Ημέρα 4η, Koprivshtitsa – Ranca (450 χλμ)
Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε…
Η σημερινή διαδρομή ήταν κατά το μέγιστο αδιάφορη, καθώς θέλαμε να καλύψουμε την απόσταση που μας χωρίζει με την Transalpina. Έτσι νομίζαμε τουλάχιστον, καθώς μας επιφύλασσε αρκετές ομορφιές.
Για πρωινό ο ιδιοκτήτης της πανσιόν μας είχε ετοιμάσει παραδοσιακό πρωινό. Ένα είδος τηγανόψωμου με μαρμελάδα και φέτα…
Ναι, τι να σου πω, οι εξωτικοί “λουκουμάδες” με φέτα (!) και μαρμελάδα (τύπου) ήταν όνειρο. Νομίζω προτιμώ το φακόρυζο του Πατεράκη. Κι αυτό είναι κουβέντα βαριά.
Φορτώνουμε και αναχωρούμε με πορεία βόρεια και σύντομα βρισκόμαστε να σκαρφαλώνουμε το ορεινό πέρασμα Beklemeto, γνωστό και ως Troyan.
Στην κορυφή του περάσματος βρίσκεται η Αψίδα της Ελευθερίας, αφιερωμένη στα Ρωσικά στρατεύματα όπου με την βοήθεια τοπικών εθελοντών και κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες κατέλαβαν το ύψωμα τον Ιανουάριο του 1878, δίνοντας το έναυσμα της απελευθέρωσης της χώρας από τον Οθωμανικό ζυγό.
Το μνημείο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Georgi Stoilov και έχει ύψος 34 μέτρα. Τα “πόδια” της αψίδας είναι διακοσμημένα με αγάλματα που συμβολίζουν τα κατορθώματα του στρατηγού Kartsov, ο οποίος ηγήθηκε του Ρωσικού στρατού που κατέλαβε το ύψωμα.
Η αιώνια φλόγα που “έκαιγε” στο μνημείο, έσβησε πριν αρκετά χρόνια και δεν ξανάναψε ποτέ.
Ένα πράγμα που μας κίνησε την περιέργεια ήταν ότι στην βορινή πλευρά του μνημείου ανέφερε την ημερομηνία της μάχης, δηλαδή το 1878, ενώ στην νότια πλευρά το 1944. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα καμία πληροφορία και εικάζω πως μάλλον αναφέρεται στο τέλος της Κομμουνιστικής εποχής της Βουλγαρίας, το 1944.
Συνεχίζουμε με την απολαυστική κατάβαση του περάσματος και ακολουθεί μια αχανής ευθεία που θα μας οδηγήσει στον Δούναβη, το φυσικό σύνορο με την γειτονική Ρουμανία.
Δεν λέω, καλό και το μνημείο, αλλά ρε παιδιά η διαδρομή μέχρι εκεί ήταν, για να μιλήσω εντελώς ακαδημαϊκά, κ@ύλ@. Πάσο Μπενεκάρο νομίζω το λένε (Στέλιο μη γελάς, το ξέρεις ότι δεν τα πάω καλά με τα ονόματα) και έγινε ένα πολύ ωραίο τρενάκι από μουρλούς με ταυτότητες στο στόμα. Ωραίες ανοιχτές παρατεταμένες, καλή ορατότητα, χωρίς παγίδες και κορυφαία πρόσφυση. Μάλιστα αλλάξαμε και μηχανάκια με τον Δάσκαλο – του πήρα το Tracer και του πάσαρα τη “θεία”, το Fazer 600 που καβαλούσε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Δερβενάκια. Της μουρλής το πανηγύρι. Ό,τι είχε αφήσει ο Κώστας από τα μαρσπιέ, που δεν ήταν και πολύ δηλαδή, αποφαγώθηκε. Κινηματογραφούσε και ο Γιώργης και είχαμε πωρωθεί αλλά τελικά λέει δεν είχε μπαταρία η gopro. Ρε τζάμπα χαροπάλεψα και δεν το έχουμε σε χάη ντεφινίσιον 4Κ, 3D; Πότε θα ξαναπάμε είπατε;
Ωστόσο το μικρό GS αρχίζει να κάνει νερά. Όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά η μπαταρία ξεψυχάει και δεν παίρνει μπροστά. Σε κάθε σβήσιμο θέλει σπρώξιμο. Μιας και είναι Κυριακή δεν σκεφτόμαστε καν να ψάξουμε για μπαταρία. Θα βρούμε αύριο στο Sibiu που είναι και μεγαλούπολη. Ως τότε θα πέφτει σπρώξιμο για να κάψουμε και καμία παραπανίσια θερμίδα που μας περισσεύει 😉
Δεν είδαμε να έκαψες καμία: εγώ και ο Περουλής γίναμε στυλάκια όμως…
Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να διακόψουμε το πρόγραμμα μας για να ευχαριστήσουμε, εκ μέρους του Ιάκωβου και του Γιώργου, την BMW BMW Mobile Care για την δωρεάν εκγύμναση που τους παρείχε… όχι παίζουμε…
Στα βουλγαρικά σύνορα τώρα, στην πόλη του Oryahovo, δεν έχει και πολύ κίνηση, αλλά οι ρυθμοί είναι τραγικά αργοί. Δεν βιαζόμαστε έτσι κι αλλιώς, το καραβάκι για να μας πάει απέναντι θα έρθει σε μια ώρα:
Τελειώνουμε με την χαρτούρα, παρκάρουμε τις μοτοσυκλέτες μπροστά στην μπάρα και την πέφτουμε στο παραπλήσιο παρκάκι για ξεκούραση. Τα φρεσκοφυτεμένα δεντράκια με το ζόρι σκιάζουν τα κορμιά μας… είμαστε και δυο μέτρα παλικάρια ανάθεμα μας:
Εν τέλει το καραβάκι φτάνει και εκεί που είμαστε έτοιμοι να μπούμε, χαλάει μια νταλίκα που έβγαινε. Αναμονή και πάλι, μέχρι να επιστρατεύσουν ένα τρακτέρ να την σύρει έξω:
Πάντως η συζήτηση στην νοηματική -την ώρα την αναμονής- με τον βούλγαρο φύλακα με την κοιλάρα και το τιραντέ λευκό -κάποτε- φανελάκι, είχε πολύ γούστο.
Είκοσι λεπτά αργότερα βρισκόμαστε εντός της παντόφλας όπου περιμένουμε υπομονετικά να γεμίσει. Η κρουαζιέρα κρατάει και αυτή περίπου ένα εικοσάλεπτο.
Στην απέναντι όχθη περνάμε τον τυπικό Ρουμάνικο έλεγχο και συνεχίζουμε βόρεια. Οι πληροφορίες μου λέγαν για πολύ κακό οδόστρωμα το οποίο θα μας ταλαιπωρήσει. Αν εξαιρέσεις τους δρόμους εντός της Κραϊόβα, όλοι οι άλλοι ήταν πολύ καλοί έως εξαιρετικοί.
Προπαντός ο δρόμος από Κραϊόβα μέχρι Targu Jiu ήταν ολοκαίνουργιος και χωρίς κίνηση, πράγμα που μας βοηθάει να καλύψουμε τον χαμένο χρόνο της αναμονής για το πέρασμα του Δούναβη.
Αυτό που εντυπωσιάζει πραγματικά τον ταξιδιώτη είναι τα ατελείωτα στρέμματα με ηλίανθους. Μιλάμε να χάνεται το μάτι, μέχρι εκεί που τελειώνει ο ορίζοντας κατακίτρινοι πανέμορφοι ηλίανθοι. Είναι και το αγαπημένο λουλούδι, έχω ζητήσει μία φωτογραφία από τον Οικονομάκη με το κεφάλι μου μέσα στους ήλιους, να δω αν θα μου κάνει το χατίρι…
Φτάνοντας στο Novaci μας καλωσορίζει μια πινακίδα όπου διαφημίζει την Transalpina, ένα από τους πιο διάσημους δρόμους της χώρας.
Στάση για φουλάρισμα, καθώς δεν υπάρχει κανένα βενζινάδικο πάνω στο πέρασμα και πορεία προς Ranca, ένα φρέσκο χωριουδάκι πάνω στην Transalpina. Τόσο φρέσκο, που απουσιάζει από τους περισσότερους χάρτες.
Αυτή η διαδρομή, από το Novaci μέχρι τη Ranca, είναι απολύτως η πρώτη ανάμνηση που μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι αυτό το ταξίδι. Ένας πραγματικός οδηγικός παράδεισος που όμοιός του δεν υπάρχει. Συμφωνήσαμε με τον Δάσκαλο, τον Μήτσο, τον Θοδωρή, τον Στέλιο και τον Γιώργο να μην εκτροχιαστούμε πολύ. Να πάμε γρήγορα μεν και σβέλτα, να το ευχαριστηθούμε βρε παιδί μου, αλλά πάνω από όλα με ασφάλεια. Σφίξαμε τα χέρια σαν κύριοι και ξεκινήσαμε το απολαυστικό λούνα παρκ. Δεν ξέρω τι με έπιασε, σεληνιάστηκα ξαφνικά χάνοντας την ολύμπια ψυχραιμία μου, τους πέρασα όλους στην ευθεία πριν την πρώτη καταπληκτική στροφή με την τέλεια άσφαλτο και χάραξη, και τους έβλεπα από τους καθρέφτες να είναι κολλημένοι στο κωλοφάναρό μου. Οι ιστορίες του Joe Bar Team ακούγονται σαν τη Χιονάτη με τους Επτά Νάνους σε σχέση με τα σκηνικά που έγιναν. “Δεν θα με περάσετε ρε καργιόληδες με τα χιλιοδιακοσάρια σας, θα φάτε χώμα ρεεεε, ροσικό και ντοβιτσιόζικο φρενάρισμα οριακό μη με εξαϋλώσουν, γαμώτ γαμώτ γαμώτ”, χάνω τα φρένα στην τρίτη στροφή και φεύγουμε πέντε άτομα στο αντίθετο ρεύμα. Χαχαχα, χουχουχου, περνάει ο Γιώργης από την εσωτερική γελώντας διαβολικά και εξαφανίστηκε στο βάθος με Δάσκαλο και λοιπούς να τον κυνηγούν φρενιασμένα με κλωτσιές και αγκωνιές. Είπαμε, πάνω από όλα με ασφάλεια. Έχω να ευχαριστηθώ τέτοιο στροφιλίκι δεν ξέρω και γω από πότε, μάλλον από τα πάσα προς Mugello και τους Δολομίτες (τι σύμπτωση, σε όλα αυτά έχω πάει με Οικονομάκη, Στέλιο αη λοβ γιου κάργα ρε). Σταμάτησα στο πλάι του δρόμου λίγο πριν τη Ranca, όπου είχαν παρκάρει και οι πρώτοι για να περιμένουν τους υπόλοιπους που πολύ ορθά ερχόντουσαν αργά για να απολαύσουν το εκπληκτικής ομορφιάς τοπίο. Έβγαλα το κράνος εκστασιασμένος από τη χαρά και τη συγκίνηση και ακούγοντας τα τσικ τσικ των αλαφιασμένων κινητήρων ρωτάω τον Γιώργο που περπατούσε προς εμένα “πως σου φάνηκε;” “Το περίμενα καλύτερο να σου πω την αλήθεια…” Γούρλωσα τα μάτια, σοκαρίστηκα, αναρωτήθηκα μήπως πήγε από αλλού και βλέποντάς με να ψαρώνω κάνει “μπουααχαχχαχα, γαμάτα ήταν, πλάκα σου κάνω”. Είπα κι εγώ…
Σούρουπο πια φτάνουμε στη Ranca και ψάχνουμε τον ξενώνα που έχουμε κλείσει. Το χωριό είναι πραγματικά τεράστιο, καθώς εκατοντάδες ξενώνες έχουν ξεφυτρώσει παντού. Μια πινακίδα μας στέλνει προς ένα κακό χωματόδρομο, όπου μετά από καμιά οκτακοσαριά μέτρα εμφανίζεται μπροστά μας ο ξενώνας Ina.
Παρκάρουμε γοργά και οδηγούμαστε εντός του ξενώνα, καθώς η θερμοκρασία έχει αρχίσει να πέφτει επικίνδυνα. Τακτοποιούμαστε στα όμορφα, καινούργια δωμάτια και πάμε στην τραπεζαρία για μασαμπούκα. Είχαμε πει στο ξενοδόχο να ετοιμάσει μια μακαρονάδα, σαλατούλα κάτι φιλέτα κοτόπουλο (τύπου) και κάτι άλλα απαράδεκτα “φαγητά” που έχουν φύγει από τη μνήμη όλων και ευτυχώς δηλαδή – ποιο χάλι φαγητό δεν πρέπει να υπάρχει. Ως εφιάλτη θυμόμαστε τα μακαρόνια λάσπη που ήταν κολλημένα με λόγκο μία μάζα μεταξύ τους, τη “σαλάτα” με κάτι πράσινα πράγματα τύπου μαρουλιού iceberg και το άσπρο κρέας που έκανε το φαγητό από τα McDonalds να μοιάζει με δείπνο στη “Σπονδή”. Αυτό και το κρασί στο Melnik ούτε στον χειρότερο εχθρό σας.
Με τέτοια πείνα και χωρίς άλλη επιλογή τρώμε την μακαρονάδα με γαρνιτούρα τσιμέντο, καταβροχθίζουμε την βιολογική σαλάτα μαζί με τον βιολόγο και τραβάμε για νάνι.
Αύριο μας περιμένει η υπόλοιπη Transalpina…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |