Ημέρα 22η: Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016, Cascais – SaoPedrodeMoel (207 km)
Στα μοναστήρια της Πορτογαλίας
Σήμερα είναι μια μέρα που πραγματικά δεν ξέρω τι θα κάνω. Θα μείνω; Θα φύγω; Έτσι όπως τα ‘χω κάνει στο μυαλό μου, ούτε κι εγώ ξέρω. Το υποτιθέμενο πρόγραμμά μου που έμεινε ως πρόγραμμα μόνο στα χαρτιά, έλεγε πως θα έμενα ένα βράδυ στο Cabo da Roca και δυο βράδια στην Λισαβόνα. Και είμαι ήδη δυο βράδια στο Cabo da Roca. To καλό είναι πως η Λισαβόνα από ‘δω είναι μια γκαζιά και το check out στο camping γίνεται στις 17:00. Άρα έχω άπλετο χρόνο να κάνω ό,τι θέλω και ν’ αποφασίσω τι θα κάνω σήμερα. Μπορεί να μείνω πάλι εδώ ή μπορεί και να φύγω για κάπου αλλού, όπου το θεωρώ και το πιο πιθανό …
Ξύπνησα λίγα λεπτά μετά τις 08:00 και πηγαίνω πάλι για ντους, καθώς το βράδυ είχα έντονη φαγούρα. Φτιάχνω καφέ, ανάβω ένα Davidoff, βάζω ακουστικά στ’ αυτιά κι ακούω μουσική. Αραλίκι μέχρι να βαρεθώ δηλαδή …
Σ’ αυτό το σημείο όμως, πρέπει να πούμε κάποια πράγματα για την Πορτογαλία, αυτή την ιδιαίτερη και παράξενη χώρα που βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η Πορτογαλική Δημοκρατία είναι μια χώρα με έκταση 1,4 φορές μικρότερη από την Ελλάδα και ο πληθυσμός της κυμαίνεται στο ίδιο επίπεδο με αυτόν της χώρας μας.
Η Πορτογαλία καταλαμβάνει εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου και δυο αρχιπελάγη στον Ατλαντικό, την Μαδέρα και τις Αζόρες. Η Μαδέρα είναι το μεγαλύτερο νησί ενός ηφαιστιογενούς νησιωτικού συμπλέγματος δυτικά του Μαρόκου και είναι γνωστή για το κρασί της. Οι δε Αζόρες, είναι επίσης ηφαιστιογενές νησιωτικό σύμπλεγμα στον Ατλαντικό που απέχει περίπου 1.300 km από τη μητρόπολη. Επίσης, η Πορτογαλία μέχρι το 1999 είχε υπερπόντιο έδαφος νοτιοανατολικά της Κίνας, το νησί Μακάο.
Παρόλο που στο πέρασμα των χρόνων αποτελούσε τον δορυφόρο της Ισπανίας, ωστόσο αρνήθηκε πεισματικά την ισπανικότητα. Πρόσφερε πολλά πράγματα στην Ισπανία, καθώς τα μεγάλα εξερευνητικά και κατακτητικά ταξίδια των Ισπανών, επί της ουσίας οργανώθηκαν από Πορτογάλους. Πρόσφεραν τα πάντα στους Ισπανούς, αλλά οι Πορτογάλοι δεν ανέχτηκαν να τους αντιμετωπίζουν σαν αποικία. Η Πορτογαλία, μια μικρή χώρα, μια σταλιά επί της ουσίας, κατάφερε να γίνει μια μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη. Και οι Πορτογάλοι δεν έγιναν αποικιοκράτες όπως ήταν π.χ. οι Ισπανοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί και άλλοι, αλλά ήταν περισσότερο έμποροι φτιάχνοντας εμπορικούς σταθμούς παρά αποικίες.
Θεωρείται ως η χώρα των μεγάλων θαλασσοπόρων και των μεγάλων ναυτικών. Ακόμα και ο Ιταλός Χριστόφορος Κολόμβος πρώτα απευθύνθηκε σε Πορτογάλους για να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι του, αλλά έφαγε πόρτα μιας και κρίθηκε μη σοβαρός και μη καταρτισμένος πλοίαρχος.
Είναι τόσο σοβαρό πράγμα το να είσαι ναυτικός στην Πορτογαλία, που οι σοβαροί εφοπλιστές στις μέρες μας μόνο σε Πορτογάλους εμπιστεύονται τα πολύ σοβαρά φορτία.
(Βασίλης Ραφαηλίδης, Λαοί της Ευρώπης καταγωγή και χαρακτηριστικά)
Ορεινή χώρα η Πορτογαλία με πάμπολα ποτάμια και ιδιαίτερα σεισμογενής. Αποτελεί την πρώτη χώρα παγκοσμίως σε παραγωγή … φελλού! Ακούγεται αστείο, όμως πρέπει να τονιστεί πως πολλά από τα εξαρτήματα των περίφημων πορτογαλικών πλοίων που εξερευνούσαν τον κόσμο, ήταν κατασκευασμένα από φελλό προκειμένου να χωρούν περισσότερο ωφέλιμο φορτίο.
Χαρακτηριστικό πολλών Πορτογάλων είναι η ηπιότητα του χαρακτήρα τους και η σχεδόν μοιρολατρική τους διάθεση. Επικρατούσα θρησκεία είναι ο καθολικισμός, όμως οι Πορτογάλοι αν και βαθύτατα θρησκευόμενοι οι περισσότεροι, δεν ανέχονται τη θρησκευτική εξουσία και ήδη από το 1911 προέβησαν σε διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, ερχόμενοι σε ρήξη τόσο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όσο και με το Βατικανό. Η χώρα ανήκει στην ΕΕ από το 1986 και έχει ως νόμισμά της το ευρώ.
Σκέφτομαι να πεταχτώ για άλλη μια φορά στην Λισαβόνα, αυτή τη φορά χωρίς τη μοτοσυκλέτα. Ο σταθμός του τρένου στο Cascais απέχει περίπου 6 km από το camping και απαιτεί περίπου 1,5 h με τα πόδια! Όσο κουραστικό κι αν ακούγεται, θα πάω! Εκτός του ότι μου αρέσει το περπάτημα, ξέρω πως σ’ αυτό δεν παίζομαι και μόνο ένας πρωταθλητής στο βάδην μπορεί να με συναγωνιστεί! Εντάξει, λέω πού και πού καμιά π@παριά να περάσει κι η ώρα …
Kατά τη διάρκεια του περπατήματος το βλέμμα μου αποσπά ένα εκκλησάκι στο οποίο υπάρχει ένα μνημείο – βράχος πάνω στον οποίο είναι τοποθετημένος ένας σταυρός. Αφορά τον αντιπτέραρχο του ισπανικού στρατού José Sanjurjo y Sacanel, έναν από τους ηγέτες των φασιστών του Φράνκο, οι οποίοι εξεγέρθηκαν εναντίον της δημοκρατικής ισπανικής κυβέρνησης το 1936 και οδήγησαν τη χώρα στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Ο εν λόγω αντιπτέραρχος είχε εξοριστεί στην Πορτογαλία και όταν ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ισπανία, επιβιβάστηκε στις 20 Ιουλίου 1936 σ’ ένα αεροπλάνο από το Estoril, το οποίο συνετρίβη σ’ αυτό εδώ το σημείο. Ο αντιπτέραρχος σκοτώθηκε ενώ ο πιλότος του αεροπλάνου βρέθηκε σώος, λέγοντας πως η αιτία του δυστυχήματος ήταν το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε μαζί του ο αντιπτέραρχος. Ο πιλότος τον προειδοποίησε πως είναι επικίνδυνο να πετάξει με τόσο βαρύ φορτίο. Άλλες πηγές λένε πως η συντριβή του αεροπλάνου οφείλεται σε σαμποτάζ των πολιτικών του αντιπάλων.
Από το camping ξεκίνησα στις 09:46, έτοιμος να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ. Που θα το έσπαγα, αλλά χάθηκα σε κάτι διασταυρώσεις για αρκετή ώρα κι είδα κι έπαθα να βρω τον σταθμό του τρένου. Φτάνω λίγα λεπτά μετά τις 11:00 και έχω στη διάθεσή μου λίγα λεπτά μέχρι τις 11:24 όπου φεύγει το τρένο. Κάθομαι στην καφετέρια όπου αγοράζω ένα σάντουιτς λουκάνικο με τηγανητό αυγό συνοδεία πορτοκαλάδας και πληρώνω 4 €! Αυτό κι αν είναι χτύπος …
Πληρώνω το εισιτήριο όπου μου δίνουν την πράσινη κάρτα, όμοια με αυτήν που μου έδωσαν στο ferry προχθές και η οποία κοστίζει 0,50 €. Η διαδρομή διαρκεί περίπου 45 min και απολαμβάνω τη θέα από το παράθυρο.
Αποβιβάζομαι στην Λισαβόνα και από τα πρώτα μου βήματα την ερωτεύομαι αυτή την πόλη.
Η Λισαβόνα ή Lisboa είναι η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας και διαρρέεται από τον ποταμό Tejo, ο οποίος ξεκινάει από την Ισπανία και εκβάλλει στην Λισαβόνα και δη στον Ατλαντικό, σκίζοντας κατά κάποιον τρόπο την Πορτογαλία στα δυο. O Tάγος επί το ελληνικότερο, είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ιβηρικής. Έχει συνολικό μήκος 1.008 km, εκ των οποίων τα 686 βρίσκονται στην Ισπανία και τα 175 στην Πορτογαλία. Αρχοντική πόλη η Λισαβόνα, με κτίρια εξαιρετικής αρχιτεκτονικής που μαρτυρούν την πάλαι ποτέ κραταιά αποικιοκρατική υπερδύναμη. Το 1755 επλήγη από έναν μεγάλο σεισμό που οι γεωλόγοι τον υπολογίζουν στα 9 Ρίχτερ και σε συνδυασμό με το τσουνάμι που ακολούθησε, κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος όχι μόνο της Λισαβόνας αλλά και των γύρω περιοχών. Οι καταστροφικές συνέπειες γρήγορα αποτέλεσαν παρελθόν μιας και άρχισε η ανοικοδόμηση της πόλης, δίνοντάς της μια ξεχωριστή αίγλη.
Η Κάτω Πόλη της Λισαβόνας (Baixa Pombalina) αποτελεί το σημείο συνάντησης της πόλης εδώ και πολλούς αιώνες. Η περιοχή προϋπήρχε του σεισμού του 1755 και όταν καταστράφηκε ολοκληρωτικά, ανακατασκευάστηκε με σκοπό να είναι ανθεκτική στους σεισμούς. Τα αρχιτεκτονικά της πρότυπα μιμούνταν έναν σεισμό και οι σκέπες των σπιτιών φτιάχτηκαν με σκοπό να αποτρέψουν την εξάπλωση πυρκαγιών.
Ανηφορίζω έναν λόφο και βρίσκομαι στην Παλαιά Πόλη Alfama, ένα από τα ελάχιστα σημεία της πόλης που δεν τα έπληξε ο μεγάλος σεισμός του 1755. Εδώ ο χρόνος σταματά, μεταφέροντάς με πολλές δεκαετίες πίσω, ίσως και αιώνες.
Ο ναός Igreja de Santa Engrácia άρχισε να κατασκευάζεται το 1861 και το 1916 μετατράπηκε σε Εθνικό Πάνθεον στο οποίο υπάρχουν τάφοι και κενοτάφια αρκετών προσωπικοτήτων της χώρας.
