Ημέρα 8η, Brasov – Veliko Tarnovo (562 χλμ)
Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι (δις)…
Σήμερα η μέρα έχει πολλά χιλιόμετρα, έτσι νωρίς το πρωί έχουμε φορτώσει και βρισκόμαστε στην αίθουσα του πρωινού. Τρώμε ως συνήθως σαν να μην έχουμε ξαναδεί ποτέ φαγητό (ναι, ενώ τις άλλες τρώγαμε σπαρτιάτικα λιτά και σεμνά…) και αναχωρούμε με αρχική πορεία δυτικά, προς Transfagarasan.
Η απόσταση μέχρι την αρχή του περάσματος είναι 100 χιλ. τα οποία αρχικά είναι ομιχλώδεις, ενώ στη συνέχεια ένας πεντακάθαρος ουρανός μας προδιαθέτει για την ομορφιά που θα ακολουθήσει.
Η ανάβαση ξεκινά και σύντομα βρισκόμαστε στο πλάτωμα μπροστά από το καταρράκτη Balea όπου κάνουμε μια στάση.
Μερικές φωτογραφίες και αναχωρούμε… αμ πως…
Η γριά (ακα Fazer) μουλάρωσε. Μάλλον της άρεσε το μέρος και δεν παίρνει μπροστά. Η μίζα εντελώς νεκρή. Τσεκάρουμε ασφάλειες… όλες καλά… γμτ τι διάολο…
Οι ρέστοι έχουν φύγει μπροστά και φεύγω να προλάβω την μαστοράντζα τον Γιώργο. Τον προλαβαίνω σχεδόν στην κορυφή του περάσματος και ξανά πίσω. Ο Γιώργος σκύβει πάνω από την μοτοσυκλέτα και ψιλοιδρώνει, αλλά δεν το δείχνει… κάνει κάτι μαγικά, βραχυκυκλώνει κάτι που αυτός ξέρει και ως εκ θαύματος η γριά ανασταίνεται…
Ρε κόλπα που αποφάσισε να κάνει το μηχανάκι – μάλλον περνάει δύσκολη εφηβεία. Πήγε να με αφήσει στα κρύα του λουτρού, δεν είχα ρεύμα πουθενά αλλά η μπαταρία ήταν γεμάτη. Εάν ήταν καμένα τα πηνία – μα γιατί, ούτε 110.000 χιλιόμετρα δεν είχε ακόμα- ειλικρινά θα το άφηνα εκεί πέρα. Το κόστος μεταφοράς και η επισκευή ήταν πιο ακριβά από το να πάρω καινούργιο. Τελικά με έσωσε ο Τζέρεμι Μπέρτζες Περουλής και έφυγα από τη μέση του πουθενά μπαινοβγάζοντας ένα καλώδιο κάτω από τη σέλα κάθε βράδυ. Ακούγεται πις οβ κέηκ τώρα που το διαβάζετε αλλά όταν το παθαίνεις μακριά από τον πολιτισμό ιδρώνεις. Στην πραγματικότητα είχα χεστεί απάνω μου. Ο ηλεκτρολόγος που το επισκεύασε στην επιστροφή μου είπε ότι ήταν κομμένη σε μια πλαστική ένωση η πλεξούδα κάτω από το ρεζερβουάρ και μου πήρε το αστρονομικό ποσό των 10 ευρώ για να τη φτιάξει. Ρε τι πήγαμε να πάθουμε για μια χούφτα δολάρια. Τζoρτζ, όπου και να πηγαίνω θα σου κάνω τα εισιτήρια να πηγαίνουμε παντού παρέα. Μα γιατί μου κλείνεις το τηλέφωνο όταν σε παίρνω, μούρλια θα περάσουμε σου λέω. Διαγνωστικό και πηνία να κρατάμε μόνο…
Καβάλα ξανά λοιπόν και πορεία προς την κορυφή. Το οδόστρωμα είναι σε μέτρια κατάσταση έχοντας σε κάποια σημεία κάποιες βαθιές χαρακιές από τα εκχιονιστικά. Όπως και να ‘χει, η ομορφιά του τοπίου θα με γοητεύει όσες φορές και αν βρεθώ σε αυτό το πέρασμα.
Ιστορικά, ο δρόμος κατασκευάστηκε από τον Τσαουσέσκου μεταξύ το 1970 και 1974 για στρατιωτικούς σκοπούς και συγκεκριμένα για προφύλαξη της χώρας σε τυχόν επίθεση των Σοβιετικών. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν πάνω από έξι εκατομμύρια χιλιόγραμμα δυναμίτη και τα επίσημα στοιχεία μιλάνε για πάνω από 40 νεκρούς στρατιώτες. Ο δρόμος αναφέρεται σε πολλούς ταξιδιωτικούς οδηγούς αλλά και από την γνωστή εκπομπή Top Gear ως ο καλύτερος δρόμος στον κόσμο!
Στην κορυφή μας περιμένουν οι ρέστοι, δίπλα στην λίμνη Balea. Χαζολογάμε βιαστικά καθώς έχουμε χάσει πολύ χρόνο και έχουμε πολλά χιλιόμετρα μπροστά μας.
Παρατηρώ κάτι φρέσκο στην κορυφή. Μια φουτουριστική εκκλησία στέκεται σε καίρια θέση πάνω από το πέρασμα προσφέροντας καταπληκτική πανοραμική θέα:
Ψάχνοντας πληροφορίες για τη συγκεκριμένη εκκλησία ανακάλυψα κάτι άλλο ενδιαφέρον. Το χειμώνα, όταν ο δρόμος είναι κλειστός και η πρόσβαση στην κορυφή γίνεται μόνο μέσω του τελεφερίκ, λειτουργεί ένα ξενοδοχείο από πάγο, το Balea Ice Hotel.
Με συνοπτικές διαδικασίες, αναχωρούμε για να καλύψουμε το νότιο κομμάτι του περάσματος που οδηγεί στην τεχνητή λίμνη Vidraru.
Η λίμνη δημιουργήθηκε το 1965 με τη κατασκευή του ομώνυμου υδροηλεκτρικού φράγματος στον ποταμό Arges. Για να καταλάβετε το μέγεθος, το τοξωτό φράγμα έχει ύψος 166 μέτρα και μήκος 305 και συγκρατεί 465 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού στην λίμνη, η οποία έχει μέγιστο μήκος 10,3 χιλιόμετρα και πλάτος 2,2. Η περίμετρός της είναι 28 χιλιόμετρα!
Μετά την στάση για ανασυγκρότηση συνεχίζουμε την πορεία μας νότια. Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, ξεπροβάλλει πάνω από τα κεφάλια μας, το κάστρο Poienari το οποίο συνδέει την ιστορία του με τον επονομαζόμενο δράκουλα των Καρπαθίων, Vlad Tepes.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Vlad Tepes αιχμαλώτισε τους κατοίκους μιας γειτονικής εχθρικής πόλης και τους ανάγκασε να χτίσουν το κάστρο για λογαριασμό του. Λόγω του μεγέθους και της θέσης του, το κάστρο ήταν απόρθητο, καθώς 1480 σκαλιά χωρίζουν το κάστρο με τον πλησιέστερο δρόμο δίπλα στον ποταμό Arges!
Οι πόλεις που ακολουθούν, Curtea de Arges και Pitesti, μας προσγειώνουν λίγο απότομα στον “πολιτισμό”. Αρκετή κίνηση και αδιάφορα τοπία:
Στο Pitesti μπαίνουμε για λίγο στην Εθνική οδό που οδηγεί προς το Βουκουρέστι. Σβέλτος ρυθμός μας οδηγεί σύντομα στον 61 και στην συνέχεια στον 58 προς Giurgiu. Όμορφη, ήσυχη διαδρομή η οποία διασχίζει απέραντα χωράφια με ηλιοτρόπια.
Να δω πότε θα με βγάλεις μια φωτογραφία που σου έχω ζητήσει τόσες μέρες.
Πλησιάζουμε τα σύνορα όπου και γίνεται ένας κακός χαμός. Υπερβολική κίνηση που δεν μπορώ να την δικαιολογήσω αρχικά. Φτάνοντας στην επονομαζόμενη γέφυρα του Δούναβη, που ενώνει το Giurgiu της Ρουμανίας με το Ruse της Βουλγαρίας, καταλαβαίνουμε γιατί επικρατεί αυτός ο χαμός.
Έργα στην γέφυρα και έχουν κλείσει την μία από τις δυο λωρίδες με την προτεραιότητα να πηγαίνει από ρεύμα σε ρεύμα ανά μισάωρο. Για καλή μας τύχη, το ρεύμα μας είναι ανοικτό και μετά από 2 κιλά ιδρώτα έκαστος βρισκόμαστε να περνάμε τον σύντομο τελωνειακό έλεγχο.
Κάτι δεν πάει καλά όμως με το BMW του Θοδωρή. Ο έλεγχος δείχνει ότι έχει πετάξει όλα τα λάδια από την πίσω ανάρτηση η οποία λειτουργεί άριστα πια… ως σουμιές. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εκτός από υπομονή, κυρίως ο Θοδωρής που θα πρέπει να οδηγάει μια μοτοσυκλέτα όπου η πίσω της ανάρτηση θα είναι ψόφια και δεν θα απορροφά καμία ανωμαλία του δρόμου. Υπομονή λοιπόν…
Από εκεί και κάτω ο δρόμος είναι ανοικτός και σε σύντομο χρόνο βρισκόμαστε στο πανέμορφο Veliko Tarnovo. Ένας παλιός γνώριμος από προηγούμενη οδοιπορικό, το ξενοδοχείο Studio θα αναλάβει την φιλοξενία μας. Όμορφο, στην καρδιά της παλιάς πόλης και με θέα το κάστρο Tsarevets, το σύμβολο της πόλης.
Τακτοποίηση και πριν προλάβουμε να την κάνουμε, έξω από το ξενοδοχείο, μας την πέφτει ο τρελός του χωριού. Μιλάει αρκετά καλά ελληνικά μιας και έχει μια συννυφάδα από την Θεσσαλονίκη… έτσι λέει τουλάχιστον. Κουβέντα στην κουβέντα μας συστήνεται ως αρχαιολόγος -και καλά- και σύντομα προσπαθεί να μας πουλήσει κάποια νομίσματα όπου βρήκε στην τελευταία του ανασκαφή. Το τσιμπούρι καταφέρνει να το διώξει τελικά ο Σωτήρης, δίνοντας του απλά μερικά “φρέσκα” κέρματα…
Το Veliko Tarnovo τώρα, αναφέρεται συχνά ως η πόλη των Τσάρων και αποτέλεσε την ιστορική πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Η παλιά πόλη απλώνεται πάνω σε τρεις λόφους: στον Τσάρεβετς, στην Τραπέζιτσα και την Σβέτα Γκορά (το οποίο μεταφράζεται στα Ελληνικά ως Ιερό Βουνό, δηλ. Άγιον Όρος), που υψώνονται μέσα στους μαιάνδρους του Γιάντρα.
Το μεσαιωνικό κάστρο Tsarevets είναι χτισμένο στον ομώνυμο λόφο και ήταν το κύριο φρούριο της δεύτερης βουλγαρικής αυτοκρατορίας και το ισχυρότερο της προπύργιο από το 1185 έως το 1393.
Τα πρώτα στοιχεία ανθρώπινης παρουσίας στο λόφο χρονολογούνται από το 2ο π.Χ. αιώνα, αλλά η κατασκευή του συγκεκριμένου οχυρού ξεκίνησε το 12ο αιώνα. Μετά την Βλάχικη-Βουλγαρική εξέγερση και τη δημιουργία της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα το Veliko Tarnovo, το φρούριο έγινε το πιο σημαντικό στη χώρα. Το 1393, το φρούριο πολιορκήθηκε από οθωμανικές δυνάμεις για τρεις μήνες, για να κατακτηθεί και να πυρποληθεί στις 17 Ιουλίου, σηματοδοτώντας την πτώση της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.
Η ώρα έχει περάσει και οι πόρτες του κάστρου είναι κλειστές (όποιος ενδιαφέρεται για το εσωτερικό του ας ρίξει μια ματιά εδώ), έτσι τραβάμε προς τα στενά της παλιάς πόλης. Εντύπωση μου κάνει πως δεν υπάρχει καθόλου κίνηση και τα περισσότερα μαγαζιά είναι κλειστά, καθώς στην προηγούμενη μου επίσκεψη γινόταν ο κακός χαμός…
Κατηφορίζουμε για να βρεθούμε στο εστιατόριο Shtastliveca, όπου παμψηφεί ήταν το καλύτερο εστιατόριο της εκδρομής μας. Πεντανόστιμο φαγητό, άψογη εξυπηρέτηση σε τιμές Βουλγαρίας.
Και τρελός χαβαλές επίσης. Όλοι έχουμε τα κέφια μας, περνάμε υπέροχα μέχρι τώρα, έχουμε δει τα απίστευτα, έχουμε ευχαριστηθεί οδήγηση και στροφιλίκια, έχουμε δει φύση εξωπραγματική, έχουμε έρθει πιο κοντά ο ένας στον άλλο -όχι και υπερβολικά πολύ δηλαδή-, ο Στέλιος έχει ξεχάσει ότι έπεσε πριν λίγες μέρες, ενώ ο Θοδωρής έχει καταστρώσει σχέδιο επισκευής του αμορτισέρ μόλις επιστρέψει και διασκεδάζει μαζί μας. Ο Δάσκαλος λέει τα ανέκδοτά του με τον Ψαραντώνη, τα οποία είναι ομολογουμένως πολύ αστεία εάν δεν είσαι από την Κρήτη και δεν τα έχεις ακούσει περισσότερες φορές από όσες έχεις δει τον “Μπακαλόγατο”, ο Γιώργος λέει τις δικές του πραγματικές ιστορίες που είναι πιο αστείες από τα καλύτερα ανέκδοτα, ενώ ο Νίκος έχει πάρει φόρα και φλερτάρει αθώα (τύπου) με την χαριτωμένη σερβιτόρα που δείχνει να το καταδιασκεδάζει. Οι υπόλοιποι σιγοντάρουμε στο σκηνικό, φωτογραφίζουμε για την ανάμνηση και κοροϊδεύουμε τους πρωταγωνιστές των θεοπάλαβων και όμως αληθινών ιστοριών. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από μια τέλεια μέρα ταξιδιού με φίλους; Λίγο παγωτό πριν κοιμηθούμε. Καλή ιδέα!
Μικρός βραδινός περίπατος (και παγωτό εεε;) και επιστροφή στο ξενοδοχείο για νάνι, καθώς το φόρτο της ημέρας μας έχει καταβάλει όλους…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |