Πέμπτη 29 Οκτωβρίου, Ζαγοροχώρια (χλμ. 110)
Τουρ στα Ζαγόρια…
Το μάτι ανοίγει πρωί-πρωί, αλλά η πυκνή ομίχλη μας κρατάει στα κρεβάτια μας.
Εν τέλει παίρνουμε την απόφαση να πάμε για πρωινό. Μέχρι να δοκιμάσουμε όλα τα καλούδια του μπουφέ, ένας καταγάλανος ουρανός έχει πάρει την θέση της πρωινής ομίχλης. Παίρνουμε τα απαραίτητα και την κάνουμε γοργά, καθώς έχουμε πάρα μα πάρα πολλά να δούμε.
Ένα χιλιόμετρο παρακάτω σταματάμε για να θαυμάσουμε το γεφύρι του Κοντοδήμου ή Λαζαρίδη.
Το γεφύρι έχτισε ο Τόλης Κοντοδήμος από το Βραδέτο ο οποίος ήταν διερμηνέας της Γαλλικής πρεσβείας στην Πόλη. Το δεύτερο όνομά του το πήρε από τον ιδιοκτήτη του μύλου που βρισκόταν εκεί κοντά.
Πάνω από το γεφύρι υπάρχει ένας βράχος που ονομάζεται «Καντήλα, εξαιτίας του παρακάτω θρύλου: Στα 1853, ληστές έκαψαν την εκκλησία της Μπάγιας (Κήπων) και έκλεψαν τις εικόνες της. Ανάμεσα στις εικόνες ήταν κι αυτή του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης. Από τότε, κάθε βράδυ της παραμονής της γιορτής των Αγίων, παρουσιαζόταν μια καντήλα, κρεμασμένη από το βράχο μέχρι το γεφύρι. Τελικά οι Κουκουλιώτες βρήκαν τις εικόνες κρυμμένες κοντά στο ποτάμι και από τότε σταμάτησε να εμφανίζεται και η καντήλα.
Ξανά καβάλα στις μοτοσυκλέτες, για 500 μέτρα περίπου, όπου και κάνουμε στάση στο μοναδικό τρίτοξο γεφύρι της περιοχής, το Καλογερικό ή του Πλακίδα.
Το γεφύρι αυτό ονομάστηκε και “κάμπια εν κινήσει” χαρακτηρισμός που δικαιολογείται απόλυτα αν το κοιτάξει κάποιος από ένα από τα γύρω υψώματα. Το γεφύρι αρχικά ήταν ξύλινο και το 1814 ο Ηγούμενος της Μονής του Προφήτη Ηλία Βίτσας, Σεραφείμ, διέθεσε 20.000 γρόσια για να γίνει αυτό το πανέμορφο γεφύρι. Το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία διατηρούσε στο σημείο αυτό υδρόμυλο μαζί με νεροτριβή και η κατασκευή του γεφυριού έγινε για να αντικαταστήσει το παλιότερο γεφύρι, ώστε να κάνει το πέρασμα πιο ασφαλές. Το παλιό γεφύρι ήταν ξύλινο και είχε κατασκευαστεί στα μέσα του 18ου αιώνα από τον Νεγαδιώτη Ζώτο Ρούσση, που δαπάνησε για τον σκοπό αυτό 8.000 γρόσια.
Το δεύτερο όνομά του το πήρε από τον Αλέξη Πλακίδα ο οποίος το 1865 έκανε μία σοβαρή επισκευή στο γεφύρι. Το 1912 ο Ευγένιος Πλακίδας συντήρησε και αυτός το γεφύρι χτίζοντας εκεί και μια βρύση. Το 1977 το γεφύρι κινδύνεψε σοβαρά όταν κάποιοι εργολάβοι θεώρησαν καλό να περάσει ο δρόμος πάνω από το γεφύρι και έστησαν ένα σπαστήρα για χαλίκι ακριβώς δίπλα από το γεφύρι. Μετά από πολλές διαμαρτυρίες όμως των κατοίκων ο σπαστήρας απομακρύνθηκε και ο δρόμος άλλαξε πορεία.
Μεταφερόμαστε λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα για να δούμε ένα ακόμα εντυπωσιακό γεφύρι, αυτό του Κόκκορη ή Νούτσου.
Πρωτοχτίστηκε το 1750 με χρήματα του Νούτσου Κοντοδήμου, αλλά πολλές φορές χρειάστηκε να επισκευασθεί ή και να χτιστεί από την αρχή. Στη συντήρηση ή την ανακατασκευή του συμμετείχαν πολλοί, ανάμεσα στους οποίους ο μυλωνάς Γρηγόρης Κόκκορης από τον οποίο πήρε το ένα από τα δύο ονόματά του.
Στο ίδιο σημείο υπήρχε παλιότερα ένα άλλο γεφύρι, το οποίο χρησιμοποιούσαν και για να τιμωρούν τους ζωοκλέφτες: Για να διαπιστώσουν αν ένας ύποπτος ήταν ζωοκλέφτης, τον ανάγκαζαν να περάσει το γεφύρι, κουβαλώντας μια γίδα στην πλάτη. Αν περνούσε ή αν ομολογούσε την πράξη του, αθωωνόταν. Διαφορετικά, η τιμωρία του ήταν ο πνιγμός στο ποτάμι.
Κοντά στο γεφύρι βρίσκεται η «σπηλιά του Νταβέλη», που αποτέλεσε καταφύγιο του ληστή Γιώργου Νταβέλη το καλοκαίρι του 1881, όταν τον κυνηγούσε τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Νταβέλης απέδωσε τη σωτηρία του στην Αγία Παρασκευή, επειδή κοντά στο γεφύρι βρίσκεται ένα ξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Για το λόγο αυτό, ο ληστής κατασκεύασε το εικόνισμα μέσα στη μικρή σπηλιά.
Το 1910 το γεφύρι έπαθε σοβαρή ζημιά και ανέλαβαν να το επιδιορθώσουν τα γύρω χωριά μαζί με το τούρκικο δημόσιο. Τότε διέθεσε ένα μικρό ποσό και ο Γρηγόρης Κόκκορης από το χωριό Κουκούλι ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του γειτονικού μύλου. Έτσι το γεφύρι πήρε το δεύτερο όνομά του. Το 1977 το γεφύρι έπεσε θύμα μιας φήμης ότι περιείχε θησαυρό. Άγνωστοι κατέστρεψαν τμήμα του καλντεριμιού στην προσπάθεια τους να βρουν το θησαυρό. Ευτυχώς την ζημιά διόρθωσε η αρχαιολογική υπηρεσία και το γεφύρι στέκει και πάλι περήφανο.
Οι πληροφορίες για τα παραπάνω γεφύρια είναι από την ιστοσελίδα petrinagefiria.com.
Επόμενος μας σταθμός το Μονοδένδρι, όπου αφήνουμε τις μοτοσυκλέτες και συνεχίζουμε μέσα από τα όμορφα καλντερίμια προς την μονή της Αγίας Παρασκευής. Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένα τεράστιο δέντρο, αλλά λέγεται ότι το όνομα του πιθανότατα το οφείλει σε ένα μεγάλο έλατο που υπήρχε στο χωριό έως το 1840.
Μια πινακίδα στην πορεία, μας ενημερώνει ότι η χαράδρα του Βίκου έχει καταγραφή στα ρεκόρ βιβλίου Guiness το 1997, ως τη βαθύτερη χαράδρα του κόσμου, με βάθος 900 μέτρα και άνοιγμα μόνο 1100 μέτρα.
Η μονή είναι χτισμένη ακριβώς στο χείλος της χαράδρας του Βίκου και κοιτώντας την από μακριά νομίζεις ότι κρέμεται στον αέρα. Εδώ, σε αυτό το φυσικό καταφύγιο, έρχονταν οι κυνηγημένοι κάτοικοι της περιοχής για να σωθούν από τους Τουρκαλβανούς ληστές.
Το Φαράγγι του Βίκου είναι ένα από τα πιο ακουστά στην Ελλάδα, έχει μήκος 20 χιλ. και διασχίζεται από τον ποταμό Βοϊδομάτη -παραπόταμος του Αώου- ο οποίος έχει νερό εποχικά. Η μονή προσφέρει εκπληκτική θέα προς την χαράδρα από ένα μπαλκόνι που βρίσκεται στο πίσω της μέρος…
Καλά κρυμμένο όμως βρίσκεται ένα μονοπάτι άκρως ακατάλληλο για υψοφοβικούς στο οποίο σε οδηγεί η παρακάτω πινακίδα:
Λέω καλά κρυμμένο, γιατί υπάρχουν ελάχιστες αναφορές στο δίκτυο για αυτό και επίσης παρατήρησα ότι όση ώρα ήμασταν εκεί, δεν ήρθε κανείς άλλος επισκέπτης, αν και είδαμε αρκετούς να φτάνουν μέχρι το πρώτο πλάτωμα. Το μονοπάτι λοιπόν σε οδηγεί σε ένα ασκηταριό με καταπληκτική θέα και απίστευτη γαλήνη…
Ο χρόνος έχει σταματήσει για εμάς σε αυτό το μέρος. Δεν θέλουμε να φύγουμε αν και ξέρουμε ότι έχουμε πολλά να δούμε ακόμα. Με το ζόρι, σηκωνόμαστε και κατηφορίζουμε πίσω στις μοτοσυκλέτες.
Πορεία λίγο πιο βόρεια προς την θέση Οξυά -η οποία προσφέρει και αυτή με την σειρά της όμορφη θέα προς την χαράδρα του Βίκου- διασχίζοντας το μοναδικό στο είδος του “Πετροδάσος” με τους μυθικούς σχηματισμούς των γιγαντιαίων σχιστολιθικών βράχων.
Στη θέση Οξυά ο δρόμος σταματάει σε ένα μεγάλο πλάτωμα. Η θέα όμορφη αλλά κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν μπορεί να συγκριθεί με τη αυτή από το ασκηταριό της Αγίας Παρασκευής.
Έχω διαβάσει πως υπάρχει ακόμα ένα σημείο με πανοραμική θέα της χαράδρας, στην θέση Μπελόη, την οποία προσεγγίζει κανείς μέσω ενός μονοπατιού από το χωριό Βραδέτο. Η θέση αυτή βρίσκεται ακριβώς απέναντι μας και την ψάχνω χάρις τον μακρινό φακό που έχω πάρει δανεικό από τον Ιάκωβο.
Δυστυχώς δεν έχουμε χρόνο να την επισκεφτούμε, έτσι το συγκριτικό πανοραμικής θέας της χαράδρας του Βίκου δεν θα ολοκληρωθεί σε αυτό το οδοιπορικό. Ίσως κάποια άλλη φορά…
Στο δρόμο και πάλι με πορεία προς, ίσως το πιο γνωστό απ’ τα Ζαγοροχώρια, το Πάπιγκο. Απ’ την Αρίστη, διακρίνεται ο φιδίσιος δρόμος που το προσεγγίζει. Πιο πρώτα όμως κάνουμε μια στάση στο γεφύρι της Αρίστης ή Πάπιγκου, πάνω από τον ποταμό Βοϊδομάτη. Πρόκειται για μια τοξωτή τσιμεντένια γέφυρα η οποία κτίστηκε με χρήματα Παπιγκιωτών, το 1923.
Δίπλα της υπάρχει ένας πανέμορφος χώρος ανάπαυσης. Τα γαλαζοπράσινα και πεντακάθαρα νερά του ποταμού, τα πλατάνια και η πλούσια βλάστηση σε συνδυασμό με τα φθινοπωρινά χρώματα, συνθέτουν ένα τοπίο που κάνει τις φωτογραφικές μηχανές να δουλεύουν κατά ριπάς.
Κάποιος θαρραλέος τολμά και τραβάει για βουτιά.
– Είσαι σίγουρος; των ρωτάω…
– Θα δείξει, μου απαντά…
Ανηφορίζουμε τις συνεχείς φουρκέτες και προσπερνάμε αρχικά το Πάπιγκο για να σταματήσουμε μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, στις Ρογκοβό Οβίρες.
«Ρογκοβό» ονομάζεται το ρέμα που κατεβαίνει από την δυτικότερη κορυφή της Τύμφης, τον Λάπατο και περνάει ανάμεσα στα δύο χωριά Μικρό και Μεγάλο Πάπιγκο. Οι «Οβίρες», όπως τις ονομάζουν οι ντόπιοι, είναι οι μικρές λίμνες που σε κάποιο σημείο σχηματίζει το ρέμα, ενώ μια άλλη ονομασία τους είναι «Κολυμπήθρες».
Η διαβρωτική ικανότητα του ρέματος έχει σκάψει με τα χρόνια την βραχώδη κοίτη σχηματίζοντας μικρά κοιλώματα που συγκεντρώνουν το νερό. Στα δύο μεγαλύτερα από αυτά έχει κατασκευαστεί τοίχος για να συγκρατεί το νερό όπου το καλοκαίρι, οι ντόπιοι και οι επισκέπτες απολαμβάνουν το μπάνιο τους στα κρύα νερά του ρέματος.
Περπατάμε για αρκετή ώρα μέσα στο ρέμα, το οποίο μας φαίνεται ατελείωτο. Η διάσχιση του απαιτεί την συνεχή εναλλαγή πλευράς, καθώς σε πολλά σημεία το μονοπάτι κόβεται από τους κάθετους βράχους. Σε κάποιο σημείο η πρόσβαση γίνεται πολύ δύσκολη και έτσι παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής προς τις μοτοσυκλέτες.
Επόμενος μας σταθμός το Μικρό Πάπιγκο, μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω με τον επιβλητικό Αστράκα να ορθώνεται από πάνω του. Στάση δίπλα στην εκκλησία των Ταξιαρχών με τον αιωνόβιο πλάτανο για να θαυμάσουμε την πανοραμική θέα που προσφέρει.
Κατηφορίζουμε και πάλι στο Μεγάλο Πάπιγκο όπου κάνουμε μια στάση για να περπατήσουμε στα σοκάκια του. Έρημος τόπος πραγματικά, μιας και η εποχή αυτή δεν είναι και τόσο τουριστική…
Στην πλατεία του χωριού, δίπλα στον μεγάλο πλάτανο, το μάτι κεντρίζεται από ένα όμορφο καφέ μπαρ. Ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει έτσι η στάση για ζεστό ρακομελάκι, για να ανέβει η θερμοκρασία μας, θεωρείται απαραίτητη.
Το μαγαζί εκτός από την εντυπωσιακή θέα προς τον Αστράκα διαθέτει και ένα Juke Box το οποίο σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές.
Δίπλα μας κάθεται ένα ζευγάρι από την Πάτρα, οι οποίοι ταξιδεύουν με το τροχόσπιτό τους και παρέα τους ένα μικρό λαμπρατόρ. Η ενδιαφέρουσα κουβέντα μας περί ταξιδιών καλά κρατεί και ο ήλιος είναι έτοιμος να μας αποχαιρετίσει.
Επιστρέφουμε γοργά προς τις μοτοσυκλέτες και βάζουμε ρότα προς το χωριό Ασπράγγελοι, όπου ο Κώστας σε προηγούμενο οδοιπορικό μας είχε πάει στην όμορφη οικογενειακή ταβέρνα της Βιργινίας.
Οι αυθεντικές γεύσεις από τα χεράκια της μαμάς Ηρώς είναι το κερασάκι στην τούρτα της σημερινής μας μέρας.
Με το ζόρι σηκωνόμαστε για να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Πίσσα σκοτάδι, και πάλι, και το θερμόμετρο να δείχνει μετά βίας 3,5 βαθμούς…
Το ολόγιομο φεγγάρι πάνω από το γεφύρι του Κόκκορου μας οδηγεί σε μια τελευταία στάση. Η φωτογράφηση του απαιτεί ώρα αλλά οι συνθήκες δεν ευνοούν, καθώς δεν φαινόμαστε λόγω της νύχτας και κινδυνεύουμε από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Έτσι αναγκάζομαι σε 2-3 βιαστικές φωτογραφίες οι οποίες δεν είχαν το αποτέλεσμα που ήθελα όπως βλέπετε παρακάτω:
Επιστροφή στον ξενώνα μας, ζεστό μπανάκι μπας και ανέβει η θερμοκρασία και χουχούλιασμα κάτω από τα ζεστά παπλώματα. Τα μάτια γρήγορα γίνονται βαριά και σύντομα βρισκόμαστε στην αγκαλιά του Μορφέα…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Στελιο εξαιρετικες φωτογραφιες και οδοιπορικο.Παντα τετοια!
Να ΄σαι καλά Τάσο… μακάρι να ταξιδεύουμε πάντα και να γεμίζουμε με όμορφες εικόνες και εμπειρίες το σκληρό του μυαλού μας 😉