Ως έξυπνο παιδί που είμαι, νομίζω πως βρίσκομαι στον καθεδρικό της πόλης, ο οποίος είναι σχεδόν δίπλα και πιστεύοντας πως έχω εκπληρώσει την αποστολή μου να επισκεφθώ τον καθεδρικό, αρχίζω να κατηφορίζω την Alfama, παίρνοντας πλέον τον δρόμο της επιστροφής.
Αυτό που μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση αυτές τις ημέρες, τόσο στην Sintra όσο και στην Λισαβόνα, είναι τα ιδιαίτερα οχήματα που μεταφέρουν τουρίστες. Είναι τα λεγόμενα Tuk – Tuk, τρίκυκλα με καμπίνα τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ινδία και στην Νοτιοανατολική Ασία. Τα τελευταία χρόνια αυτός ο τρόπος μεταφοράς έχει υιοθετηθεί κι από ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπου μία από αυτές είναι η Πορτογαλία. Να πω την αλήθεια μου, αυτό του είδους τη μεταφορά την έχω δει μόνο σ’ αυτή τη χώρα και προφανώς λανθασμένα νόμιζα πως αποτελούν έναν παραδοσιακό τρόπο τουριστικής μεταφοράς στην Πορτογαλία.
Το τρένο φεύγει στις 13:40 και μετά φτάνω στο Cascais, όπου σταματώ σ’ ένα Mc Donalds για ανεφοδιασμό κοιλιακού ρεζερβουάρ λίγο πριν τον … μαραθώνιο!
Το GPS λέει πως το camping απέχει από ‘δω 5,5 km και απαιτείται 1,5 h περπατήματος! Με βήμα γοργό και με τις ακτίνες του ήλιου να με σημαδεύουν αδυσώπητα, καταφέρνω να φτάσω σε 45 min. Σε κάποια φάση είχα κλατάρει, όχι από την κούραση αλλά από τη δίψα, καθώς δεν κρατούσα λίγο νερό μαζί μου …
Εν συνεχεία αρχίζω να μαζεύω τα πράγματά μου, καθώς στις 17:00 γίνεται το check out. Aγοράζω παγωμένο νερό για τον δρόμο και μερικά φακελάκια καφέ, καθώς ο καφές μου έχει τελειώσει. Αποχαιρετώ το ευγενέστατο προσωπικό του camping, το οποίο με έκανε να αισθάνομαι άνετα και οικεία στην Πορτογαλία και να σχηματίσω την καλύτερη δυνατή εικόνα για τον μέσο Πορτογάλο.
Το πλάνο μου έλεγε πως θα έφευγα από την Λισαβόνα την επόμενη ημέρα και θα πήγαινα για Coimbra. Kι επειδή όταν κάποιος κάνει σχέδια, συνήθως κάποιος άλλος γελάει, θα σπάσω τη διαδρομή Lisboa – Coimbra και θα μείνω όπου με βγάλει ο δρόμος. Ή όπου βρω camping …
Σήμερα λοιπόν, το μενού έχει λίγα χιλιόμετρα με επίσκεψη σε δυο εντυπωσιακά και ιστορικά μοναστήρια της Πορτογαλίας, τα οποία βρίσκονται κοντά μεταξύ τους, κάπου στην πόλη Alcobaça. Λίγα λεπτά πριν τις 17:00 θέτω στο GPS να με πάει προς τα ‘κει μέσω της συντομότερης οδού aka αυτοκινητόδρομου.
Κινούμαι με ταχύτητες 120 – 140 km/h και ο ρυθμός οδήγησής μου διακόπτεται μόνο από τους σταθμούς διοδίων. Στον πρώτο σταθμό πληρώνω μετρητοίς και στον δεύτερο παίρνω ένα χαρτάκι.
Πριν την Alcobaça, βλέπω μπροστά μου έναν σταθμό διοδίων, όπου η λωρίδα με την ένδειξη της πληρωμής μετρητοίς είναι κλειστή! Και μη έχοντας άλλη επιλογή αλλά και το χρονικό περιθώριο να σκεφτώ σ’ έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, περνάω από την ελεύθερη λωρίδα των ηλεκτρονικών διοδίων. Μπαίνοντας στην Alcobaça, βλέπω άλλον ένα σταθμό όπου σταματώ στη λωρίδα που πληρώνεις μετρητοίς. Εκεί δεν υπάρχει υπάλληλος παρά μόνο ένα μηχάνημα, όπου λέει να βάλω το χαρτάκι. Βάζω το χαρτάκι, το οποίο δεν γίνεται δεκτό και την ίδια στιγμή ηχεί μια σειρήνα. Αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια και πανικοβάλλομαι. Σε κλάσματα δευτερολέπτου περνάω από την κατεβασμένη μπάρα όπου έχει χώρο για να περάσει μια μοτοσυκλέτα και μέσα στον πανικό μου περνάω από εκεί συνεχίζοντας τον δρόμο μου …
Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ για την πράξη μου. Αλλά ο προηγούμενος σταθμός διοδίων είχε κλειστή τη λωρίδα που πληρώνεις μετρητοίς και κατά συνέπεια δεν μπορούσα να δώσω το χαρτάκι και να πληρώσω. Το έκανα στον επόμενο σταθμό δίνοντας το χαρτάκι που είχα από την αρχή και δεν έγινε δεκτό. Κι ακούγοντας τη σειρήνα πανικοβλήθηκα! Και θα ήθελα να τονίσω πως δεν είμαι από αυτούς που προσπαθούν να περάσουν τζάμπα τα διόδια. Πόσες φορές στα ελληνικά διόδια είδα μοτοσυκλετιστές να περνούν παράνομα τα διόδια θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα με το πέσιμο της μπάρας κι εγώ περίμενα υπομονετικά στη σειρά μου; Αλλά εδώ στην Πορτογαλία, ή έκανα εγώ λάθος ή δεν κατάλαβα σωστά το πώς λειτουργούν τα διόδια. Και το μόνο που θέλω σε μια χώρα, είτε πρόκειται για τη η δική μου είτε για κάποια άλλη, είναι να τηρώ συνειδητά τους κανόνες της και να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Και η ησυχία του κεφαλιού μου δεν ανταλλάσσεται μ’ ένα μικρό ποσό που στοιχίζει το διόδιο στους πορτογαλικούς δρόμους. Κι όμως αυτή τη στιγμή, το κεφάλι μου κάθε άλλο παρά ήσυχο είναι …
Φτάνω στην Alcobaça και σύντομα βρίσκομαι έξω από τη μεγαλύτερη εκκλησία της Πορτογαλίας, την Mosteiro de Santa Maria de Alcobaça.
Το μοναστήρι κατασκευάστηκε το 1153 από τον πρώτο βασιλιά της Πορτογαλίας Afonso Henriques και είναι χτισμένο σε γοτθικό ρυθμό. Τον 18ο αιώνα στην επέκταση του μοναστηριού χρησιμοποιήθηκε και μπαρόκ ρυθμός. Αποτελεί ένα από τα πρώτα γοτθικού ρυθμού μοναστήρια που φτιάχτηκαν στη χώρα και από το 1989 αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Το μοναστήρι κατά τη διάρκεια του σεισμού του 1775 δεν υπέστη ζημιές εκτός από ένα τμήμα του σκευοφυλακίου και κάποιων άλλων μικρών κτιρίων. Τις μεγαλύτερες ζημιές στο μοναστήρι δεν τις προξένησε η φύση αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος και δη το 1800 με την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, όπου λεηλατήθηκε η βιβλιοθήκη, έγιναν ληστείες σε τάφους και κάηκε ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής διακόσμησής του.
Το μοναστήρι είναι ιδιαίτερο εντυπωσιακό εξωτερικά, καθώς ένα διπλό καμπαναριό μπαρόκ και γοτθικού ρυθμού, περιβάλλεται από ένα τείχος σπιτιών, μάλλον κελιών και άλλων χώρων. Στην περιοχή υπάρχουν μαγαζιά και καφετέριες και η φούσκα μου πάει να σπάσει και ζητώ επειγόντως μέρος για μπιστολιά. Μετά από λίγα λεπτά βρίσκομαι σ’ ένα βενζινάδικο όπου ανεφοδιάζομαι σε καύσιμα και ανακουφίζομαι στο WC …
Επόμενος προορισμός η πόλη Batalha, όπου κι εκεί υπάρχει άλλο ένα σημαντικό μοναστήρι. Το GPS με πάει μέσω μιας γραφικής διαδρομής
και μετά από περίπου 20 km βρίσκομαι έξω από το Mosteiro da Batalha, το οποίο είναι γοτθικού ρυθμού και με καθηλώνει με την ανυπέρβλητη ομορφιά του. Είναι ίσως από τα πιο όμορφα μοναστήρια που έχω δει.
Η κατασκευή του μοναστηριού ξεκίνησε το 1386 και τελείωσε σχεδόν έναν αιώνα μετά, το 1517. Χτίστηκε στα πλαίσια της υπόσχεσης του βασιλιά Ιωάννη Α’ της Πορτογαλίας, ως ευχαριστία στην Παναγία για τη νίκη του Βασίλειου της Πορτογαλίας απέναντι στο Στέμμα της Καστίλλης στη μάχη της Aljubarrota το 1385. Όπως και στο μοναστήρι της Alcobaça, έτσι και σ’ αυτό της Batalha, ο σεισμός του 1775 προξένησε κάποιες ζημιές, όμως τις μεγαλύτερες τις προξένησαν τα στρατεύματα του Ναπολέοντα το 1800. Το μοναστήρι αποτελεί από το 1983 Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Ίσως και να κάνω λάθος, αλλά το Mosteiro da Batalha μου θυμίζει έντονα τον Καθεδρικό της Σεβίλλης …
Αν και πλήρως αδαής από αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, δηλώνω θαυμαστής του γοτθικού ρυθμού, ο οποίος μ’ εντυπωσιάζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον. Έχει τόση λεπτομέρεια που κάθε φορά με κάνει ν’ αναφωνώ “κοίταξε τι έχουν φτιάξει οι άνθρωποι”. Η γοτθική γλυπτική και αρχιτεκτονική, στα φτωχά μου μάτια αποτελεί κάτι το ασύλληπτο …
Στην περιοχή ξεχωρίζω ένα τουριστικό εστιατόριο όπου εκπλήσσομαι από την ύπαρξη της κυριλλικής γραφής, η οποία μάλλον αναφέρεται σε Ρώσους τουρίστες.
Επίσης υπάρχει μια άγκυρα που αναφέρεται στην Ναυτική Σχολή της Πορτογαλίας.
Mετά από αρκετή ώρα αποχωρώ από το εκπληκτικό αυτό μοναστήρι. Βάζω στο GPS να με πάει στο κοντινότερο camping το οποίο βρίσκεται στην πόλη Marinha Grande. Στη συνέχεια κάνει την εμφάνισή της η ομίχλη, δυσκολεύοντας κατά πολύ την οδήγηση. Ξαφνικά ένας πεζός στον δρόμο μου κάνει νόημα να κόψω, ενώ κινούμαι μόλις με 60 km/h.
Φτάνω στην Marinha Grnade και το camping δεν βρίσκεται πουθενά. Ρωτώ έναν ντόπιο διερχόμενο, ο οποίος μου λέει πως το camping δεν λειτουργεί. Οδηγώ μερικά μέτρα παραπέρα, όπου κάνω μια ασφαλή αναστροφή και γυρίζω πίσω. Ξαφνικά ακούω κάποιον να μου σφυρίζει. Είναι ο ντόπιος με τον οποίο μίλησα πριν λίγο και μου λέει να πάω στο São Pedro de Moel, όπου είναι παραλία και θα βρω σίγουρα camping. Πιάνουμε την κουβέντα και όταν του λέω πως έχω έρθει από την Ελλάδα, παθαίνει πλάκα. Πριν τον αποχαιρετήσω μου δίνει μια κάρτα με το τηλέφωνό του σε περίπτωση που συναντήσω κάποιο πρόβλημα. Κι άντε μετά να μη βάλεις μέσα στην καρδιά σου άλλον έναν κάτοικο αυτής της χώρας που λέγεται Πορτογαλία και σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο όμορφα. Από μια μικρή πράξη, από μια μικρή κίνηση, από δυο – τρεις κουβέντες, από ένα χαμόγελο …
Η ομίχλη είναι γ@μησέ τα και εκτός αυτού δεν φορώ την επένδυση στο μπουφάν και έχω τη μαύρη ζελατίνα στο κράνος. Σιγά – σιγά αρχίζει να σκοτεινιάζει και η διαδρομή φαίνεται εξαιρετική, καθώς κινούμαι σε κάτι που φέρνει σε εθνικό πάρκο, μέσω ενός τέλεια ασφαλτοστρωμένου δρόμου με αρκετές ανοιχτές στροφές αλλά και απέραντες ευθείες.
Φτάνω στο São Pedro de Moel και κατευθύνομαι στην ακτή του λιμανιού. Τώρα λιμάνι είναι αυτό, παραλία είναι αυτό, δεν ξέρω μιας και η ομίχλη έχει καλύψει τα πάντα και δεν με αφήνει να δω τίποτα. Καθιστά όμως το μέρος απόκοσμο, προκαλώντας μου ένα δέος. Βρίσκω ένα ζευγάρι στην ηλικία μου οι οποίοι κατευθύνονται στο αυτοκίνητό τους και τους ρωτώ αν ξέρουν κάποιο camping στην περιοχή. Μου λένε πως υπάρχουν δυο camping και χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνουν στο αυτοκίνητο και μου προτείνουν να τους ακολουθήσω μιας και θα με οδηγήσουν εκεί! Κι άντε τώρα να μη σχηματίσεις εξαιρετική άποψη για τους κατοίκους αυτής της χώρας. Τολμώ να πω πως οι Πορτογάλοι είναι με διαφορά από τους πιο ήπιους, από τους πιο πολιτισμένους, από τους πιο ταπεινούς, από τους πιο εξυπηρετικούς και από τους πιο ζεστούς ανθρώπους που έχω συναντήσει. Κι όσο σκέφτομαι κάποια δικά μας καλόπαιδα που στο Euro 2004 έβριζαν αυτόν τον λαό στα πλαίσια της γ@μημένης ποδοσφαιρικής καφρίλας, άλλο τόσο ντροπιασμένος κι αηδιασμένος αισθάνομαι …
Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και αφού αποχαιρέτησα το ζευγάρι των Πορτογάλων, περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου για το check in. Kαι συνειδητοποιώ πως το camping είναι της ίδιας αλυσίδας με αυτό που έμεινα στο Cascais.
Mετά το check in στήνω για άλλη μια φορά τη σκηνή βράδυ. Και δεν θα μπορούσα παρά να το διασκεδάσω, καθώς μέχρι πέρσι την έστηνα συνήθως με βροχή, ενώ φέτος τη στήνω στο βαθύ σκοτάδι …
Πηγαίνω στο εστιατόριο – μπαρ όπου χτυπώ δυο μικρά σάντουιτς, πατατάκια και μια μπύρα γράφοντας το ημερολόγιο.
Μετά πάω για ντους και λίγα λεπτά μετά τις 23:00 βρίσκομαι μέσα στη σκηνή με φουλ ομίχλη και λίγες σταγόνες να χτυπούν ελαφριά τη σκηνή, νανουρίζοντάς με.
Boa noite!
Έξοδα – Σημειώσεις:
Διαμονή: CampingOrbitur (16,20 €)
Βενζίνη: 23 €
Διόδια: (2 σταθμοί – 8,05 €)
Εισιτήρια μετρό: 4,80 €
Λοιπά: 22,65 €
Σύνολο: 74,70 €
Γενικό σύνολο: 2.002,43 €
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |