Ημέρα 5η, Alcolea del Pinar – Λισαβόνα (850 χλμ)
Ξημερώνει…
Πού, πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ;
Αααχ, το κεφάλι μου…
Χμμ, ναι, Ισπανία, τώρα θυμήθηκα.
Hola Amigos, Buenos días. Ψσσσσ, πως τις παίζω ρε παιδί μου τις ξένες γλώσσες, να ‘ναι καλά η μαροκινή μπαργούμαν που μου έμαθε Καταλανικά στην Ισπανία. Χμμ, ακούγεται κάπως αυτό ε; Καλά, θα το σκεφτώ για μετά, προς το παρόν, ας απολαύσουμε μία ακόμα ανατολή ηλίου από το παράθυρο του ξενοδοχείου:
Κλασικά, καφεδάκι και φουντουκοσταφίδες για πρωινό, όλα κινούνται όμως σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, έμαθα πλέον τη ρουτίνα του ταξιδιού. Μάζεμα, πακετάρισμα, όλα έτοιμα σε χρόνο ρεκόρ γιατί βιάζομαι. 07:00 είμαι στο δρόμο, στις 11:30 έχω ραντεβού στο αεροδρόμιο Μαδρίτης με την Κική που έρχεται αεροπορικώς από Ηράκλειο. Ίσως αυτό να φταίει που ξαφνικά όλα βαίνουν καλώς, μηδέν προβλήματα!
ΥΓ: Μέχρι και τα κλειδιά μου βρήκα, απίστευτο! Τα είχα «χάσει» σε μία θήκη στο τανκ μπαγκ, βαθειά χωσμένα!
Πριν καλά-καλά ξεκινήσω κάνω μία σύντομη στάση σε μία περίεργη κατασκευή ακριβώς πίσω από το ξενοδοχείο, την Casa did Pieta. 1907, ένας φτωχοδιάβολος εργάτης της περιοχής, που η δουλειά του ήταν να σπάει πέτρες, συνειδητοποιεί ότι η συγκεκριμένη πέτρα (ασβεστόλιθος) σκαλίζεται σχετικά εύκολα και πως η τρύπα που είχε ανοίξει σε έναν τεράστιο ογκόλιθο μπορεί να φιλοξενήσει, με μικρές μετατροπές, φτηνά και με μεγάλη ασφάλεια και άνεση την οικογένειά του. Το ‘πε και το ‘κανε ενώ μέχρι το 1929 προσέθετε δωμάτια, παράθυρα, τζάκι και άλλες ανέσεις που έκαναν το σπίτι του μοναδικό.
Περισσότερα εδώ.
Το σπίτι είναι επισκέψιμο, αλλά δυστυχώς κλειστό την ώρα που περνούσα εγώ, οπότε συνεχίζω. Τετάρτη πρωί και τα πάντα είναι έρημα, μηδέ άνθρωπος μηδέ ζώο φαίνεται. Άλλοι ρυθμοί; Έπεσε βόμβα και θα αρχίσουν να ξεπροβάλλουν ζόμπι δεξιά και αριστερά;
Δεν κάθομαι να το ανακαλύψω, βουρ για εθνικό (χωρίς διόδια, τα τελευταία ήταν κοντά στη Βαρκελώνη), τα 138 χλμ μέχρι το κέντρο της Μαδρίτης τα καταπίνω αμάσητα.
Και τώρα; Είμαι Μαδρίτη, έχω άλλες δύο ώρες χρόνο μέχρι να πάω αεροδρόμιο να παραλάβω το πολύτιμο φορτίο. Τι κάνω; Καφεδάκι χαλαρά; Κρίμα δεν είναι, πότε θα έχω ευκαιρία να έρθω πάλι εδώ! Πάμε λοιπόν να σας κάνω ένα σύντομο τουρ της Μαδρίτης, δύο ώρες βόλταρα, λίγα πρόλαβα να δω, ακόμα λιγότερα να φωτογραφίσω.
Η Μαδρίτη είναι μία σύγχρονη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με τα πάρκα της, την ιστορία της και του πολλούς κατοίκους της (3,3 εκατομμύρια στην πόλη, 6,5 αν βάλουμε και προάστια). Καθαρή, τακτοποιημένη, όμορφη να ζεις φαίνεται, τι λέτε εσείς;
Ωραία βόλτα αλλά πλησιάζει η ώρα του ραντεβού και ως γνήσιος τζέντλεμαν δε θέλω να καθυστερήσω. Πάμε πάλι ανατολικά να βρούμε το αεροδρόμιο.
Λοιπόν, φτάνω στο αεροδρόμιο και μπορώ να πω πως είναι τεράστιο! 4 τέρμιναλς λέει, το καθένα αρκετή απόσταση από τα άλλα, άντε να βρω άκρη με ένα gps της πλάκας να μην έχει καμία λεπτομέρεια επ’ αυτού. Διαλέγω τυχαία ένα τέρμιναλ και στρίβω. Πού θα πάει, θα βρω κάποιον άνθρωπο να ρωτήσω.
