28-03-2010. Ημέρα 5η. «Τζούρες Αφρικής»
“Ξύπνημα κατά τις 10:00 όπου διαπιστώνουμε ότι χρειαζόμαστε πάλι ντους. Μια έντονη μπόχα έχει ποτίσει τα sleeping bag μας καθώς και όλα μας τα υπάρχοντα. Hotel σου λέει μετά… τεσπά.
Δεν έχουμε σκοπό να δούμε την Τύνιδα καθώς είναι η πρωτεύουσα με πολύ κόσμο και θεωρείται σχετικά εξευρωπαϊσμένη. Προτιμούμε να κινηθούμε στον πιο αυθεντικό και άγνωστο νότο της Τυνησίας και αν μείνει χρόνος στο τέλος να δούμε και την πρωτεύουσα. Για πρωινό στο ξενοδοχείο ούτε λόγος. Κάνουμε συνάλλαγμα σε μια τράπεζα, ξεπαρκάρουμε τις μηχανές από το υπόγειο πάρκινγκ και ξεκινάμε. Καθώς οδηγούμε στα στενάκια της Τύνιδας οι εικόνες είναι διαφορετικές υπό το φως της ημέρας. Κίνηση, μποτιλιάρισμα και πολύς κόσμος παντού. Όλοι τους μας κοιτάνε περίεργα και προσπαθούν να καταλάβουν τι είμαστε. Διασχίζουν τους δρόμους χωρίς τάξη, ελίσσονται ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα και νομίζεις ότι θα σου ορμήξουν. Στο σκηνικό συμμετέχουν και γυναίκες αυτή τη φορά, άλλες με μαντήλα στο κεφάλι, άλλες χωρίς. Στα πεζοδρόμια μικροί πάγκοι άλλοι με μπαχαρικά, άλλοι με τσάι, άλλοι με έξυπνους αποφλοιωτές για πατάτες και άλλοι με παρόμοια ψιλολοίδια. Το ακαθόριστο αλλά ιδιαίτερο άρωμα που οσφρηστίκαμε χθες, τώρα είναι ακόμα πιο ζωηρό και καλύπτει επιτέλους την μπόxα του Hotel Masmoudi. Το όλο σκηνικό μας θυμίζει έντονα την οδό Ευριπίδου στην Αθήνα. Δεν είναι και τόσο διαφορετική η Αφρική τελικά…
Λίγο πριν βγούμε από την πόλη βάζουμε βενζίνη και τρώμε το πρώτο σοκ. 0,72ευρώ/lt. Μήτσο αν θες φύγε εσύ, εγώ θα κάτσω εδώ για πάντα!
Φύγαμε για το νότο λοιπόν! Η υπάλληλος στα διόδια αγχώνεται, δυσκολεύεται να μας πάρει λεφτά γιατί δεν υπάρχει κατηγορία για μηχανές. Πολύ καλή εθνική οδός, με 2-3 λωρίδες ανά κατεύθυνση και νησίδα στην μέση, επιτρέπει μεγάλες ταχύτητες, εμείς όμως είμαστε προσεκτικοί. Και πολύ καλά κάνουμε αφού οι ντόπιοι οδηγοί δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν μοτοσυκλέτες, οπότε δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ένα δίκυκλο μπορεί να ταξιδέψει και να αναπτύξει ταχύτητα πάνω από 40 χλμ/ω με ότι συνεπάγεται αυτό. Σε βλέπει στον καθρέφτη του ο Τυνήσιος να είσαι από πίσω του και να έχεις ανάψει φλας να προσπεράσεις και αυτός τσαρουχώνει το φρένο για να δει το αξιοθέατο δίτροχο. Μπορεί να σου κλείσει και το δρόμο για να σε χαιρετίσει και να σε βγάλει φωτογραφία. Όλοι τους πάντως είναι χαμογελαστοί και μας προτείνουν τα χέρια τους από το παράθυρο για χειραψία εν κινήσει, καλοπροαίρετοι δεν λέω αλλά και αρκετά επικίνδυνοι. Σιγά σιγά προσαρμοζόμαστε στον τρόπο οδήγησης και αρχίζουμε να παρατηρούμε το τοπίο τριγύρω μας. Αρκετό πράσινο, στην Μεσόγειο βρισκόμαστε ακόμα εξάλλου. Το μάτι σου χάνεται σε απέραντους ελαιώνες που απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου. Τα ελαιόδεντρα στοιχισμένα με απόλυτη τάξη, λες και τα φύτεψαν αρχιτέκτονες με διαβήτες και χάρακες. Τα χιλιόμετρα φεύγουν γρήγορα, οπότε μετά από δυο ώρες βρισκόμαστε πλέον στο El Djem.
Το Ελ Τζεμ είναι μια μικρή κωμόπολη που είναι γνωστή για το τέλεια διατηρημένο αμφιθέατρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το τρίτο μεγαλύτερο Κολοσσαίο του ρωμαϊκού κόσμου, το οποίο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το αντίστοιχο της Ρώμης. Έχει χωρητικότητα 35.000 ατόμων, το οποίο σημαίνει ότι αν υποθετικά μαζέψεις όλους τους κάτοικους του Ελ Τζεμ και τους βάλεις μέσα να δουν καμιά μονομαχία δεν γεμίζουν ούτε το μισό. Διακρίνουμε το αμφιθέατρο από μακριά και προσπαθούμε να το πλησιάσουμε, παρατηρώντας παράλληλα και τις ζωντανές γειτονιές της επαρχιακής πόλης. Πριν καλά καλά προλάβουμε να παρκάρουμε τις μηχανές ακούμε σε σπαστά ελληνικά “Καλημέρα, καλησπέρα, πορτοκάλι, καλαμάκι, φραπέ, Παπαρήγα, Καραμανλή”. Νεαρός Τυνήσιος σε ρόλο κράχτη- παρκαδόρου-σερβιτόρου-φύλακα των μηχανών και πωλητή σουβενίρ μας υποδέχεται. Τι είναι τούτος ρε Μήτσο; Και που την ξέρει την Παπαρήγα και τον Καραμανλή; Μας βάζει να κάτσουμε σε τραπέζι με το ζόρι, μας φτιάχνει κάτι σαν φραπέ και μας ετοιμάζει μια τυνησιακή πικάντικη πίτσα, φουλ στο μπαχαρικό για πρωινό. Ο νεαρός δεν έχει σταματήσει να μιλάει, μας εξηγεί ότι έρχονται αρκετοί Έλληνες τουρίστες για να δουν το αμφιθέατρο και γι αυτό έχει μάθει και κάποιες ελληνικές λέξεις. Παράλληλα προσπαθεί να μας προσφέρει κάθε είδους υπηρεσία, να μας ξεναγήσει στο αμφιθέατρο (10 δηνάρια), να μας πουλήσει σουβενίρ (5 δηνάρια), να μας φυλάξει τις μηχανές (2 δηνάρια), τα κράνη (1 δηνάριο) και τα υπάρχοντα μας (5 δηνάρια) και όλα αυτά αφιλοκερδώς.
Παραδίπλα δυο καμήλες κόβουν βόλτες ανάμεσα στον κόσμο, οι πρώτες που βλέπουμε στη χώρα. Eντυπωσιακές οφείλω να πω αλλά προτιμώ τις ιαπωνικές δρομάδες μας.
Τα λέμε για λίγο με τον φιλικότατο και διψασμένο για δηνάρια νέο και χορτάτοι πλέον περιηγούμαστε μόνοι μας στην αρένα του εντυπωσιακού αμφιθεάτρου. Όντως καλοδιατηρημένο και πολύ επιβλητικό, σε βάζει γρήγορα στην ατμόσφαιρά του και σε μεταφέρει σε άλλη εποχή. Σαν να βλέπω τριγύρω μου τις γεμάτες Ρωμαίους κερκίδες να έχουν ζωντανέψει. Να και ο Καίσαρας εκεί ψηλά, δίνει το σύνθημα και ο λαός ζητωκραυγάζει στις εξέδρες. Τα λιοντάρια απελευθερώνονται, ένα με πλησιάζει απειλητικά, ανοίγει επιδεικτικά το στόμα του δείχνοντάς μου τα κοφτερά του δόντια και βρυχάται μες στη μούρη μου. Με περίσσο θάρρος και χωρίς να φοβηθώ καθόλου, σαν άλλος Τσακ Νόρις προσπαθώ να αντιδράσω, ανοίγω το στόμα μου, βρυχώμαι απειλητικά και πάρτο κάτω το λιοντάρι λιπόθυμο. Η πικάντικη πίτσα του Τυνήσιου με τα φουλ μπαχαρικά έκανε δουλειά τελικά. Γατάκια… Κάπου εκεί συνειδητοποιώ ότι και ο μονομάχος με την πανοπλία που ξεπροβάλλει από μια είσοδο στο βάθος δεν είναι ο Ράσελ Κρόου, άλλα τουρίστας με γιλέκο και τεράστιο τηλεφακό αντί για ξίφος. Επανέρχομαι σιγά σιγά στην πραγματικότητα.
Αφήνουμε πίσω το El Jem με κατεύθυνση πάντα νότια. Οι δρόμοι εξακολουθούν να είναι καλοί, με μεγάλες ευθείες και ένα ρεύμα ανά κατεύθυνση. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται πάλι, γιατί οι αντίθετα ερχόμενοι οδηγοί μπαίνουν μονίμως στο ρεύμα μας για να προσπεράσουν αναγκάζοντας μας να φρενάρουμε απότομα ή ακόμα και να βγούμε από το δρόμο, για να περάσουν. Μάλλον οι μοτοσυκλέτες είναι διάφανες για τους Τυνήσιους.
Οδηγούμε και μέσα από το κράνος μια διαφορετική μυρωδιά έχει αρχίσει να πολιορκεί τη μύτη μας. Αρνί στα κάρβουνα. Ρίχνουμε ταχύτητα και παρατηρούμε στις άκρες του δρόμου διαδοχικές, πρόχειρα στημένες ταβέρνες με αρκετά ζωντανά πρόβατα τριγύρω. Άλλα βόσκουν και βελάζουν αμέριμνα και άλλα ουρλιάζουν ξεψυχώντας, καθώς ο ταβερνιάρης τους σκίζει το λαρύγγι με μια μαχαίρα. Η διαδικασία εδώ έχει ως εξής. Ο πεινασμένος ταξιδιώτης διαλέγει ένα ζωντανό πρόβατο που γουστάρει, ο ταβερνιάρης το σφάζει επιτόπου μπροστά του, το γδέρνει και το πετάει στα κάρβουνα. Σε λίγα λεπτά τρως παϊδάκι φρεσκότατο, αλλά αμφιβάλλω πόσο υγιεινό είναι αυτό. Το θέαμα πάντως είναι αποκρουστικό και σε συνδυασμό με την αχώνευτη πίτσα που φάγαμε πριν λίγο, δεν το σκεφτόμαστε καν να δοκιμάσουμε.
Το τοπίο αλλάζει όσο κατεβαίνουμε νοτιότερα. Διασχίζουμε πλέον μεγάλες άγονες εκτάσεις και οι φοίνικες έχουν αντικαταστήσει τα ελαιόδεντρα του βορρά ενώ η άμμος έχει αρχίσει δειλά δειλά να κάνει την εμφάνιση της. Λίγο μετά το Sfax σταματάμε για βενζίνη και για να αλλάξουμε πλέον και την καημένη τη λάμπα του Fazer. Ο κεντρικός δρόμος που ακολουθούμε στη συνέχεια περνά μέσα από αρκετά χωριά, στα οποία δεν έχουμε χρόνο να σταματήσουμε αλλά πάντα κόβουμε ταχύτητα πηγαίνοντας σχεδόν σημειωτόν για να ρουφήξουμε όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες. Χωριά ζωντανά, γεμάτα χαμογελαστό κόσμο που μας χαιρετά συνεχώς, ενώ κάποια παιδιά πετάγονται μες στο δρόμο για να μας δώσουν τα χέρια τους. Συνεχίζουμε ακούραστοι διασχίζοντας αρκετές πόλεις-οάσεις, καταπίνουμε τα χιλιόμετρα σαν ηλιόσπορο, ο ήλιος αρχίζει να δύει κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Γκαμπές. Ο παπαγάλοοοοοος σουστειλεστερνήφοράτογειασου, κιαπάντησεαπτοοοοο στόκολοσπασμέναοθερμαστής… σόρρυ παρασύρθηκα πάλι.
Το Gabes λοιπόν είναι μια βιομηχανική πόλη της Τυνησίας με γνωστό λιμάνι, που αν δεν το ανέφερε ο Καββαδίας στο ποίημα του, δεν θα το ήξεραν ούτε οι κάτοικοί του. Μπαίνουμε μες στην πόλη και κάνουμε στάση στο κέντρο για να ξεπιαστούμε. Παραγγέλνουμε ένα τσάι αντί για καφέ μπας και καταλάβουμε γιατί όλοι οι Άραβες το γουστάρουν τόσο. Δεν είναι καθόλου κακό. Απέναντι από τον καφενέ που καθόμαστε υπάρχει ένας ναός και παρατηρούμε καθηλωμένοι τους μουσουλμάνους να βγάζουν τα παπούτσια τους για να μπουν να προσευχηθούν, ενώ από μεγάφωνα ακούμε τον ιμάμη να λέει τα δικά του. Αυτή την φορά κοιτάμε εμείς τους μουσουλμάνους σαν εξωγήινους. Εικόνες, ήχοι και αρώματα τόσο διαφορετικά για μας. Γκαρσόν, τσάκω άλλο ένα τσάι!
Έχει πλέον βραδιάσει όταν ξεκινάμε να διανύσουμε τα τελευταία 50 χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από τη Ματμάτα, όπου και έχουμε σκοπό να διανυκτερεύσουμε. Ο ερημικός επαρχιακός δρόμος είναι αρκετά καλός αλλά πίσσα σκοτάδι, το φεγγάρι δεν έχει βγει ακόμα. Το μόνο που βλέπουμε για την επόμενη μια ώρα είναι το απόλυτο μαύρο της νύχτας και το κομμάτι από την μονότονη άσφαλτο που φωτίζουν οι προβολείς μας
Μπαίνουμε σιγά σιγά στο μικρό χωριό της Ματμάτα. Η Ματμάτα είναι ένα μικρό παραδοσιακό βερβέρικο χωριό που φημίζεται για τους τρωγλοδύτες, τους κάτοικους της δηλαδή που από αρχαιοτάτων χρόνων ζουν σε υπόγειες σπηλιές σκαλισμένες περίτεχνα σε βράχια. Ο λόγος που ζουν υπογείως είναι για να προστατεύονται από τη ζέστη της ερήμου αλλά και για να κρύβονται από τους κατακτητές. Αν υποθέσουμε δηλαδή τώρα ότι εμείς είμαστε κατακτητές, τον πέτυχαν το στόχο τους. Δεν βλέπουμε τίποτα. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ακόμα και ουρανοξύστη να είχαν χτίσει, δεν θα τον βλέπαμε με τέτοιο σκοτάδι. Πλησιάζουμε προς το κέντρο του χωριού και από πίσω μας έχει κολλήσει νεαρός με μοτοποδήλατο μαρσάροντας, κορνάροντας και φωνάζοντας για να σταματήσουμε. Σταματάμε, μας συστήνεται ως Μοχάμεντ, μας λέει ότι είναι διορισμένος υπεύθυνος τουριστικός αντιπρόσωπος του χωριού και θέλει να φροντίσει για την εξυπηρέτηση μας αφιλοκερδώς. Του συστήνομαι σαν Μέγας Ναπολέων, γνωστός στρατηλάτης. Δεν με πιστεύει. Οκ, αυτός το ξεκίνησε όμως.
Ο Μοχάμεντ λοιπόν είναι ένα από τα φτωχά πιτσιρίκια που ζουν στη Ματμάτα και αυτοαποκαλούνται ξεναγοί με την ελπίδα να τους δώσεις λίγα δηνάρια σε αντάλλαγμα για τις πληροφορίες και τη βοήθεια που σου προσφέρει. Εμείς, αν και υποψιασμένοι, πιάνουμε κουβέντα μαζί του, μιας και είναι το μοναδικό απ’ όλα τα πιτσιρίκια που μιλάει λίγο αγγλικά, άσε δε που τα 2 δηνάρια είναι σίγουρα πιο χρήσιμα σ’ αυτόν παρά σ’ εμάς. Τον ρωτάμε για το Hotel Marhala το οποίο το είχαμε εντοπίσει από την Αθήνα, είχαμε δει φωτό στο ίντερνετ, μας άρεσε και ξέραμε ότι είναι φθηνό. Μας λέει που είναι, αλλά επιμένει να κανονίσουμε να μας ξεναγήσει την άλλη μέρα το πρωί στις τρώγλες, να μας πάει να δούμε ντόπιους Βέρβερους, να μας πάει σε μουσεία κλπ κλπ. Του λέμε ότι προτιμούμε να τα δούμε μόνοι μας αλλά επιμένει. Του δίνουμε 2 δηνάρια μήπως και μας αφήσει. Τα τσιμπάει αλλά εκεί αυτός, κολλιτσίδα.
Κάποια στιγμή δραπετεύουμε και μπαίνουμε στο ξενοδοχείο με την ελπίδα να υπάρχει ελεύθερο δωμάτιο. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο είναι μια παλιά τρώγλη που μετατράπηκε τελευταία σε ξενοδοχείο. Κατεβαίνοντας κάποια σκαλιά καταλήγουμε σε μια σπηλιά που έχει το ρόλο ρεσεψιόν, ρωτάμε για δωμάτιο και ο ευγενικός ξενοδόχος μας γνέφει θετικά. Μας τονίζει επίσης ότι έχει και φυλασσόμενο πάρκινγκ για τις μηχανές. Πηγαίνοντας προς το δωμάτιό μας, διασχίζουμε ένα μικρό άνοιγμα στο βράχο και μπροστά μας ξεδιπλώνεται μια πολύ όμορφη εικόνα: Μια μεγάλη αυλή και τριγύρω βράχια μέσα στα οποία έχουν ανοίξει τρύπες και έχουν διαμορφώσει τα δωμάτια-σπηλιές. Όλα αυτά 10 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, ενώ η αυλή έχει το ρόλο αίθριου, αφού αν κοιτάξεις πάνω βλέπεις τον ουρανό και το φεγγάρι που έχει αρχίσει και σηκώνεται. Η δικιά μας τρώγλη είναι στον πάνω “όροφο”. Ανεβαίνουμε τα απότομα σκαλάκια, ανοίγουμε τη βαριά ξύλινη πόρτα και αντικρίζουμε μια σπηλιά 2×3, ίσα που χωράνε 2 στρώματα σε 2 εσοχές στον τοίχο και κάποιες κουβέρτες. Τίποτα άλλο, κανένα περιττό διακοσμητικό. Η απλοϊκότητα σε όλο της το μεγαλείο. Αν και τρώγλη είναι πεντακάθαρη πάντως και πολύ δροσερή. Αυτό ακριβώς που θέλουμε.
Γυρίζουμε προς στη ρεσεψιόν να κάνουμε ένα γρήγορο ντους, καθώς δεν υπάρχει τουαλέτα στην τρώγλη μας. Να σου και ο Μοχάμεντ πάλι, μας περιμένει στη ρεσεψιόν και μας αρχίζει στο ψήσιμο για την αυριανή βόλτα. Αν δεν του βάζαμε τις φωνές νομίζω θα έμπαινε μαζί μας στη ντουζιέρα για να μας σαπουνίσει.
Στη συνέχεια έχει μάσα στη σπηλιά-εστιατόριο του ξενοδοχείου, μέσα στην τιμή του δωματίου κι αυτό. Το μενού παραδοσιακό τυνησιακό κους-κους και λίγο κρέας. Λιτά πράγματα. Δεν εντυπωσιάζομαι από τη γεύση. Παρόλα αυτά δείχνει καθαρό και στην τελική ρε Κακ αν ήθελες να φας σουβλάκια να ταξίδευες στη Λιβαδειά, όχι στην Τυνησία. Η ώρα πρέπει να είναι ήδη 23:30 αλλά λέμε να πάμε μια βόλτα με τα πόδια στο χωριό να το δούμε με την ησυχία μας.
Εντοπίζουμε καφενέ ο οποίος παρά το προχωρημένο της ώρας έχει καμιά 10ρια ντόπιους που φουμάρουν τον ναργιλέ τους. Ναργιλέ και για μας και 2 τσαγάκια. Παρατηρούμε τον κόσμο και προσπαθούμε να μαντέψουμε την ιστορία του καθενός. Παραδοσιακοί τυνήσιοι με μαντήλες στο κεφάλι, καπνίζουν αμίλητοι. Δεν δοκιμάζουμε καν να επικοινωνήσουμε μαζί τους, δείχνουν λίγο απρόσιτοι, αν όχι άγριοι. Για πρώτη φορά μάλιστα κανείς τους δεν δείχνει να ασχολείται με την πάρτη μας. Η ηρεμία της στιγμής χαλάει ξαφνικά, όταν βλέπουμε μέσα από το καφενείο να βγαίνει χαμογελαστός ο σπασοκλαμπάνιας ο Μοχάμεντ ο οποίος αρχίζει να μας λέει αν θέλουμε να μας φέρει αυτοκόλλητα της Τυνησίας για 2 δηνάρια. Δεν μας χέζεις ρε Μοχάμεντ; Επιμένει και για την αυριανή βόλτα οπότε τελικά παραδίδουμε τα όπλα και του δίνουμε ραντεβού για το πρωί μήπως και τον ξεφορτωθούμε. Παίρνουμε 2η γύρα τσάι, κάνουμε το ναργιλέ μας και γυρνάμε προς το ξενοδοχείο. Φτάνοντας παρατηρούμε μια περίεργη σκιά δίπλα από τις μηχανές μας. Πλησιάζουμε και βλέπουμε έναν ταλαίπωρο μισοκοιμισμένο γεράκο να έχει στήσει μια καρέκλα ακριβώς μπροστά από τις μηχανές και να τις κοιτάει. “Φυλασσόμενο παρκινγκ” μου λέει ο Δημήτρης καθώς του βάζει 5 δηνάρια στην τσέπη…
Odometer: 452km
Διαμονή: Hotel Marhala (σούπερ!)
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
φοβερο αρθρο, εμπνευσή και για μας
Ευχαριστουμε για το ταξιδι φιλε και για την ωραια περιγραφη…καλη συνεχεια!!!
Μπράβο φίλε μου, μας ταξίδεψες… Ίσως είναι ο επόμενος προορισμός μας.. Καλές βόλτες!!!