Ημέρα 2η, Πειραιάς – Μελένικο (604 χλμ)
Πρωίαν σε είδον μαλλιά ξεπλεγμένα…
Κάτι από βρικόλακα θύμιζε πάλι πρωί-πρωί ο Ιάκωβος μ’ αυτό το μάτι με τη σακούλα από σούπερ μάρκετ και την τσίμπλα σύννεφο. Τρομάζεις αλλά ξυπνάς και βρίσκεσαι εκτός καραβιού πριν καλά-καλά το πάρεις χαμπάρι. Φορτώστε και φύγαμε…
Θα σε βάλω ρε κερατά να κάνεις το πρόγραμμά μου την τελευταία εβδομάδα πριν φύγουμε και θα δούμε μετά ποιον θα κοροϊδεύεις – οχιά διμούτσουνη, φίδι κολοβό.
Είχαμε προαποφασίσει να παρακάμψουμε τη βαρετή εθνική και έτσι τραβάμε αρχικά προς Ελευσίνα και στην συνέχεια προς Θήβα. Οι πρώτες στροφές λειτουργούν σαν υποκατάστατο καφεΐνης και σύντομα -πριν ανοίξουν ακόμα τα μαγαζιά- διασχίζουμε την Θήβα. Οι ουρές στα ΑΤΜ μας υπενθυμίζουν την λάθος εποχή που αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε…
Κάπιταλ κοντρόλ και αηδίες… μπροστά μας είναι ο Μπράλος και οι συνταξιδευτές μου λυσσάνε. Κοπέλια στακάτε ωρέ… στρίβουμε… σιγά μην τους προλάβω…
Ευτυχώς με ακούει ο Ιάκωβος από την ενδοσυνεννόηση (ωραία εφεύρεση, έ Ιάκωβε;) και τους μαζεύει στην κορυφή του Μπράλου.
Για να πω την αλήθεια, τους κορόιδευα όσους μιλούσαν με ενδοσυνεννόηση σε ταξίδι με μοτοσυκλέτα. Κατ’ αρχάς είναι πολύ προσωπικές οι στιγμές του ταξιδιού και δεν ήθελα ποτέ κανέναν να με ταλαιπωρεί με τις σαχλαμάρες του. Επίσης δεν μου αρέσει η ιδέα του ηχείου μακριά από το αυτί μου – ακούω μουσική πολλές φορές στα ταξίδια μου, ιδιαίτερα σε βαρετές διαδρομές, αλλά πάντα με ακουστικά “ψείρες” υψηλής ποιότητας – από αυτά που μπαίνουν μέσα στο αυτί. Από τη μία λειτουργούν σαν ωτοασπίδες και μειώνουν δραματικά τον θόρυβο από το κράνος χωρίς να απαιτείται υψηλή ένταση, ενώ η ποιότητα του ήχου και το εύρος των συχνοτήτων είναι εντυπωσιακά. Ομολογώ όμως ότι φέτος άλλαξα γνώμη για δύο λόγους. Ο βασικός είναι ότι από την άλλη πλευρά είχα τον Στέλιο, με τον οποίο δεν βαριέσαι ποτέ. Σου περιγράφει τα αξιοθέατα real time – τη στιγμή που περνάς από μπροστά τους, σου μιλάει για άλλα ταξίδια του, για τις πρώτες μοτοσυκλετιστικές του εμπειρίες (τρελό γέλιο), τις μοτοσυκλέτες της ζωής του, είπαμε τα γκομενικά μας, μιλήσαμε για το μεταναστευτικό, την εξίσωση Schrodiger, το θεώρημα της μη πληρότητας του Godel, την κβαντική διεμπλοκή, το πείραμα της διπλής σχισμής και άλλα τέτοια ελαφρά θέματα… Η ώρα περνούσε αέρας κάθε φορά και όποτε τον έχανα λόγω υπερβολικής απόστασης τους ενός από τον άλλο μου έλειπε. Ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος όμως είναι το πόσο πιο εύκολη κάνει την οργάνωση σε σχέση με τους άλλους συνταξιδιώτες. Είναι κλασικά πλοηγός και είμαι παραδοσιακά “σκούπα”. Το πιο απλό πράγμα, το “όλα καλά, όλοι είμαστε εδώ, προχώρα” χωρίς ενδοσυνεννόηση είναι θέμα: με περιμένει μετρώντας και ανιχνεύοντας κράνη να με δει τελευταίο και όρθιο με το αριστερό μου χέρι ψηλά, εφόσον έχει σταματήσει συνήθως να μας περιμένει. Τώρα απλώς του έλεγα από χιλιόμετρο “όλοι εδώ δικέ μου” και δεν χάναμε πολύτιμο χρόνο σε διαδικαστικά θέματα. Τον ενημέρωνα εν κινήσει ποιοι χρειάζονται ανεφοδιασμό, ποιοι έχουν μείνει πίσω και θα μας βρουν μετά, αν είδε εκείνο το ωραίο κωλαράκι στην άκρη του δρόμου όταν περνούσε… Στέλιο να πάρουμε μία καλή Interphone που πιάνει από πιο μακριά και να μιλάμε τα βράδια από τα σπίτια μας, έχω πάθει εξάρτηση και μου λείπεις…
Εμένα πάλι όχι… μόλις περνάγαμε τα 100 χιλ ρε παιδιά, ο κουβάς που φορούσε για κράνος ο Ιάκωβος (ε όχι και κουβάς το γαλάζιο Carlos Checa Replica X-802RR μου!), έκανε τόσο θόρυβο που δεν με άκουγε καθόλου. Έτσι το ταξίδι σε “υψηλές ταχύτητες” συνοδευόταν από τον μονόλογο του Ιάκωβου. Στις βαρετές ευθείες έμαθα όλα τα παιδικά τραύματα του Ιάκωβου (τώρα εξηγούνται πολλά), τον ξενιτεμό του στο Αμέρικα, τα πιάτα που έπλυνε, τις ανησυχίες του για το μέλλον και άλλα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Τώρα με παρακολουθεί ψυχοθεραπευτής 2 φορές την εβδομάδα και στις τελευταίες συνεδρίες μου λέει πως θα τα πάω καλύτερα τώρα με τα χάπια…
Επίσης πολύ μου άρεσε που χάθηκαν οι γρήγοροι και έπρεπε να πάω να τους προλάβω. Ήταν το πρώτο φιλικό “τζι πι” του ταξιδιού και το κατευχαριστήθηκα. Όταν τους πρόλαβα είχα πωρωθεί τόσο πολύ που δεν τους γύρισα πίσω αμέσως αλλά κατεβήκαμε λιγάκι ακόμα να απολαύσουμε άσφαλτο και στροφιλίκι. Σιγά μην είναι το Τρανσφαγκαρασάν και η Τρανσαλπίνα καλύτερα από εδώ. Για να δούμε…
Από την κορυφή του Μπράλου παίρνουμε τον παλιό δρόμο προς Λαμία. Χάλια οδόστρωμα αλλά με όμορφη θέα προς τον Παγασητικό.
Μια ατελείωτη ευθεία παράλληλα σχεδόν με την εθνική διασχίζει την Λαμία και οδηγεί προς τον Δομοκό. Στάση για ανεφοδιασμό πριν λυσάξουν οι τσαούσες… εεε οι συνταξιδευτές μου ήθελα να πω.
Ανασυγκρότηση στην ευθεία μετά το Δομοκό και πορεία προς Φάρσαλα για να παραλάβουμε τον πρώτο από τους δύο νέους συνταξιδευτές μας, τον Νικόλα (GS 1200). Το γελαστό πρόσωπο που μας καλωσορίζει δεν είναι προσωπείο. Κρύβει ένα απίστευτο χαβαλετζή και γεμάτο ενέργεια άνθρωπο.
Πορεία λοιπόν για να παραλάβουμε και τον τελευταίο της παρέας με επικεφαλή το Νικόλα, ο οποίος μας δείχνει το δρόμο για να αποφύγουμε μερικούς σταθμούς διοδίων μέχρι τα Τέμπη όπου και κάνουμε στάση για καφεδάκι.
Εκεί μας περιμένει και ο τελευταίος της παρέας, ο Σωτήρης με το “μικρό” μπαβαρέζο, το F800GS. Η αύρα αυτού του ανθρώπου θα σηματοδοτήσει το φετινό μας ταξιδιωτικό…
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για αυτούς τους δύο υπέροχους αναπάντεχους καλεσμένους. Ήταν συμπαθέστατοι, ζεστοί και οικείοι από την αρχή, μετέπειτα όμως αποδείχτηκαν η μεγάλη αποκάλυψη του φετινού ταξιδιού. Και μόνο η γνωριμία μας και η μετέπειτα σχέση μας άξιζε το ταξίδι. Μεγάλες μορφές. Προσκυνώ…
Ρίχνουμε μερικά λίτρα βενζίνης στα ντεπόζιτα στο διπλανό βενζινάδικο, καθώς σύμφωνα με τους πρόχειρους υπολογισμούς μας, η αυτονομία μας θα μας βγάλει εκτός Ελλάδος όπου και θα βρούμε φτηνότερα καύσιμα. Πορεία λοιπόν βόρεια, μέσω βαρετής εθνικής για να κερδίσουμε χρόνο. Προσπερνάμε τη συμπρωτεύουσα και ακολουθούμε τις πινακίδες προς Σέρρες. Κίνηση μηδέν και όμορφο τοπίο μας οδηγούν γοργά προς το συνοριακό σταθμό του Προμαχώνα.
Μηδαμινός έλεγχος και η Βουλγαρία μας καλωσορίζει με έργα…
Οι μοτοσυκλέτες διψούν για βενζίνη, το βενζινάδικο ξεχωρίζει στο βάθος αλλά ο δρόμος είναι κομμένος. Ο παράδρομος στον οποίο μας οδηγεί η σήμανση είναι σε άθλια κατάσταση και φυσικά δεν έχει βενζινάδικο. Το μάτι του Γιώργου πιάνει μια χειρόγραφη πινακίδα όπου μέσω ενός βατού χωματόδρομου μας οδηγεί στο βενζινάδικο από την πίσω πόρτα. “Να το γεμίσω;” μας ρωτάει ο υπάλληλος σε άπταιστα ελληνικά και βρίσκουμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε αν ο κακοτράχαλος δρόμος που ακολουθούσαμε θα μας πάει στο Μελένικο.
Μας το επιβεβαιώνει και συνεχίζουμε ακολουθώντας ένα στενό δρόμο με αρκετές κακοτεχνίες, διανύοντας τα μόλις 28 χιλιόμετρα που χωρίζουν τα σύνορα με το σημερινό μας προορισμό.
Το Μελένικο (Melnik), σύμφωνα με την Βικιπαίδεια, είναι η μικρότερη πόλη της Βουλγαρίας με μόλις 390 κατοίκους. Η ιστορία του γυρνάει πίσω στον 6ο αιώνα μ. Χ. Τότε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έχτισε εκεί ένα φρούριο, για να προστατεύει την περιοχή από τις επιδρομές των βαρβάρων και γύρω από αυτό άρχισε να χτίζεται σιγά-σιγά ένας οικισμός που έφθασε στη μεγάλη του ακμή επί Τουρκοκρατίας. Η οικονομική αυτή άνθηση οφειλόταν στην εμπορία των εξαιρετικών κρασιών, των υφαντών, των δερμάτων, των χάλκινων σκευών και των όπλων με χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Βέβαια, την πρωτοκαθεδρία στις εξαγωγές είχε το κρασί. Η καταπληκτική του ποιότητα οφειλόταν, πέρα από την παραδοσιακή καλλιέργεια των αμπελιών, στον τρόπο διατήρησης των κρασιών μέσα στις στις υπόγειες στοές που μοιάζουν με λαβύρινθους, και τις οποίες λάξευαν οι ίδιοι οι αμπελοκαλλιεργητές στον ασβεστολιθικό βράχο, ο οποίος ορθώνεται πάνω από το χωριό. Χαρακτηριστικό αυτών των στοών είναι η θερμοκρασία, η οποία είναι πάντα σταθερή στους 9-12 βαθμούς.
Κάτι τέτοια μου έλεγε στην ενδοσυνεννόηση ο μπαγάσας και με έκανε να νοιώθω σαν μικρό παιδί που ακούει γοητευμένο παραμύθι από τον παππού. Λέγε αγόρι μου, είμαστε όλο αυτιά…
Τακτοποιηθήκαμε γρήγορα στο όμορφο ξενοδοχείο Melnik, το οποίο προσφέρει καταπληκτική θέα προς το χωριό και προς τις αμμώδεις “πυραμίδες” που βρίσκονται από πάνω του.
Αφού χαζολογάμε τη θέα για αρκετή ώρα, κατηφορίζουμε για να δούμε από κοντά τα όμορφα διατηρημένα κτίρια του Μελένικο.
Ανηφορίζουμε τον κεντρικό δρόμο που το διασχίζει και σταματάμε έξω από το παλιό σχολείο. Το μισογκρεμισμένο κτίριο μας αποκαλύπτει την αρχιτεκτονική της περιοχής.
Συνεχίζουμε μέχρι την άκρη του χωριού όπου βρίσκεται το αρχοντικό του Έλληνα οινοπαραγωγού Κορδόπουλου. Το αρχοντικό σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο, ενώ στα υπόγεια ο σημερινός ιδιοκτήτης του, Νικολά Πασπάλεβ, συνεχίζει να παράγει το φημισμένο κρασί. Δυστυχώς όμως είναι κλειστό.
Στο δρόμο που οδηγεί προς το αρχοντικό συναντάμε τα ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, η οποία εκτιμάται ότι είχε κτιστεί τον 15ο αιώνα.
Μιας και δεν μας “έκατσε” ο Κορδόπουλος, αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το οινοποιείο του Μίτκο Μανόλεφ. Ένα απότομο μονοπάτι οδηγεί ψηλά σε ένα κελάρι λαξευμένο μέσα στον βράχο (είσοδος 1€). Ο Μίτκο μας ξεναγεί στο κελάρι και μας λέει την ιστορία του κρασιού στην περιοχή, κερνώντας μας ένα ποτήρι από το κρασί του. Η σχέση μου με τα κρασιά είναι η κυριολεξία της φράσης “καμία σχέση”. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έπεσα διάνα όμως, μιας και όλοι της παρέας συμφώνησαν πως ο Μίτκο μάλλον μπέρδεψε τα βαρέλια και μας έβαλε ξίδι. Κατά σύμφωνη ομολογία λοιπόν, το κρασί ήταν πολύ καλό για σαλάτα.
Παιδιά τι σαλάτα, ούτε για τις φακές δεν κάνει. Καλύτερα κώνειο, άη σιχτίρ τον άθλιο πήγε να μας δηλητηριάσει. Ο καημένος ο Σωτήρης που είναι πολύ μπον βιβέρ, του αρέσει η ποιότητα και έχει πιει πολλά καλά κρασιά στη ζωή του, μόλις δοκίμασε την πρώτη γουλιά κοκκίνησε, πρήστηκαν τα μάγουλά του, πετάχτηκαν τα μάτια του έξω σαν το κογιότ και δεν κατάλαβα αν δάκρυσε από τα γέλια ή το κλάμα. Ούτε στον χειρότερο εχθρό σας…
Κατηφορίζουμε προς το κέντρο και ακολουθώντας την συμβουλή του tripadvisor, καθόμαστε στο Mencheva Kashta. Ο χώρος όμορφος, παραδοσιακός, αλλά το φαγητό μέτριο. Τουλάχιστον ήταν φθηνό.
Μετά το πέρας του γεύματος επιστρέφουμε σιγά-σιγά προς το κατάλυμα μας για να εναποθέσουμε τα κουρασμένα κορμιά μας στα κρεβάτια μας.
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |