Ημέρα12η: Kυριακή 31 Αυγούστου 2014, Bled – Nova Gorica (223,7 km)
Πέρασμα στ’ ακρόνειρο
Ξύπνησα τ’ άγρια χαράματα, μετά από έναν εφιάλτη. Έβλεπα τον Οικονομάκη, να πετάει πέντε σακούλες στραγάλια στη σκηνή για να με ξυπνήσει. Έτσι μου φάνηκε στην αρχή, αλλά ευτυχώς δεν ήταν. Ήταν μια στιγμιαία μπόρα, μετά το πέρας της οποίας, ξανακοιμήθηκα σαν πουλάκι. Πολύ τη βρίσκω μέσα στη ζεστασιά της σκηνής, με τον υπνόσακο και το υπόστρωμα να με κάνουν να αισθάνομαι όμορφα. Τόσο όμορφα που πλέον, δεν ζηλεύω αυτούς που κοιμούνται στο αναπαυτικό στρώμα ενός ξενοδοχείου. Κι αυτός ο ήχος από τις σταγόνες της βροχής, προσδίδει μια ιδιαίτερη ρομαντική νότα στο όλο σκηνικό.
Σηκώνομαι στις 07:30 και με τη συνοδεία καφέ, γράφω το ημερολόγιο μέσα στη σκηνή. Πλέον έχω μπει για τα καλά στις Ιουλιανές Άλπεις και στο Triglavski Narodni Park, στα οποία θα αφιερώσω τη σημερινή ημέρα. Έχω αποφασίσει να κάνω λίγα χιλιόμετρα (150-200 το πολύ) μιας και έχω βάλει σκοπό να οδηγήσω σε δυο αλπικά περάσματα. To πάσο Vrsic και το πάσο Mangrt. Το πρώτο ξέρω πού πέφτει, το δεύτερο με μπερδεύει. Ε, δεν θα κάτσω να σκάσω κιόλας…
Στη συνέχεια περπατώ στη λίμνη Bled. Είναι τόσο πανέμορφη που μοιάζει σαν να βγήκε από πίνακα ζωγραφικής.
(Περισσότερα για τη λίμνη, το νησάκι και το κάστρο, στο ταξιδιωτικό “Balkan Express: του δρόμου η χαρά”).
Στην αρχή τα πράγματα είναι ήσυχα, μέχρι να καταφθάσουν οι μυριάδες τουρίστες της κίτρινης φυλής, τους οποίους μπορείς να ξεχωρίσεις από μακριά, καθώς αναλογούν δυο φλας το δευτερόλεπτο στον καθένα. Πολλές βάρκες μεταφέρουν κόσμο στο νησί με τους βαρκάρηδες να κωπηλατούν. Μου περνάει από το μυαλό να πάω, αλλά αρκούμαι στον περίπατο. Εξάλλου, ανυπομονώ σε λίγη ώρα να πάρω τους δρόμους.
Άλλοι περπατούν στη λίμνη και άλλοι τρέχουν, καθώς αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς τους. Μια κοπελιά ενώ τρέχει, μου λέει “good morning” και με εκπλήσσει! Αυτό γιατί νομίζουμε ότι όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη, εκτός από εμάς τους Έλληνες, είναι αγέλαστοι, αφιλόξενοι, κρύοι και δεν μιλάνε. Μήπως κάνουμε ένα πολύ μεγάλο λάθος; Eγώ προσωπικά έχω παρατηρήσει πως το χαμόγελο βγαίνει πιο εύκολα στους Ευρωπαίους παρά στους Έλληνες. Εμείς άραγε καλημερίζουμε έναν τουρίστα που τον βλέπουμε ολομόναχο πρωί-πρωί σ’ ένα μέρος; Ή απλά τον κοιτάμε με μισό μάτι, εκτός κι αν δεν έχουμε να πάρουμε κάτι από αυτόν; Mήπως νομίζουμε ότι είμαστε πιο γ@μ@τοι, πιο φιλόξενοι και πιο, πιο, πιο από τους ξενέρωτους “κσένους”, επειδή απλά είμαστε φωνακλάδες κι αυτοί ήσυχοι;
Γυρίζω στο camping, όπου μαζεύω τη σκηνή και στο check out, συναντώ μοτοσυκλετιστές οι οποίοι αναχωρούν και αυτοί και συζητώ μαζί τους για λίγη ώρα. H ώρα είναι 11η πρωινή…
Βγαίνοντας από το camping, προτιμώ να στρίψω αριστερά και όχι δεξιά, καθώς από εκεί δεν πέρασα την προηγούμενη φορά. Η διαδρομή είναι στενή και ανηφορική και το τοπίο όμορφο.
Μετά από λίγα λεπτά βρίσκομαι στον αυτοκινητόδρομο Α2-Ε61, ο οποίος μετά από λίγα χιλιόμετρα θα με βγάλει στον επαρχιακό που οδηγεί στο Vrsic.
Σταματώ στο πρώτο βενζινάδικο για να γεμίζω βενζίνη, περιμένοντας καρτερικά τη σειρά μου, λόγω των πολλών αυτοκινήτων. Το απλανές βλέμμα μου, καρφώνεται στιγμιαία στον αυτοκινητόδρομο. Από εκεί που η κίνηση ήταν φυσιολογική, ξαφνικά βλέπω όλα τα αυτοκίνητα να φρενάρουν και να ακινητοποιούνται, περιμένοντας αρκετή ώρα! Ωχ, δικέ μου τη γ@μήσ@με!
Μετά από αρκετά λεπτά, τελειώνω με τον ανεφοδιασμό και παρκάρω τη μοτοσυκλέτα σε μια άκρη, να πιω μερικές γουλιές καφέ και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Στους χώρους του βενζινάδικου, επικρατεί το αδιαχώρητο από αυτοκίνητα. Το ίδιο και στον αυτοκινητόδρομο. Αρχίζω να πιστεύω, πως μια χελώνα θα πήγαινε γρηγορότερα στον προορισμό της…
Στο σημείο που βρίσκομαι, έρχεται ένας υπάλληλος του βενζινάδικου να καπνίσει κι αυτός, μέχρι να επιστρέψει στο πόστο του. Πιάνουμε την κουβέντα και προσπαθώ να του αποσπάσω μερικές πληροφορίες, καθώς έχω ψιλομπερδευτεί με το πάσο Mangrt, όπου ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτό, δεν φαίνεται καθόλου στον χάρτη.
– Θέλω να οδηγήσω στο Vrsic και στο Mangrt. Υπάρχει κάποιος δρόμος που να ενώνει αυτά τα δυο περάσματα;
– Όχι! Υπάρχουν όμως δυο λύσεις, αν θες να πας από το ένα στο άλλο, αλλά θα γράψεις πολλά χιλιόμετρα…
– Και ποιες είναι αυτές οι δυο λύσεις;
– Να μπεις από Ιταλία ή να συνεχίσεις από το Vrsic προς τα κάτω και μετά να πας στα σύνορα με την Ιταλία και να ανεβείς το βουνό.
– Εεε;
– Αλλά να ξέρεις, πως για να επιστρέψεις, πρέπει να ξανακατεβείς το Mangrt, στο οποίο οδηγεί μόνο ένας δρόμος.
– Αξίζει τον κόπο να πάω;
– Ναι, αλλά θα γράψεις πολλά χιλιόμετρα.
– Ποιο από τα δυο είναι καλύτερο, το Vrsic ή το Mangrt;
– Το Vrsic είναι καλύτερο. Στο Mangrt αξίζει μόνο η θέα, τίποτα άλλο. Άσε που ο δρόμος δεν είναι καλός…
Mετά από αυτήν την κουβέντα, αποφασίζω να βγάλω εκτός το Mangrt και να κάνω μόνο το Vrsic. Ωραία λοιπόν, ώρα να φύγω!
Και πώς να φύγω πες μου! Oι εικόνες από την κίνηση είναι απελπιστικές. Για να μην πολυλογώ, γίνεται της εκδιδομένης γυναικός το σιδηρούν κιγκλίδωμα! Τόσο στο βενζινάδικο, όσο και στον αυτοκινητόδρομο. Είμαι σταματημένος και κάθε πέντε λεπτά διασχίζω ένα μέτρο! Τέτοια κατάσταση δεν την έχω ξαναζήσει. Αρχίζω και απελπίζομαι…
Μετά από μισή ώρα, καταφέρνω να διασχίσω τα περίπου 50 m από το βενζινάδικο στον αυτοκινητόδρομο. Κι εκεί γίνεται χαμός, αλλά κινούμαι στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης. Ευτυχώς μετά από 1,3 km οδηγούμαι στην έξοδο για το Vrsic και επιτέλους ξεφεύγω από την αποπνικτική κίνηση. Αισθάνομαι πλέον, πως αναπνέω καθαρό αέρα…
Σήμερα είναι Κυριακή και στον δρόμο βλέπω πολλές μοτοσυκλέτες όχι μόνο από την Σλοβενία, αλλά και από άλλες γειτονικές χώρες, όπως η Ιταλία, η Αυστρία και η Γερμανία. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, έρχονται από μια άλλη χώρα για την κυριακάτικη βόλτα τους.
