπέρματα του καφεόδεντρου και που για πρώτη φορά… Σόρρυ παρασύρθηκα.
Ο κόσμος στο λιμάνι πολύς. Βάζουμε τις μηχανές στην ουρά που περιμένει για να μπει στο πλοίο. Τριγύρω αυτοκίνητα ασφυκτικά φορτωμένα μέσα έξω με ότι μπορείς να φανταστείς, νομίζεις ότι αν ανοίξει μια πόρτα θα χυθούν όλα έξω. Οι χαρακτήρες επίσης έχουν αρχίσει και αλλάζουν. Οι γνώριμοι Ιταλοί που βλέπαμε 2 μέρες τώρα έχουν αρχίσει να δίνουν τη θέση τους σε μελαμψούς Τυνήσιους που ανυπομονούν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Μια πρώτη γεύση Αφρικής πριν καν φτάσουμε στην Αφρική…
Μετά από κάνα δίωρο σαλπάρουμε, πιάνουμε τραπεζάρα με μπρίζα, βγάζουμε πολύμπριζο και αρχίζουμε να φορτίζουμε κινητά, ενδοεπικοινωνίες, φωτογραφικές μηχανές φωτογραφική μηχανή, λάπτοπ, mp3 players, gps, σεσουάρ, μίξερ, τοστιέρες, σκουπάκια, αποτριχωτικές μηχανές, και ό,τι άλλο απαραίτητο κουβαλά κάθε ταπεινός ταξιδιώτης. Κοιτάμε γύρω μας και βλέπουμε το πάτωμα να είναι γεμάτο νερά. Τι διάολο, βουλιάζουμε ακόμα δεν ξεκινήσαμε; “Νορμάλ” μας λέει ο καμαρωτός καμαρότος. Οι Τυνήσιοι ατάραχοι πάντως, έχουν στρώσει τις κουρελούδες τους δίπλα στα νερά, έχουν βγάλει τα τάπερ τους και τρώνε κάτι περίεργα πράγματα. Ελπίζω να ξέρουν τι κάνουν και να μην έχουμε καμιά δυσάρεστη αλληλεπίδραση του εντέρου τους με τη μύτη μας. Οι δυνατές φωνές τους πάντως δεν με ενοχλούν καθόλου, το αντίθετο μάλλον, με νανουρίζουν γλυκά καθώς χύνομαι πάνω στην καρέκλα μου.
Έχει πλέον πέσει η νύχτα για τα καλά και το καράβι δένει στο λιμάνι της Τύνιδας. Λύνουμε τις μηχανές, και βγαίνουμε δειλά από το πλοίο. Πατάμε πλέον στην Αφρική. Κανένας ενθουσιασμός για την ώρα. Το περιβάλλον στο τελωνείο δεν είναι πολύ ευχάριστο. Κόσμος πηγαινοέρχεται, εμείς χαμένοι, κανένας δεν μιλά αγγλικά, ευτυχώς ο Δημήτρης ψελλίζει κάποια λίγα Γαλλικά και προσπαθούμε μάταια να καταλάβουμε τι πρέπει να κάνουμε για να μπορέσουμε να φύγουμε. Τυνήσιος διαπραγματευτής μας προσεγγίζει και προσφέρει τη βοήθεια του αφιλοκερδώς (10 ευρώ). Μαζί του συμπληρώνουμε κάτι χαρτιά στα αραβικά αλλά δεν ξέρουμε που πρέπει να τα δώσουμε. Υπάρχουν διάφορα περίπτερα τριγύρω με ουρές πολλών ατόμων. Για την ακρίβεια δεν είναι ουρές. Τσούρμο γύρω από τον υπάλληλο, χωρίς καμία σειρά, να σπρώχνονται, να φωνάζουν και να προσπαθούν να εξυπηρετηθούν. Ο πιο σωματώδης και αυτός με την πιο δυνατή φωνή εξυπηρετείται πρώτος μάλλον. Αναγκαστικά παίρνουμε μέρος στη μάχη κι εμείς. Σμπρωξίδι, βρισίδι, αναμονή, για να καταλάβουμε μετά από μισή ώρα ότι περιμένουμε σε λάθος περίπτερο. Και δώστου πάλι στο άλλο περίπτερο που και πάλι μπορεί να μην είναι το σωστό. Αναπολώ ρομαντικά τις ουρές στην Ελλάδα που μπορεί να είναι ατελείωτες αλλά τουλάχιστον υπάρχει κάποια υποτυπώδης σειρά. Και νομίζουμε εμείς ότι έχουμε γραφειοκρατία, welcome to Africa σκέφτομαι…
Μετά από καμιά ώρα καταφέρνουμε και δίνουμε το σωστό χαρτί με τη σωστή υπογραφή στον σωστό αστυνομικό που θα μας ανοίξει επιτέλους τη ρημάδα τη μπάρα να φύγουμε. Μαύρα μεσάνυχτα και διανύουμε τα λίγα χιλιόμετρα που χωρίζουν το λιμάνι με την Τύνιδα. Μια περίεργη μυρωδιά διαπερνά το κράνος. Κάτι από λιβάνι, κάτι από βαρύ άρωμα, κάτι απροσδιόριστο, κάτι από Τυνησία μάλλον. Η μυρωδιά αυτή θα μας συντροφεύει για πολλές μέρες ακόμα.
Φτάνουμε στο κέντρο της Τύνιδας που παρά το προχωρημένο της ώρας, σφύζει από ζωή. Κόσμος αραχτός σε καφετέριες, άλλοι όρθιοι μέσα σε φαστφουντάδικα, άλλοι πηγαινοέρχονται, άλλοι φωνάζουν και γελάνε. Κόσμος πολύς πάντως. Μάλλον γιατί είναι Σαββατόβραδο. Κόσμος περίεργος επίσης, διαφορετικός. Κόσμος που αν τον έβλεπες στην Ελλάδα θα φοβόσουν ίσως, ή θα τον σνόμπαρες. Κάτι λείπει όμως. Που είναι οι γυναίκες; Είναι ζήτημα αν υπάρχουν δυο-τρεις γυναίκες ανάμεσα σε εκατοντάδες άντρες. Παρκάρουμε τις μηχανές και κατεβαίνουμε, λίγο ψαρωμένοι, λίγο φοβισμένοι. Διάφοροι νεαροί μας πλησιάζουν και αρχίζουν να κοιτάνε τις μηχανές. Μηχανές στην Τυνησία δεν υπάρχουν, μόνο μικρά μοτοποδήλατα οπότε το θέαμα για αυτούς διαφορετικό. Μας περιεργάζονται από πάνω μέχρι κάτω, πρέπει να φαντάζουμε σαν αστροναύτες στα μάτια τους, με τα μπουφάν, τα κράνη και τις μπότες. Χαμογελούν όμως και προσπαθούν να μας μιλήσουν. Αράζουμε σε τραπεζάκι στην πλατεία, δίπλα ακριβώς από τις μηχανές για να τις προσέχουμε. Τρώμε μια εμετική κρέπα με κάτι σαν τραχανά μέσα. Μήτσο κανά σουβλάκι κονσέρβα φέραμε;
Νεαρός μας πλησιάζει και μας προτείνει να μας βρει ξενοδοχείο. Αρνούμαστε και το παλεύουμε μόνοι μας. Η ώρα πρέπει να έχει πάει 01:00 οπότε βρίσκουμε το μοναδικό ανοιχτό Hotel Masmoudi, το οποίο μάλιστα έχει δίπλα ένα πάμφθηνο υπόγειο κλειστό πάρκινγκ για τις μηχανές μας. Ο ξενοδόχος αγενέστατος από την πρώτη στιγμή, όμως δεν έχουμε και εναλλακτική. Το δωμάτιο βρωμοκοπά αλλά εντάξει, ένα βράδυ είναι, θα περάσει. Το νερό στο ντους παγωμένο, πάλι καλά όμως καταφέραμε και πλυθήκαμε, σε αντίθεση με τα σεντόνια του ξενοδοχείου που σίγουρα έχουν να πλυθούν πολλούς μήνες. Ξετυλίγουμε τα sleeping bag πάνω στα θεοβρώμικα σεντόνια και τα λέμε το πρωί…
Odometer: 30km (και κάμποσα μίλια το καράβι)
Διαμονή: Hotel Masmoudi (μην πάτε)
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
φοβερο αρθρο, εμπνευσή και για μας
Ευχαριστουμε για το ταξιδι φιλε και για την ωραια περιγραφη…καλη συνεχεια!!!
Μπράβο φίλε μου, μας ταξίδεψες… Ίσως είναι ο επόμενος προορισμός μας.. Καλές βόλτες!!!