Ναι ε; Κι όμως, τζίφος! Περαστικοί δεν υπάρχουν, το μόνο που βρίσκω είναι κάτι πάρκινγκ τεράστια, κανονικές πολυκατοικίες και εντελώς άδεια. Γενικότερα, η αίσθηση που μου δίνουν οι Ισπανοί μέχρι τώρα είναι πως είναι πολύ, πάρα πολύ large. Ακόμα και οι 3 υπάλληλοι που βαρούσαν μύγες στο γκισέ του παρκινγκ δεν είναι μεγάλη βοήθεια. «Αμίγκο, Ινγκλέζ; Αλεμάν; Νο;» πανάθεμά σας, και εδώ έπεσα σε μορφωμένους; Μπορεί οι ξένες γλώσσες να μην είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ισπανία, οι άνθρωποι όμως είναι εξαιρετικά ευγενικοί και πρόθυμοι να βοηθήσουν, με τις γλωσσικές παρεξηγήσεις (παρά τη χρήση εντατικής παντομίμας) να είναι άκρως ξεκαρδιστικές.
«Άι βαντ ε τέρμιναλ φρομ Γκρίις», τους λέω.
«Γκρίις;» με ρωτάνε με απορία; «Γκρίις» απαντώ. Ξάφνου, φωτίζεται το πρόσωπο και των τριών. «No problema amigo, espere»! Βρήκαμε την άκρη σκέφτομαι, αυτό ήταν. Παίρνουν ένα τηλέφωνο, τρέχει ο νεότερος της παρέας πιο πίσω, νάτονα λίγο μετά και κουβαλάει ένα κουβά… γράσο; Με τρολλάρουν, δε παίζει, «Greece μωρέ, όχι grease, βελανιδοφάγοι, καμάρια του Ισπανικού δημοσίου! El Greco, γιου κνόου; Εγώ, Ελ Γκρέκο» Σκέφτονται, σκέφτονται, «Αααα» λέει ο ένας! «Museum?»…
Δε θυμάμαι πώς, τελικά κατάλαβαν ότι υπάρχει χώρα που ονομάζεται Ελλάδα και εγώ είμαι από εκεί. Όταν δε τους λέω πως ψάχνω ένα αεροπλάνο που έρχεται από Ελλάδα, δε το καταλαβαίνουν με τίποτα! «Ρε ΒΟΔΙΑ, Airplane, you know? Flugzeug, που σκατά έμπλεξα, σίγουρα εδώ, στο αεροδρόμιο δουλεύετε ή είστε περαστικοί;» Φανταστείτε σκηνή: Μεσημέρι, κάτω από έναν καυτό ήλιο και σε ένα άδειο, τεράστιο πάρκινγκ του μεγαλύτερου αεροδρομίου της Ισπανίας, τρεις υπάλληλοι παρακολουθούν με ενδιαφέρον έναν αλλοδαπό μοτοσυκλετιστή, φουλ αρματωμένο, να παίζει παντομίμα τρέχοντας πέρα δώθε με ανοιχτά τα χέρια φωνάζοντας «Βρουυυυυμ».
Άσε, τραγική κατάσταση…
Εν τέλει, με στέλνουν σε άλλο τέρμιναλ, ένα από τα δύο για πτήσεις εξωτερικού. Πέρα από τους τρεις δουλευταράδες στο παρκινγκ, άλλους 7 υπαλλήλους ρώτησα στο αεροδρόμιο, κανένας δεν ήξερε Αγγλικά και έχω ήδη καθυστερήσει στο ραντεβού. Κάποια στιγμή με λυπήθηκε ο Θεός μάλλον και μία Σπανιόλα (μορφωμένη και αυτή) με συνόδευσε σε κάποιον γνωστό της που ήξερε αγγλικά και με καθοδήγησε επιτέλους στο σωστό τέρμιναλ, ένα άλλο, όπου με περίμενε υπομονετικά η σύζυγος.
Θα μου πεις, πάρτηνα ένα τηλέφωνο να ρωτήσεις το τέρμιναλ άνθρωπέ μου μη ψάχνεις… Στην αρχή, το κινητό της ήταν κλειστό, πετούσε. Μετά, το αμέλησα πάνω στον πανικό μου, πες πως δεν ήξερα αν έφτασε το αεροπλάνο ή όχι. Η Κική πάντως που το δοκίμασε, ξέχασε το πρόθεμα και της βγήκε μορφωμένη Σπανιόλα και αυτής. Άντε να συνεννοηθεί και εκεί, άντε να της εξηγήσω εγώ μετά πως όχι, «μόνος μου ήμουν και σε έψαχνα αγάπη μου» και «δεν έδωσα το τηλέφωνό σε καμία Σπανιόλα λατρεία μου».
Ευτυχώς που η Κική είναι έξυπνο κορίτσι και απλά μου έκανε πλάκα…
Το χιούμορ της τελειώνει σύντομα όταν την αρχίζω στο πρήξιμο «βάλε τα πράγματα στις μπαγκαζιέρες», «όχι αυτό εκεί, εκεί», «κάνε γρήγορα». Το δικό μου μυαλό δουλεύει σε ρουτίνα μοναχικού ταξιδιού και όλα μου φαίνονται περίεργα τώρα που έχω παρέα. Τουλάχιστον έχω άλλον ένα φωτογράφο στην παρέα. Ένα άλλο καλό, ναι καλό, είναι ότι πλέον βάζοντας την ενδοσυνεννόηση έχω τη δυνατότητα ανεμπόδιστης κουβέντας. Τέλος οι ατελείωτες μοναχικές ώρες στον δρόμο!
Κανονικά, ώρα μας είναι να βγούμε πάλι στον εθνικό και να γκαζώσουμε προς δύση αλλά το GPS του κινέζου πιστεύει μάλλον πως πρέπει να κάνω μία βόλτα το κορίτσι στη Μαδρίτη πριν φύγουμε. Προς μεγάλη δική μου τσατίλα και απερίγραπτη χαρά της Κικής, πάμε μία ακόμα βόλτα για κάνα μισάωρο στη Μαδρίτη.
Κάποια στιγμή, καταφέρνω να βρω το δρόμο μας και αρχίζουμε μια μονότονη δυτική-νοτιοδυτική πορεία. Στην αρχή υπήρχαν μικρές εναλλαγές τοπίου, ένας δύο οικισμοί κοντά στο δρόμο, κάτι.
Μετά, άρχισε το ερημικό ατελείωτο υψίπεδο πάλι. Αν ερχόμενος από τα ανατολικά μέχρι Μαδρίτη ήταν μοναχικά, εδώ είναι ερημικά, σχεδόν τρομακτικά ερημικά. Πολλά, ατελείωτα πολλά χιλιόμετρα κάτω από έναν ήλιο που μας βράζει μέσα στα μπουφάν.
Στάσεις; Κάθε 250 περίπου χιλιόμετρα, μόνο για βενζίνα, μία φούχτα φουντουκοσταφίδες, δύο ρουφηξιές καφέ (από το μπουκάλι, τον κλασικό), νερό και πάμε… Αφού προσθέσω αέρα βεβαίως στο λάστιχο που συνεχίζει να χάνει αβέρτα.
Η κοπελιά, αντράκι. Ούτε κιχ παράπονο.
Και ο δρόμος εκεί, ατελείωτος και αμάξια, μόνο από απέναντι να συναντάω. Σπάνια να προσπερνάω καμία νταλίκα, αυτά. Πού να συγκρατηθείς στο όριο των 120, ταχύτητα ταξιδίου είναι πλέον 150++ χλμ ανά ώρα.
Όχι ότι ήταν βαρετά, καθόλου. Βλέπεις κάπου αχνά στο βάθος, ίσα-ίσα, κάτι ψηλούς λόφους. Λες αυτό ήτανε, τέλος αυτή η καταπληκτική διαδρομή. Μετά από κάνα μισάωρο, περνάς ένα μεγάλο δροσερό ποτάμι…
…σκαρφαλώνεις χωρίς να κόψεις ταχύτητα το λόφο…
…και πριν καλά-καλά το καταλάβεις, ξαναρχίζει η ατελείωτη διασκέδαση της ατελείωτης ευθείας στον ατελείωτο κίτρινο κάμπο.
Όλα τα καλά όμως κάποια στιγμή τελειώνουν και ξαφνικά βρίσκεται ένας φαρδύς ποταμός να λειτουργήσει ως σύνορο μεταξύ της άδειας κιτρινίλας και του δροσερού εναλλασσόμενου τοπίου…
…με πολλά ίχνη ανθρώπινης παρουσίας πλέον! Περνάμε το Badajoz, πρώτη πόλη που συναντάμε μετά τη Μαδρίτη, τελευταία πόλη πριν τα σύνορα.
Τα σύνορα στα οποία δεν αργούμε να φτάσουμε και για τα οποία πάω επίτηδες αργά μην τυχόν τα προσπεράσω χωρίς φώτο.
Bem-vindo a Portugal !
Άντε πάλι να μαθαίνω νέα ξένη γλώσσα από την αρχή, πάνω που είχα μάθει τα Σπανιόλικα, αρχίζουμε τώρα τα Πορτογαλέζικα. Τουλάχιστον έχω παρέα την Κική γιατί θα ξεχάσω να μιλάω Ελληνικά όπως πάω! Ακόμα όμως δεν έχω αρχίσει την πάρλα με τους ντόπιους να δω διαφορές, προς το παρόν τις εντοπίζω στη φύση τριγύρω μου. Τέλος στις κίτρινες πεδιάδες και στους άδειους δρόμους μακριά από σπίτια και οικισμούς. Τώρα έχουμε κιτρινοπράσινες πεδιάδες και άδειους δρόμους με πολλά σπίτια και οικισμούς κοντά μας. Και ΜΕΓΑΛΗ διαφορά θερμοκρασίας. Λες και έχουμε υπαίθριο κλιματισμό στην Πορτογαλία. 39 βαθμούς στην Ισπανία; 30 στη Πορτογαλία και με πτωτικές τάσεις. Και αυτά σε χρονικό διάστημα λιγότερο της μίας ώρας με τον ήλιο ακόμα ψηλά! Κλίμα Ατλαντικού.
Ακόμα περισσότερες διαφορές βρίσκουμε μόλις βγούμε από τον εθνικό για μία στάση στην πόλη Evora. Δεν ξέρω, σα να έχει μία άλλη αύρα, μου θυμίζει Λατινική Αμερική.
Δύο λόγια γιατί ήρθαμε να επισκεφτούμε την πόλη αυτή: Η Evora είναι μία πόλη που έχει ιστορία άνω των δύο χιλιάδων χρόνων. Ρωμαίοι, Βησιγότθοι, Άραβες και διάφοροι Ευρωπαίοι κατακτητές και μη, περάσανε από εδώ αφήνοντας όλοι τα ίχνη τους. Η πόλη δε γνώρισε σημαντικές καταστροφές και οι σύγχρονοι κάτοικοι σεβάστηκαν σε μεγάλο βαθμό τα μνημεία, έτσι σήμερα ολόκληρη έχει ανακηρυχτεί ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά από την UNESCO.
Πρώτα σε υποδέχονται τα μεσαιωνικά τείχη που την περιβάλλουν.
Έπειτα το επιβλητικό υδραγωγείο Ρωμαϊκής εποχής.
Το πιο όμορφο όμως κομμάτι της πόλης βρίσκεται εντός των τειχών.
Στενά, γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια, σπίτια βαμμένα άσπρα, με πινελιές πολλών έντονων χρωμάτων, απόλυτα καθαρά και ήσυχα.
Ο σκοπός όμως αυτής της παράκαμψης δεν είναι απλά να δούμε τα γραφικά σοκάκια. Σκοπός μας είναι να δούμε ένα καταπληκτικό παρεκκλήσι του 16ου αιώνα, το Capela dos Ossos.
Το συγκεκριμένο παρεκκλήσι είναι από τα ελάχιστα παγκοσμίως που είναι διακοσμημένα με τα οστά μερικών χιλιάδων νεκρών της εποχής για να τονιστεί (σύμφωνα με τον μοναχό που το εμπνεύστηκε) η ματαιότητα του περάσματός μας από τα εγκόσμια.
Όπως καταλαβαίνετε, η ιστορία και η φύση αυτού του παρεκκλησιού με είχε συνεπάρει και δεν υπήρχε περίπτωση να περάσω δίπλα στην Evora και να μην κάνω μία στάση. Φεύ, τζίφος! ΕΡΓΑ!!!
Το είδα, το ψυλλιάστηκα, και τέλος όταν βρήκα την είσοδο, το κατάλαβα. Είσοδος λόγο έργων συντήρησης μόνο μέχρι τις 12:30 και τώρα είναι 17:κάτι.
ΥΓ: Έχουμε πλέον αποδεχτεί πως θα φύγουμε χωρίς να δούμε το εσωτερικό της Capela dos Ossos και καθόμαστε δίπλα στη μηχανή να τσιμπήσουμε λίγο παξιμάδι και μια χούφτα φουντουκοσταφίδες. Εγώ περίλυπος και απογοητευμένος, η Κική αποκαμωμένη από την απότομη προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα του πολύωρου ταξιδιού, και οι δύο σκονισμένοι και ιδρωμένοι, ελαφρώς αξιολύπητοι αλλά προφανώς άξιοι φωτογραφίας για ένα ολόκληρο γκρουπ ενθουσιασμένων Γιαπωνέζων τουριστών που αποθανάτιζαν εναλλάξ, μία τις θλιβερές φάτσες μας και μία τη μηχανή.
Άβυσσος η ψυχή…
Από Evora μέχρι Λισαβόνα δεν είναι μακριά, 136 χλμ, μία γκαζιά δρόμος που λέμε. Φυσικό εμπόδιο για την είσοδό μας στη πόλη είναι η μεγάλη λιμνοθάλασσα που σχηματίζεται στις εκβολές του ποταμού Τάγου. Για να περάσουμε το μεγάλο αυτό φυσικό εμπόδιο υπάρχουν δύο γέφυρες μπροστά μας. Δυτικά, η γέφυρα της «25ης Απριλίου» και λίγο πιο ανατολικά, αυτή του Βάσκο ντα Γκάμα. Αν και κάνουμε μία μικρή παράκαμψη έτσι, επιλέγουμε τη Vasco da Gama.
Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Η γέφυρα Βάσκο ντα Γκάμα είναι μία καλωδιωτή γέφυρα με συνολικό μήκος είναι 17,2 χιλιόμετρα (μαζί με τους δρόμους πρόσβασης μήκους 4,8 χιλιόμετρων) και έχει πλάτος 30 μέτρα, αρκετό για 6 (+2 στο μέλλον) λωρίδες. Για την ώρα, είναι η μακρύτερη γέφυρα στην Ευρώπη, η ένατη σε μήκος στον κόσμο και μία εμπειρία να την περάσεις.
Πληρώνω τα ελαφρώς τσιμπημένα διόδια και ξεκινάμε. Το όριο ταχύτητας είναι 120, όπως σε όλους τους αυτοκινητόδρομους, εμείς όμως πηγαίνουμε χαλαρά-χαλαρά, να απολαύσουμε τη διαδρομή. Στο ξεκίνημα, αλμυροί βάλτοι, αλυκές και ιχθυοτροφεία.
Κάααποια στιγμή αργότερα: Θάλασσα; Ποταμός; Λίμνη;
Η γέφυρα είναι πραγματικά μεγάλη. Πηγαίνεις, πηγαίνεις και τελειωμό δεν έχει. Ίσως βέβαια εγώ να μη θέλω να τελειώσει κιόλας, απολαμβάνω κάθε στιγμή, Λισσαβώνα, οδικώς από Ελλάδα, είναι σα να ζω όνειρο!
Το όνειρο βέβαια διακόπτεται προσωρινά από μία δικαιολογημένη γκρίνια της Κικής. ΚΡΥΩΝΕΙ! Θυμάστε τις κοντά 40ρες υπό σκιά που έδειχνε το θερμόμετρο στους ατελείωτους κάμπους της Ισπανίας, κάτι ώρες που μοιάζουν τώρα αιώνες, νωρίτερα; Ε ξεχάστε τις, τώρα είμαστε Ατλαντικό! Η ώρα είναι 20:00, χμμ, όχι, αυτή είναι ώρα Ελλάδος. Η ώρα είναι 19:00, χμμμ, όχι, αυτή είναι ώρα… εεε… Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας. Πορτογαλία, ναι…, ναι, το βρήκα. Η ώρα είναι 18:00, ο ήλιος ψηλά και η θερμοκρασία είναι 21 βαθμοί! Έξτρα ζακέτα μαζί με το καλοκαιρινό μπουφάν για την Κική λοιπόν και συνεχίζουμε.
ΥΓ: Άντε πάλι με τους καλούς Σαμαρείτες… «No problema mister, bike perfecto, ola, obrigado»
Τι ώρα είναι είπαμε; Και ο ήλιος πού είναι είπαμε; Και ναι, για μία φορά, νομίζω ναι, ΝΙΚΗΣΑ τον ήλιο, σε λίγο φτάνουμε Λισσαβόνα, θα βρω ξενοδοχείο και θα είναι ακόμα ΜΕΡΑ!
Για την ώρα όμως: «Κική, βγάλε φωτογραφία αυτό», «βγάλε και εκεί», «τι καταπληκτικό που είναι το τοπίο εκεί»…
Στο τέλος της γέφυρας, υπάρχει το μικρό κομμάτι της καλλωδιωτής με δύο τεράστια «Η» να σηματοδοτούν για εμάς την είσοδο στα βόρεια προάστια της Λισαβόνας.
Λισαβόνα…
Η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας και η μεγαλύτερη πόλη της, με 3.000.000 κατοίκους. Πόλη των μεγάλων θαλασσοπόρων και εξερευνητών. Εμείς εισερχόμαστε από τα βόρεια, δια μέσου μιας πλατιάς κοιλάδας ενώ τριγύρω υπάρχουν μικροί λόφοι. Όλα είναι όμορφα, όλα τακτοποιημένα, καλά μας υποδέχεται ο σημερινός προορισμός.
Ακολουθώντας πιστά το GPS του κινέζου, οδηγούμαστε στο ιστορικό κέντρο, στην πλατεία (Praca) Dom Pedro IV.
Παρκάρω πρόχειρα τη μηχανή πάνω στην πλατεία, κόβοντας ελαφριά μία διάβαση πεζών και εισπράττοντας αρκετά απορημένα ή θυμωμένα βλέμματα. Ξαφνικά, νιώθω μία τεράστια κούραση, λες και κρατιόμουν τόσες μέρες απλά με το πείσμα όρθιος. Το μυαλό δε λειτουργεί όπως πρέπει, δε μπορεί να σκεφτεί το επόμενο βήμα που αναπόφευκτα πρέπει να κάνουμε. «Νίκο…» «Νίκο, σου μιλάω… Τι θα κάνουμε τώρα; Πού θα πάμε;»
Με τα πολλά, συνέρχομαι κάπως. Βόλτα; Πρέπει! Φαγητό; Επιβάλλεται, πεινάμε και οι δύο σα λύκοι. Με όλα αυτά όμως τα πράγματα που κουβαλάμε; Δε νομίζω να είναι καλή ιδέα να αφήσουμε πάνω από 5 λεπτά χωρίς επίβλεψη τις αποσκευές μας στη μέση της πόλης, μην έχουμε στην άλλη άκρη της Ευρώπης τρεχάματα. Να βρούμε λοιπόν πρώτα ξενοδοχείο και μετά, αφού τακτοποιηθούμε, πάμε να τα κάνουμε όλα.
Ψάχνω να βρω στο booking.com ξενοδοχείο με πάρκινγκ…
Σε πρώτη φάση, δεν έχω internet. Free Wi-Fi τίποτα; Τζίφος. Πάμε τουλάχιστον για φαγητό; Αρχίζουμε τις βόλτες προς αναζήτηση καμίας καλής ταβέρνας με θέα τη μηχανή. Σταματάω σε μία, όχι, το αφεντικό δεν ξέρει Αγγλικά γρι, πόσο μάλλον Γερμανικά ή Ελληνικά. Με τα σπαστά μου προς το παρόν πορτογαλέζικα που είχα μάθει παρακολουθώντας 5 επεισόδια Βραζιλιάνικης σαπουνόπερας όταν ήμουν στο λύκειο, καταφέρνω να συνεννοηθώ.
Εγώ: «boa noite αμίγκο. Μαντζάρε θέλω μπουένο. Έχεις πράμα;»
Πορτογαλέζος μαγαζάτορας : «Μεγάλε, η κουζίνα έχει κλείσει εδώ και μισή ώρα, αν θέλεις, μόνο μεζεδάκια διαθέτω πλέον για τη μπύρα», ή κάτι τέτοιο.
Τζίφος, πάμε σε άλλο, τα ίδια. Τουλάχιστον πιάνει επιτέλους το roaming internet στο κινητό, άντε μήπως βρούμε κάνα ξενοδοχείο με παρκινγκ.
Ψάχνω, ψάχνω, ΤΙΠΟΤΑ! Η πόλη είναι παλιά, τα κτίρια το ίδιο, σε μία ακτίνα 15 χλμ δεν υπάρχει κανένα κατάλυμα με παρκινγκ. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει και είμαι (κλασικά) ακόμα στο δρόμο. Αυτή τη φορά όμως έχω και μία Κική μαζί μου που κουτουλάει πάνω μου από τη νύστα. Ξύπνια από τις 04:00 ώρα Ελλάδος και τώρα είναι 23:30 (ώρα Πορτογαλίας, 21:30). Πανικός! Ψυχραιμία, θα βρούμε λύση!
Βρίσκω στο κινητό ένα ξενοδοχείο με σχετικά καλές κριτικές στην άλλη άκρη της πόλης. Πριν το κλείσω όμως, πάμε μία βόλτα να το δούμε έστω απέξω, να είναι τουλάχιστον μία καλή γειτονιά, μην κινδυνεύει η μηχανή μας. Βάζω συντεταγμένες, ο κινέζος όμως μου κάνει πλάκα και με οδηγεί μέσα από άπειρα στενά ανεβοκατεβάζοντας με τους μισούς λόφους της όμορφης πόλης. Φτάνω, μια χαρά φαίνεται το ξενοδοχείο. Πάω να ζητήσω το δωμάτιο, δυστυχώς εδόθη, είμαστε φουλ! Τσεκάρω στο κινητό, όντως! Γαμότ, γαμώ την γκαντεμιά μου. Κοιτάζω την Κική να κάθεται περίλυπη και εξουθενωμένη σε ένα παγκάκι, αν είναι δυνατόν, πάλι την έκανα τη μ@λ@κί@ μου, μόνο που αυτή τη φορά την πληρώνει άλλος.
Δοκιμάζω να βρω άλλο ξενοδοχείο. Πάλι στην άλλη άκρη της πόλης. Το GPS κάνει τα δικά του, αυτή τη φορά ίσως το παράκανε όμως με τους λόφους. Είπαμε, το BMW μου είναι On-Off, όμως φορτωμένος, δικάβαλος να ανέβω σκάλες με απότομη ανηφορική κλίση, όχι, δε θα πάρω. Το γυρνάω στο google maps, έχω δίκτυο, κάτι πάει να γίνει. Πλησιάζω στο ξενοδοχείο, να, εκεί μπροστά είναι, αυτή τη μπάρα μόνο να παρακάμψω…
«Τι είναι όλοι αυτοί οι σκουρόχρωμοι Νίκο;»
«Και γιατί αρχίζουν να μαζεύονται από γύρω-γύρω Κική;»
Πάααμεεεε, γκάζι, προσπερνάω τη μπάρα αποφεύγοντας στο τσακ το χτύπο και ένα σωρό ύποπτα κινούμενους προς το μέρος μας, φτηνά τη γλιτώσαμε πάλι, που σκατά βρήκαμε αυτό το ξενοδοχείο;
Δοκιμάζω για άλλη μία φορά, βρίσκω ένα ξενοδοχείο, «Κική, πάμε να το δοκιμάσουμε;». Η ώρα είναι πλέον 22:00 τοπική (24:00 Ελλάδος) και η Κική είναι έτοιμη να κοιμηθεί πάνω στη μηχανή από την εξάντληση παρά την πείνα. Αφού αρνείται ακόμα και να φάει μία χούφτα φουντουκοσταφίδες που της προσφέρω να φανταστείτε! «Τέλος» λέω, «Το κλείνω επί τόπου, τώρα που το βλέπω, μη γίνει καμία στραβή πάλι. Sant´Alfama το λοιπόν, Bed and Breakfast, άριστες κριτικές, 37,5 ευρώ με πρωινό και ότι γίνει. Αρχίζω πάλι το ψάξιμο νυχτιάτικα σε ένα λόφο. Βρήκα την οδό, Praça Doutor Bernardino António Gomes νούμερο 177 F 1º ψάχνουμε. 171, ναι, 181, ναι, τα ενδιάμεσα, που πήγανε ρε παιδιά, τα χάσαμε στα ζάρια; Πάμε πάλι πίσω, τίποτα. Ένα παρκάκι είναι ανάμεσα στα νούμερα, ξενοδοχείο όμως τίποτα. Είμαστε στα στενά της παλιάς πόλης, είναι πίσσα σκοτάδι και οι λιγοστές λάμπες στο δρόμο δε μας βοηθούν. Ρωτάω ένα ελαφριά πιωμένο ταβερνιάρη (που τέτοια ώρα δε σερβίρει γεύματα παρά μόνο μεζεδάκια μπύρας και αυτός) που διάολο είναι αυτό το 177 (τα Πορτογαλικά μου όσο πάνε βελτιώνονται), αυτός μου λέει πως δεν είναι σίγουρος, αλλά έτσι όπως πάμε στη λεγάμενη οδό, πρέπει να συνεχίσουμε μέχρι να φτάσουμε στη «esquerda». Χμμ, Εσκουέρτα, square, πλατεία δηλαδή. Επ, το βρήκαμε. Πάμε πάλι πίσω, προχωράμε, φτάνω πράγματι σε μία πλατεία, καμία σχέση, στο 300+ νούμερο είμαστε. Πάμε πάλι πίσω, ρωτάω ένα ρομαντικό ζευγαράκι που βρωμούσε αλκοόλ, κοιτάζουν και αυτοί λίγο, τζίφος. Κατεβαίνω ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ. Κοιτάζω ένα-ένα τα νούμερα δεξιά και αριστερά, ακόμα και στα παγκάκια του μικρού πάρκου κοίταξα, το γαμίδι το 177 δεν το βρήκα! Τι να πω, ο θεός μάλλον με τρόλλαρε εκεί πάνω άγρια αλλά κάποια στιγμή λυπήθηκε την Κική τουλάχιστον. 22:20 τοπική και μία νόστιμη Πορτογάλα που (ω ποία έκπληξης!) κουτσομιλούσε Αγγλικά προθυμοποιείται να μας βοηθήσει. Ψάχνουμε μαζί πεζοί, κάνουμε τον γύρο του τετραγώνου, στο τέλος, πράγματι, ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ το 177. Έτσι όπως ήμασταν σε λόφο, τα νούμερα διακόπτονταν στο πάρκο και συνεχίζανε για λίγο στον από κάτω δρόμο. Άλλη οδός αυτή, διακόπτεται για 6 νούμερα ως η δικιά μας οδός και συνεχίζει πάλι κανονικά ως η άλλη! Βρες άκρη! Στηνόμαστε μπροστά λοιπόν, να, εκεί είναι το 177, που σκατά είναι μία πινακίδα που να λέει Sant´Alfama, Hotel, κάτι τέλος πάντων; Χτυπάω κουδούνι, τίποτα! Πάω να το ακυρώσω, μου λέει το booking πως θα χάσω τα 37,5 ευρά μου. Τέλος, λέω, θα πάρω τηλέφωνο. Παίρνω, μου βγαίνει μία Πορτογάλα, τση λέω σε βέρα Κρητικά μιας και δε σκάμπαζε πολύ το Αγγλικόν ούτε αυτή: «πούσε μωρή και έφαγα τον κόσμο να βρω το αναθεματισμένο το τσαντίρι σου», αυτή αρχίζει να λέει τα δικά της, εγώ δε χαμπαριάζω, «καλά, καλά, πάρε μία δικιά σου να τα πείτε και μου τα λέει αυτή μετά στο εγγλέζικο» και δίνω το κινητό μου στη κοπελιά που δεν είχε φύγει ακόμα.
Ε, τι τό ‘θελα. Η νέα κολλητή μου, ελαφρά πιωμένη και αυτή, αρχίζει μία ακατάπαυστη πάρλα με την ξενοδόχο. Και δώστου χαχανίσματα, και δώστου γέλια, χειρονομίες, τι διάολο, ευχή και κατάρα σας δίνω, μη πιάσετε ποτέ κουβέντα με πορτογάλο, τη βάψατε. 15 ΛΕΠΤΑ, ναι, 15 fucking ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ ΛΕΠΤΑ ΜΙΛΟΥΣΑΝ! Στο τέλος, το κλείνει και μου λέει: «Μην ανησυχείτε, εδώ είναι το μαγαζί, δεν είχε τσεκάρει τόσο αργά τα μηνύματά της αλλά τώρα έρχεται». Αυτό. Και μόνο αυτό. Δε θέλω να είμαι όμως αχάριστος! Να ‘ναι καλά η κοπέλα για τη βοήθεια, μας γλίτωσε από το παγκάκι, χαλάλι τα νεύρα τσατάλια.
Πράγματι, 23:30 τοπική (01:30 ώρα Ελλάδος δηλαδή) έρχεται και μας ανεβάζει σε ένα παλιό αρχοντικό διαμέρισμα. Κανονικά, φιλοξενεί σε 4 ξεχωριστά δωμάτια μέχρι 8 συνολικά άτομα αλλά εμείς είμαστε μόνοι. Διαλέγουμε όποιο δωμάτιο θέλουμε, κουζίνα, ψυγείο γεμάτα με φρούτα και άλλα τρόφιμα, χώρος διακοσμημένος με μεράκι, κουλτουριάρικος, όλα πραγματικά όμορφα. Η σπιτονοικοκυρά, αφού μας τακτοποίησε, ετοιμάζεται να φύγει. «Να σε πληρώσω μαντάμ;», «όχι, αύριο, δεν υπάρχει πρόβλημα», «έλα να στα δώσω σήμερα που σε έχω γιατί αύριο φεύγουμε νωρίς», «όχι, όχι, ο ύπνος είναι σημαντικός, μετά τις 11 να φύγετε», «Βρε πάρε τα λεφτά…», «nao», «Μα πάρε σε παρακαλώ» «nunca»…
Κατάλαβες φίλε αναγνώστη τι τράβηξα εκείνη τη μέρα με τους παλαβούς τους Πορτογάλους; Τελικά, αφού μπανιαριστήκαμε, φάγαμε δυο χούφτες φουντοκοσταφίδες (για… μεσημεριανό; Απογευματινό σνακ; Ή μήπως ήτανε το βραδινό μας; Κάτι από αυτά), πέσαμε ξεροί για ύπνο…
Καληνύχτα λοιπόν με την ώρα να είναι 01:00 τοπική και ύστερα από 850 περίπου χιλιόμετρα οδήγησης και πλέον από Πορτογαλία και μάλιστα Λισαβόνα! Επάξια λοιπόν τα δύο νέα αυτοκολλητάκια, ένα με τη σημαία της χώρας και ένα το έμβλημα της πόλης που την περάσαμε σουβλάκι 3-4 φορές και με μάγεψε με τη χημεία και τους τρομερά ανοιχτόκαρδους και φιλικούς ανθρώπους της (και ας είναι λίγο παλαβοί, δεν πειράζει).
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Απολαυστική περιγραφή, με ταξίδεψες, πολλά μπράβο από έναν συνάδελφο μοτοσυκλετιστή με μόλις δύο αυτοκόλλητα (S.Marino, Ita) στην πλαϊνή βαλίτσα του!Στα επόμενα …!!!
Πολυ ομορφο ταξιδι και ακομα πιο ομορφη περιγραφη!Παντα τετοια!
Μακάρι να υπήρχε μεγαλύτερη άνεση χρόνου γιατί μας βγήκε πολύ βιαστικό, αλλά η οικογένεια προηγείται. Δεδομένου του χρονικού περιορισμού, μια χαρά ήταν, ναι. Χαίρομαι που σου άρεσε φίλε Τάσο
Νέος χρόνος που ξεκινά διαβάζοντας “Μάρκα”, μόνο καλά μπορεί να πάει!!!
Ταξιδιωτικό ποδαρικό!
Πάντα καλά να πηγαίνουν όλα Νικολή και με το καλό ο νέος χρόνος να σου φέρει υγεία σε εσένα και στην πλουσιότερη πλέον οικογένειά σου!
Υπέροχο ταξίδι, ότι πρέπει για να αρχίσει η νέα χρονιά, καλή χρονιά να χουμε με ακόμα πιο όμορφα ταξίδια για όλους μας!!!
Νάσαι καλά φίλε Γιώργο, καλή χρονιά να έχουμε με υγεία και όρεξη για ταξίδια και μπελάδες.