Έχοντας για αρχή, συντροφιά μια υπέροχη θέα, σύντομα βρίσκομαι να ανηφορίζω τις φουρκέτες του περάσματος. Από ‘κει και πέρα το τοπίο γίνεται επιβλητικό.
To Vrsic διασχίζει τις Ιουλιανές Άλπεις της βορειοδυτικής Σλοβενίας και θεωρείται το υψηλότερο πέρασμά της, με υψηλότερη κορυφή το Razor που φτάνει τα 2.601 m. To δε μέγιστο υψόμετρο που περνάει ο δρόμος, φτάνει τα 1.601 m. Κατασκευάστηκε για στρατιωτικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια του Α’ Π.Π. και άνοιξε στα τέλη του 1915. Αρχικά πήρε το όνομά του από τον αρχιδούκα Eugen, της Αυστρίας – Ουγγαρίας. Το 2006 μετονομάστηκε ως Ruska Cesta (Δρόμος των Ρώσων) για να τιμήσει τους Ρώσους αιχμαλώτους που εργάστηκαν εξαναγκαστικά για την κατασκευή του περάσματος.
Το πέρασμα αποτελείται από 48 φουρκέτες (24 στο ανέβα και 24 στο κατέβα) εκ των οποίων, σχεδόν όλες της βόρειας πλευράς, είναι πλακόστρωτες. Πολλά σημεία του περάσματος καθίστανται αδιάβατα κατά τους χειμερινούς μήνες, λόγω των ιδιαίτερα βαριών χιονοπτώσεων.
Οι πλακόστρωτες φουρκέτες με εντυπωσιάζουν αλλά με κάνουν να αναρωτιέμαι τι γίνεται όταν το οδόστρωμα είναι βρεγμένο. Επίσης τα πυργάκια που φέρνουν τύχη (τα λεγόμενα cairns) θα μου προκαλέσουν κι αυτά εντύπωση, μιας και τα έχω δει μόνο στην Νορβηγία μέχρι τώρα.
Αυτό όμως που μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση και δέος, είναι οι αιχμηρές και επιβλητικές κορυφές των Ιουλιανών Άλπεων.
Σε μια από τις πολλές στάσεις, η αποκαλυπτική θέα μιας χυμώδους γυναικός θα με διαολίσει. Ωπ, με συγχωρείς, πρέπει να είμαι κόσμιος. Λοιπόν, πού είχα μείνει;
Φτάνω στο ψηλότερο σημείο του δρόμου, όπου κατεβαίνω από τη μοτοσυκλέτα μου και κατευθύνομαι λίγα μέτρα παραπέρα για να θαυμάσω το τοπίο.
Υπάρχουν πολλές μοτοσυκλέτες παρκαρισμένες και το μάτι μου πέφτει σε μια παρέα Αυστριακών με KTM και BMW, οι οποίοι στέκονται πάνω από τη μοτοσυκλέτα μου και την κοιτούν με μειδίαμα. Μπορεί να μην την έχουν ξαναδεί – ποιος ξέρει; Mπορεί και να την κοροϊδεύουν, καθώς σχολιάζουν και γελούν δυνατά. Αυτό φυσικά, δεν με χαλάει καθόλου, μιας κι εγώ κοροϊδεύω πολλές φορές σε συζητήσεις τα TDM. Πλησιάζοντας, τους χαιρετώ από ευγένεια και κανείς δεν μου μιλάει! Με κοιτούν περιφρονητικά! Αυτό το πράγμα πρώτη φορά μου συμβαίνει! Να χαιρετάω μοτοσυκλετιστές και αυτοί να μη με χαιρετάνε! Είμαι αηδιασμένος…
Δεν έχουν περάσει παρά λίγες στιγμές και βάζω το κράνος μου, έτοιμος να φύγω. Γυρνάω το κεφάλι μου προς τη μεριά τους και τους βλέπω μαζεμένους πάνω από ένα ΚΤΜ LC4 640 κι ένα BMW R 1200GS, με εργαλεία στα χέρια προσπαθώντας να επιδιορθώσουν βλάβες και στις δυο μοτοσυκλέτες. Καλή δουλειά παίδες και άλλη φορά όταν σας χαιρετούν μοτοσυκλετιστές που έρχονται από μακρινές χώρες, να τους χαιρετάτε και να μην τους περιφρονείτε…
Κατεβαίνω τις 24 φουρκέτες του πάσου και το τοπίο εξακολουθεί να είναι πανέμορφο.
Δυστυχώς δεν είδα πουθενά το μνημείο του συγγραφέα Julius Kugy, o οποίος εξυμνούσε τη μαγεία των Ιουλιανών Άλπεων στα βιβλία του. Ως αντιεθνικιστής, έκανε συνέχεια λόγο για την ειρηνική συνύπαρξη των Ιταλών, Αυστριακών και Σλοβένων που ζούσαν στις Ιουλιανές Άλπεις.
Σε μια από τις τελευταίες φουρκέτες, βλέπω από το αντίθετο μια Τriumph Tiger Explorer 1200 χρώματος μπλε μ’ ένα ζευγάρι πάνω, οι οποίοι με χαιρετάνε ενθουσιωδώς. Ωπ, το ζεύγος Οικονομάκη θα είναι, σκέφτηκα. Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και την κάνω με ελαφριά, γιατί μπορεί να με βάλουν να ξανανεβώ όλες τις φουρκέτες του πάσου μέχρι την κορυφή…
Κινούμαι στον 206, δίπλα στον ποταμό Soca, με το τοπίο να είναι καταπληκτικό.
Έχω αποφασίσει να μην πάω στο Mangrt, αλλά κάτι μέσα μου δεν με αφήνει! Πεισμώνω τόσο που θα πάω, ο κόσμος να χαλάσει! Το δε ηλίθιο μηχάνημα που είναι όντως ηλίθιο, δεν μου το βρίσκει! Να πάει στο διάολο το ρημάδι, δεν θα μου κάνει κουμάντο αυτή η μ@λ@κία και σε καμία περίπτωση δεν θα αφήσω αυτό το τριμπούρδελο να με ταξιδέψει. Εγώ θα το ταξιδέψω και θα πει κι ένα τραγούδι στο τέλος!
Κινούμαι στην τύχη, ακολουθώντας τον 206 για αρκετά χιλιόμετρα, προσπαθώντας να βρω μια ταμπέλα που να γράφει Mangrt, αλλά μάταια. Πουθενά ταμπέλα. Και ο γ@μημένος ο χάρτης, δεν είναι αναλυτικός σ’ αυτό το σημείο…
Φτάνω στο χωριό Bovec, όπου σταματάω να ρωτήσω μια παρέα με δυο αυτοκίνητα που έχουν σταματήσει στην άκρη του δρόμου. Δυστυχώς, δεν ξέρουν να μου πουν τίποτα. Μπαίνω σ’ έναν ξενώνα ο οποίος βρίσκεται δίπλα στον δρόμο. Η κοπελιά, μου λέει πως μερικά χιλιόμετρα πριν, έπρεπε να συνεχίσω ευθεία και να μην έστριβα αριστερά για το χωριό. Με προτρέπει να ακολουθήσω τις ταμπέλες προς Ιταλία και μετά θα δω αυτές που οδηγούν στο πάσο Mangrt, το οποίο απέχει περίπου 25 km από εδώ.
Ξαναγυρίζω πίσω, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της κοπελιάς. Η φύση οργιάζει αλλά δυστυχώς δεν δύναμαι να κάνω στάση γιατί μετά θα πρέπει να επιστρέψω πάλι πίσω, μιας και δεν έχω αποφασίσει πού θα μείνω. Ο δε χρόνος κυλάει γρήγορα, μιας και το πρωί ξεκίνησα στις 11:00, συνάντησα κίνηση και στο Vrsic έκανα πολλές και μεγάλης διάρκειας στάσεις.
Μετά από κάμποσα χιλιόμετρα περνάω τη γέφυρα, όπου ακριβώς στο τέλος της υπάρχει μια διασταύρωση, η οποία δεξιά οδηγεί στο Mangrt και αριστερά στην Ιταλία.
Δρόμος 902 λοιπόν ή αλλιώς The Mangrt Road. Bρίσκομαι στην είσοδο όπου πληρώνω 5 € διόδια ή είσοδο. Η κορυφή του περάσματος, απέχει 10 km από αυτό το σημείο.
To πέρασμα ή δρόμος Mangart ή Mangrt, αποτελεί την τρίτη ψηλότερη κορυφή της Σλοβενίας με ύψος 2.679 m και παράλληλα είναι ο υψηλότερος δρόμος της χώρας με υψόμετρο 2.072 m. Ο πρώτος που ανέβηκε εκεί, ήταν ο φυσιοδίφης Franz von Hohenwart, εν έτει 1794.
Στην αρχή κινούμαι σ’ έναν ιδιαίτερα στενό δρόμο, τίγκα στο πράσινο.
Όσο ανεβαίνω υψόμετρο, το τοπίο γίνεται πιο απόκοσμο και σεληνιακό. Μοιάζει σαν να ανεβαίνω ψηλά στον ουρανό. Η θερμοκρασία πέφτει κατά πολύ και χωρίς δεύτερη σκέψη, βάζω το air condition στο full… ερμ, τα θερμαινόμενα grips στο τέρμα, ήθελα να πω!
Ο καιρός είναι συννεφιασμένος και απειλητικός για βροχή, προσδίδοντας μια επιβλητικότητα στο τοπίο, το οποίο θα χαρακτήριζα βιβλικό με τις παρούσες συνθήκες. Δεν αργώ να συνειδητοποιήσω πως είναι ένα από τα καλύτερα περάσματα που έχω οδηγήσει μέχρι τώρα, βάζοντας μέσα και αυτά των ιταλικών, αυστριακών και ελβετικών Άλπεων. Και η ειρωνία είναι πως το πρωί πήγα να βγάλω εκτός το Mangrt! Τι μ@λάκ@ς που είμαι ώρες-ώρες…
Βρίσκομαι στην κορυφή και εξαιτίας της χαμηλής θερμοκρασίας, δεν βγάζω το κράνος. Παρκάρω κάπου τη μοτοσυκλέτα μου και ακολουθώ μια παρέα τριών Αυστριακών μοτοσυκλετιστών, οι οποίοι κατευθύνονται σ’ ένα σημείο, το οποίο δεν αντιλήφθηκα. Λογικό, αφού δεν μου κόβει…
Μου κόβεται όμως η ανάσα μόλις αντικρίζω τη θέα. Συγκλονιστική…
Πέρασμα στ’ ακρόνειρο για να ερμηνεύσω με το δικό μου σκεπτικό, το ομώνυμο τραγούδι των Active Member…
Κοιτώ τη μοτοσυκλέτα μου που την έχω παρατήσει κάπου. Μοιάζει σαν να αγναντεύει τις αλπικές κορυφές από τον ψηλότερο δρόμο της Σλοβενίας. Το γνωρίζει πως η αξία στα κοσμικά καφέ έχει εκμηδενιστεί. Διόλου δεν τη νοιάζει μιας και όταν βλέπει βουνοκορφές, ξέρει να βρίσκει τον δρόμο προς την κορυφή…
Η έκπληξη μου είναι μεγάλη. Γι’ αυτό το πέρασμα διάβασα μόνο μια μικρή αναφορά από τον φίλο μου Στέλιο Οικονομάκη (αυτόν ντε που κράζω συνέχεια) και είδα καναδυό φωτογραφίες του. Όμως αυτές στάθηκαν ικανές να τριβελίσουν την ταξιδιωτική φαντασία μου. Νομίζω πως αυτή τη στιγμή, έχω κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσω την κλασσική μέθοδο του αυτοφωτογραφίζειν…
Είναι μια από τις πιο συναρπαστικές διαδρομές, που έχω κάνει στη ζωή μου. Στέλιο, σ’ ευχαριστώ που με ενέπνευσες για άλλη μια φορά, ρε φίλε…
Πλέον παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, κινούμενος για αρκετά χιλιόμετρα στους ίδιους δρόμους με πριν. Το τοπίο όμως, δεν το χορταίνω με τίποτα.
Πλέον κινούμαι στον 203 και με την πρώτη ευκαιρία σταματώ κάπου να τσιμπήσω κάτι, γιατί το στομάχι μου κάνει σαν Harley Davidson χωρίς εξάτμιση. Σταματώ σ’ ένα εστιατόριο μιας αερολέσχης (απ’ ότι μπορώ να καταλάβω) και παραγγέλνω ένα burger και μια coca-cola.
Μετά τον στομαχικό ανεφοδιασμό, είμαι πάλι στον δρόμο και με τη συνδρομή του ενστίκτου μου και της θεάς τύχης (ή ατυχίας) αποφασίζω να διανυκτερεύσω στην Nova Gorica ή κάπου εκεί τριγύρω. Ή όπου βρω camping να στήσω σκηνή, τελοσπάντων…
Το όλο τοπίο παραμένει πανέμορφο και με παρασέρνει σ’ έναν ομαλό ρυθμό απολαυστικής και ξέγνοιαστης οδήγησης.
Η εικόνα του ποταμού Soca στο χωριό Kanal, με τα πολύχρωμα σπίτια και τη γέφυρα, θα με κατεβάσει κάτω από τη σέλα. Τέτοια γραφικά χωριά, αποτελούν μια από τις αγαπημένες μου εικόνες που αποκομίζω από ένα ταξίδι. Πόσο πανέμορφη χώρα είναι αυτή η Σλοβενία. Και πόσο την προσέχουν και την αγαπούν οι κάτοικοί της…
Ενώ ετοιμάζομαι να φύγω, με πλησιάζει μια Σλοβένα αναβάτις, η οποία έχει παρκαρισμένη τη μοτοσυκλέτα της (Kawasaki τσόπερ σαν του θείου μου του Κώστα, πρέπει να είναι) δίπλα στη δική μου και μου λέει:
– Greece? Long way!
Γελάω από μέσα μου, καθώς δεν θεωρώ ότι η Σλοβενία είναι μακριά από την Ελλάδα. Τα Βαλκάνια και ιδίως τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας τις θεωρώ γειτονιά μου. Αισθάνομαι τόσο άνετα και τόσο γαλήνια λες και βρίσκομαι στην ίδια μου τη χώρα. Ειλικρινά…
Είναι μεγαλύτερη σε ηλικία από εμένα και μου λέει πως πριν 15 χρόνια περίπου, είχε ταξιδέψει με τη μοτοσυκλέτα της, στην Ελλάδα! Μου έκανε την καρδιά κομμάτια…
Περίπου 20 km, απομένουν μέχρι την Νova Gorica και το τοπίο παραμένει άκρως ενδιαφέρον. Αιτία ο ποταμός Soca με τα καταπράσινα νερά του που με ακολουθεί σήμερα, σ’ ένα μεγάλο μέρος της διαδρομής.
Φτάνω στην Nova Gorica και περιπλανιέμαι για λίγο στο κέντρο της. Βγαίνω πάλι στον κεντρικό δρόμο και σταματάω σε μια άκρη προκειμένου να ρίξω μερικές χριστοπαναγίες στο GPS, γιατί πάλι κάνει τα δικά του. Και κάθε φορά που του ρίχνω μερικά μπινελίκια, επανέρχεται στα ίσια του. Βρε λες να είναι θαυματουργό; Μπορεί, γιατί το ευλόγησε ο πάτερ Οικονομάκης, φορτώνοντας χάρτες και εφαρμογές.
Και τι ανακαλύπτω ο Κολόμβος; Ότι έχει μια επιλογή που σου βρίσκει σε κάθε σημείο ό,τι ποθεί η ψυχή σου. Από ξενοδοχεία, εστιατόρια, νοσοκομεία, αξιοθέατα κι ένα σωρό άλλα. Μόνο μπουρδ… ερμ σόρι, μόνο τους οίκους ανοχής δεν σου εμφανίζει!
Πατάω “camping” για να τη βγάλω φθηνά και μετά από λίγα λεπτά με στέλνει σ’ ένα, το οποίο είναι ξενοδοχείο-μπαρ-εστιατόριο-sobe-camping… απ’ όλα δηλαδή!
Η γυναίκα με ρωτάει, αν θέλω να μείνω σε sobe ή σε διαμέρισμα. Της λέω όχι, καθώς προτιμώ να μείνω στη σκηνή. Μου λέει αν θέλω να παρκάρω τη μοτοσυκλέτα κάτω απ’ το μπαλκόνι για να μη βραχεί σε περίπτωση που βρέξει το βράδυ. Με το τελευταίο που είπε, με παίρνουν τα γέλια. Πού να φανταζόμουνα όμως τη συνέχεια και το τι θα μου συνέβαινε…
Αφού έστησα τη σκηνή, έκανα ένα ντους και υπό συνοδεία μπύρας, κάθομαι σ’ ένα τραπέζι και γράφω το ημερολόγιο. Καθώς το γράφω, η γυναίκα βλέπει τα γράμματά μου και εντυπωσιάζεται από τους ελληνικούς χαρακτήρες. Θέλει να πάει κάποια στιγμή στην Ελλάδα αλλά και να μάθει ελληνικά, καθώς της αρέσει η προφορά!
Έχει σχεδόν βραδιάσει και αποφασίζω να πάω μια βόλτα στο κέντρο της πόλης, το οποίο απέχει περίπου 15 λεπτά με τα πόδια. Ευκαιρία λοιπόν, να δω άλλη μια σλοβενική πόλη.
Η Nova Gorica, δεν έχει κάτι ιδιαίτερο για να δεις. Απέχει παρασάγγας από άλλες πόλεις της Σλοβενίας, οι οποίες είναι όμορφες και γραφικές. Μου θυμίζει κάπως την Podgorica. Είναι η μόνη πόλη της Σλοβενίας, τουλάχιστον από αυτές που έχω δει, τόσο φέτος, όσο και πριν δυο χρόνια, η οποία σε παραπέμπει στην γιουγκοσλαβική εποχή του Τίτο. Είναι μεγάλη σε μέγεθος, σχεδόν τεράστια και έχει πολλά ψηλά κτίρια χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Το μόνο πράγμα το οποίο ξεχωρίζει είναι ο κεντρικός πεζόδρομος με το συντριβάνι. Και πάλι, δεν είναι κάτι το οποίο θα με κάνει να πω “ουάου”.
Λανθασμένη επιλογή για διανυκτέρευση όπως αποδείχθηκε, αλλά κάτι τέτοια δεν με χαλάνε καθόλου. Ταξιδεύω άλλωστε και κάτι τέτοια για ‘μενα προσωπικά, αποτελούν ασήμαντες λεπτομέρειες. Κι από αυτές τις μη εντυπωσιακές πόλεις, κάτι έχεις να κερδίσεις. Γιατί μπορεί στην Nova Gorica να μην ξαναμείνω, όταν όμως επιστρέψω στην Ελλάδα, θα τη νοσταλγώ, όπως και κάθε στιγμή του ταξιδιού. Από την πιο μεγάλη έως την πιο μικρή. Από την πιο σημαντική έως την πιο ασήμαντη.
Μετά από λίγη ώρα, επιστρέφω στο camping και παραγγέλνω άλλη μια μπύρα. Τρώω κάτι σάντουιτς και κάτι πατατάκια που περίσσεψαν, μιας και το burger που χλαπάκιασα λίγες ώρες πριν, έκανε καλή δουλειά. Στη συνέχεια κατευθύνομαι στη σκηνή, όπου θα εναποθέσω το κουρασμένο μου κορμί στο αναπαυτικό υπόστρωμά μου.
Έκλεισα με χαρακτηριστική ευκολία τα μάτια μου και πλέον κοιμάμαι στην αγκάλη του Μορφέα. Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, μια δυνατή καταιγίδα με ξυπνάει. Οι βροντές κάνουν τόσο θόρυβο που νομίζω ότι ζω σε εφιάλτη τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Λες και οι Βόσνιοι με τους Κροάτες, ρίχνουν βόμβες εναντίον των Σέρβων ή το αντίστροφο.
Επίσης, φυσάει δυνατός άνεμος και η σκηνή μου πηγαίνει πέρα δώθε. Ευτυχώς όμως, είχε μαλακό χώμα και τα πασσαλάκια καρφώθηκαν καλά και βαθιά. Περιμένω από στιγμή σε στιγμή, τη σκηνή να με πλακώσει…
Οι δε αστραπές, κάνουν την νύχτα μέρα με τη λάμψη τους. Ή σαν να κάνει πειράματα ο Νίκολα Τέσλα. Φοβάμαι πως σκάνε λίγα μέτρα από το σημείο που κοιμάμαι… τι να πω; Τρέμω ολόκληρος. Ρίγη φόβου διαπερνούν το κορμί μου. Τώρα θυμήθηκα γιατί η γυναίκα επέμενε τόσο πολύ για να μείνω σε διαμέρισμα και να βάλω τη μοτοσυκλέτα κάτω από το μπαλκόνι. Σκέφτομαι να πάω στη ρεσεψιόν και να ζητήσω δωμάτιο. Αλλά πώς να βγω έξω από τη σκηνή, όταν έξω ρίχνει καρέκλες και λοιπά έπιπλα από την έκθεση της SATO;
Eίμαι τόσο κουρασμένος που δεν έχω τη δύναμη να κουνήσω το σώμα μου. Μοιάζω σαν κατάδικος ή σαν αιχμάλωτος πολέμου που έχει αποδεχτεί τη μοίρα του, περιμένοντας το εκτελεστικό απόσπασμα, το επόμενο πρωί. Ειλικρινά, οι αστραπές συνεχίζουν να κάνουν την νύχτα μέρα και δεν ξέρω αν θα ξυπνήσω το πρωί. Φοβάμαι τόσο πολύ που πιστεύω πως παίζω τη ζωή μου κορώνα-γράμματα. Και η ειρωνεία είναι πως, είμαι τόσο αναίσθητος που δεν κάνω τίποτα γι’ αυτό. Η κούραση με κάνει να πιστεύω πως βλέπω εφιάλτη και περιμένω πώς και πώς να σταματήσει όλο αυτό το σκηνικό.
Δυστυχώς έχω αποδεχθεί τη μοίρα μου. Είναι το χειρότερο μου βράδυ σε σκηνή, ίσως το χειρότερο στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν την επόμενη στιγμή θα είμαι νεκρός ή ζωντανός.
Μαύρες θύμισες έρχονται στο μυαλό μου. Θυμάμαι μια αστραπή που έσκασε μερικά μέτρα δίπλα μου, σ’ ένα στύλο της ΔΕΗ και τον έκοψε στη μέση. Πριν τρία χρόνια περίπου…
Εγώ και τέσσερις συνάδελφοι ηλεκτρολόγοι, γλυτώσαμε από του χάρου τα δόντια, χάρη στην τύχη που μας έστειλε μερικά μέτρα παραδίπλα. Θυμάμαι τις στιγμές στα χωράφια, όταν οι αστραπές έσκαγαν δίπλα στα φωτοβολταϊκά πάνελ. Θυμάμαι πως μου κόπηκαν τα πόδια, όταν χτύπησε το τηλέφωνο μια μέρα και έμαθα ότι ο αδερφικός μου φίλος ο Βαγγέλης, χτυπήθηκε από ηλεκτρικό τόξο, την ώρα που εργαζόταν σε υποσταθμό μέσης τάσης. Τον τίναξε το ρεύμα και ευτυχώς την έβγαλε με λίγα εγκαύματα…
Επί τέσσερις ολόκληρες ώρες, μένω ξάγρυπνος. Βροχή, αέρας, αστραπές, βροντές. Όσο κουρασμένος και να είμαι, δεν μπορώ να κοιμηθώ από τον θόρυβο και τον φόβο. Τελευταία φορά που κοίταξα το ρολόι, αυτό έδειχνε περασμένες τέσσερις…
Laku noc!
Έξοδα – Σημειώσεις:
Βενζίνη: 14,60 €
Διαμονή: Camping Siesta (6,50 €)
Εισιτήρια: Τhe Mangrt Road (5 €)
Λοιπά: 11,10 €
Σύνολο: 37,20 €
Γενικό Σύνολο: 609,60 €
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Μία μικρή διόρθωση το Cetinje προφέρετε Τσετινιε διότι n+j = νιε δηλαδή nja= νια. Όσο για την Λατινική γραφή δεν αποτελούσε ποτέ γραφή του Μαυροβουνίου ιστορικά, μόνο τα Κυριλλικά ήταν η μία και μόνη ιστορική γραφή. Θεωρήθηκε παράλογο που μετά την ανεξαρτησία δεν κράτησε η χώρα το Κιριλλικό αλφάβητο αλλά το λατινικό ,ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί πεδίο διαμάχης μέχρι και σήμερα μεταξύ των Μαυροβουνίων, όπως παράλογο είναι που δεν ξαναέκοψαν το παλιό ιστορικό τους νόμισμα την “Περπέρα”. Κανονικά είναι Црна Гора.
Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σχόλιο. Το εκτιμώ ιδιαίτερα …
Φίλε μας ταξίδεψες πάλι σε όμορφες γωνιές του πλανήτη και του μυαλού
και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό!
Eγώ ευχαριστώ που συνταξιδέψαμε για άλλη μια φορά, φίλε μου Τάσο! Να είσαι καλά!
Ακομα ενα ευχαριστο ταξιδι διαδυκτιακε φιλε Μερκουρη .θα ερθω χανια την παρασκευη για μια βδομαδα εαν μπορεις κερναω καφε να γνωριμια.
Φίλε Κώστα, με πέτυχες σε φάση που τρέχω πανικόβλητος από το πρωί ως το βράδυ. Μένω στο Ηράκλειο και το κόβω εξαιρετικά δύσκολο να πεταχτώ στα Χανιά, ιδίως αυτή την περίοδο. Αν καταφέρω να ξεκλέψω αρκετό χρόνο, θα επιδιώξω να συναντηθούμε. Κι αν συναντηθούμε, ο καφές θα είναι κερασμένος από ‘μενα!
Στείλε μου σε παρακαλώ το τηλέφωνό σου, στο [email protected].
Γιγαντα Μερκουρη, ετσι π τα λες σαν να ηρθα και γω μαζι. Ενα μπραβο σε ολους εδω στο site καθως βαζετε και σε αλλους το μικροβιο του ταξιδιου με το μηχανακι.Ετσι και γω το τολμησα φετος το καλοκαιρι 1η φορα.Σερβια παιδια, οπως ακριβως τα λεει ο Μερκουρης.. Να σαι καλα φιλε.
Xαίρομαι που προσβλήθηκες από αυτό το μικρόβιο, φίλε Σταύρο. Και τώρα που έκανες την αρχή, σου εύχομαι να το ξανατολμήσεις αμέτρητες φορές …