Ημέρα 7η: Τρίτη 26 Αυγούστου 2014, Zabljak – Mostar (275,4 km)
Δυο κόσμους έχει η ψυχή μου, Δύση και Ανατολή
Ο ήχος από το ξυλοκοπτικό μηχάνημα ενός υλοτόμου που προσπαθούσε όλη νύχτα να κόψει όλα τα δέντρα του Durmitor Nacionalni Park, με ξύπνησε στις 06:20 το πρωί! Έτσι νόμισα στην αρχή, καθώς μετά κατάλαβα ότι ήταν τα ροχαλητά ενός Πολωνού στην ηλικία μου που κοιμόταν στη διπλανή σκηνή. Τέτοια ροχαλητά θα τα ζήλευε ακόμα κι ο Πετράκης, όταν ροχάλιζε στο Βάι και ακουγόταν στην Παλαιόχωρα!
Η δε φάτσα του Πολωνού, ήταν όλα τα λεφτά. Κοντούλης, χοντρούλης με ξυρισμένο κεφάλι και γυαλιά μυωπίας, έφερνε σε κωμικό ηθοποιό και μόνο που τον έβλεπες σ’ έπαιρναν τα γέλια.
Το βράδυ δεν είχα καθόλου καλό ύπνο. Ήμουν μες τα νεύρα, λόγω του ότι δεν έκανα μπάνιο. Και όταν δεν κάνω μπάνιο πριν κοιμηθώ, απλά δεν μπορώ να κοιμηθώ! Παραξενιές είπαμε…
Είπαν, πως το πρωί θα έχει νερό το camping. Κι εκεί που είμαι με την οδοντόβουρτσα στο στόμα, το νερό τελειώνει και δεν μπορώ να ξεπλύνω το στόμα μου! Αμέσως άρχισα να ψέλνω σε ήχο πλάγιο β’, το γνωστό τροπάριο των χριστοπαναγιών.
Kανείς από το προσωπικό δεν μιλάει αγγλικά και άντε μετά να συνεννοηθείς! Εν τέλει, ένας από το προσωπικό, φέρνει με το αυτοκίνητό του, δυο μεγάλα βαρέλια νερό. Επιτέλους, θα κάνω μπάνιο…
Χαιρέτησα το ζευγάρι των μεσήλικων Πολωνών που τα λέγαμε χθες το βράδυ και στις 09:30 είμαι στον δρόμο. Κινούμαι στον κεντρικό δρόμο και ο καιρός είναι ηλιόλουστος. Κάτι μου λέει, πως η σημερινή ημέρα θα είναι καλύτερη από την χθεσινή και θα την ευχαριστηθώ. Συν τοις άλλοις, μετά από τρία βράδια στο πανέμορφο Μαυροβούνιο, θα μπω σε άλλη χώρα.
Μετά από λίγα χιλιόμετρα, στρίβω δεξιά για το Durmitor Nacionalni Park, όπου κινούμαι σ’ έναν ανηφορικό και στενό δρόμο. Σύντομα, θα εμφανιστεί μπροστά μου, ένα μεγαλειώδες τοπίο, με τα επιφωνήματα θαυμασμού να βγαίνουν με χαρακτηριστική ευκολία από το στόμα μου. Νομίζω πως η τύχη, μου το χρωστούσε από χθες…
Το Durmitor Nacionalni Park, δημιουργήθηκε το 1952 και από το 1980 αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Αποτελείται από 48 κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 m, με την υψηλότερη να φτάνει τα 2.522 m. Επίσης, έχει 18 παγωμένες λίμνες.
Έχω την αίσθηση πως είναι από τα ομορφότερα πάσα που έχω διασχίσει μέχρι τώρα. Κάθε τρεις και λίγο κάνω στάση για φωτογραφίες και παρόλο που οδηγώ σχεδόν μόνος, η ταχύτητα μου είναι “ταχύτητα θαυμασμού τοπίου”.
Μετά από αρκετή ώρα, κατηφορίζω τις στροφές και μια μπασκέτα δίπλα στον δρόμο, θα με κατεβάσει από τη σέλα της μοτοσυκλέτας μου. Εκεί γνωρίζω έναν Γάλλο και μια Γερμανίδα, οι οποίοι ταξιδεύουν οδοιπορώντας, από την Γαλλία στην Ελλάδα! Η ηλικία τους; Άνω των πενήντα!
Κοιτάω τη μπασκέτα, η οποία στέκει στην άκρη του δρόμου. Στο δε τμήμα του δρόμου, αντί διαχωριστικών γραμμών, υπάρχουν οι μπασκετικές γραμμές. Στις χώρες τις πρώην Γιουγκοσλαβίας η παράδοση της “Μεγάλης των Πλάβι Σχολής”, καλά κρατεί. Ακόμα και στον δρόμο…
Βρίσκω την ευκαιρία να παίξω έναν σουρεαλιστικό αγώνα μπάσκετ. Να γυρίσω λίγο το χρόνο πίσω. Τότε που ήμουν παιδί. Να θυμηθώ τη “Μεγάλη των Πλάβι Σχολή”, την Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ, την Ζαντάρ, την Γιουγκοπλάστικα ή ΠΟΠ ’84. Να μιμηθώ και να θυμηθώ τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Τον Ντράζεν Πέτροβιτς και τον Στόγιαν Βράνκοβιτς…
Να ρίξω μερικές βολές, να κάνω μερικά jump shoot, ραβέρσες, να παίξω με πλάτη στο καλάθι, να κάνω μπάσιμο, να βαρέσω τρίποντα, ελεύθερες βολές και άλλα πολλά…
Κάποια στιγμή όμως, ο Ιάπωνας διαιτητής θα σφυρίξει τη λήξη του αγώνα, καθώς μας περιμένουν πολλά χιλιόμετρα. Από εκείνο το σημείο και μετά, το τοπίο δεν είναι τόσο όμορφο, όμως παραμένει ενδιαφέρον. Κινούμαι σ’ ένα κάκιστο οδόστρωμα προς Trsa και μετά προς Pluzine.
Kι ενώ έχει πέσει ο ρυθμός μου και οδηγώ βαρετά, ξάφνου εμφανίζεται κάτι από κάτω μου, το οποίο θα με κάνει να αναφωνήσω δυνατά:
– Ω, γ@μώ τη #@$@&!@ σου! Τι τοπίο είναι αυτό;
Τέτοιο τοπίο, δεν έχω δει ούτε στην Νορβηγία! Μοιάζει με νορβηγικό φιορδ, αλλά δεν είναι! Είναι η λίμνη Pivsko Jezero, η οποία περιστοιχίζεται από πανύψηλα και επιβλητικά βουνά. Το δε καταπράσινο νερό της, μοιάζει σαν ένα τεράστιο καλοσιδερωμένο σεντόνι, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι. Το όλο σκηνικό με κάνει να τα έχω χαμένα. Είναι αναμφίβολα, το πιο μεγαλειώδες τοπίο που βλέπω μέχρι στιγμής στο ταξίδι. Και χωρίς υπερβολές, θα το χαρακτήριζα “νορβηγικό”…
Κατηφορίζοντας, περνώ από αμέτρητα τούνελ, τα οποία δεν έχουν δεχτεί καμιά παρέμβαση από τη διάνοιξή τους. Είναι μικρού μήκους και γεμάτα πέτρα…
Βρίσκομαι στον κεντρικό δρόμο 18-Ε762, και οδηγώ δίπλα στη λίμνη, περνώντας από αμέτρητα τούνελ. Ειλικρινά έχω την αίσθηση ότι μεταφέρθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη, στην Νορβηγία. Και τίποτα δεν θα μ’ εμποδίσει να χαρακτηρίσω το Μαυροβούνιο, ως την “Νορβηγία των Βαλκανίων”.
Δεν έχει περάσει αρκετή ώρα και βλέπω ένα σημείο το οποίο μου φαίνεται σαν να το έχω δει κάπου. Μετά από λίγα μέτρα, κάνω αναστροφή για να βρεθώ σ’ αυτό.
Ο πολύ καλός μου φίλος και ταξιδιώτης, Δημήτρης Σάκκος, πριν από περίπου δυο χρόνια, είχε βγάλει μια φωτογραφία εδώ, τη μοτοσυκλέτα του. Mια φωτογραφία που στάθηκε ικανή να με κάνει να ονειρεύομαι. Και η πλάκα είναι πως δεν το περίμενα ότι θα έβλεπα αυτό το σημείο στο διάβα μου. Ήταν μια έκπληξη…
Κινούμαι βόρεια, με τη διαδρομή να είναι καταπληκτική και τα μικρού μήκους και τρομακτικά τούνελ, να είναι αμέτρητα. Φαράγγια, βουνά, φράγματα, ποτάμια, λίμνες και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου…
Μετά από αρκετή ώρα, έφτασε η στιγμή να μπω σε μια άλλη χώρα. Αφού υπέστη έναν τυπικό έλεγχο στο τελωνείο του Μαυροβουνίου, βρίσκομαι στη χώρα, η οποία μου έδωσε την αφορμή να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι. Την Βοσνία – Ερζεγοβίνη…
Υφίσταμαι και εκεί έναν τυπικό έλεγχο και ζητώ την άδεια από τον τελωνειακό να γυρίσω πίσω και να φωτογραφίσω τη σημαία και την πινακίδα της χώρας. Είναι κάτι το οποίο κάνω σπάνια, αλλά στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, έχω έναν λόγο παραπάνω. Μου απαντά αρνητικά και απογοητεύομαι. Του λέω ότι έρχομαι από την Ελλάδα και λατρεύω την Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Χαμογελά και μου κάνει νόημα να βγάλω φωτογραφίες…
Σ’ αυτό το σημείο, ο ποταμός Tara, χωρίζει τις δυο χώρες, οι οποίες απέχουν μόλις λίγα μέτρα μεταξύ τους. Από τη μια χώρα μπορείς να πας στην άλλη ακόμα και κολυμπώντας.
Τις ενώνει όμως μια μικρή γέφυρα…
Προχωρώντας λίγα χιλιόμετρα, βρίσκεται το σημείο όπου συναντώνται τρεις ποταμοί. O Drina, o Piva και ο Tara.
Το κράτος της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, ιδρύθηκε το 1995 με τη Συνθήκη του Ντέητον, ως προσπάθεια να αποτραπεί το αιματοκύλισμα στην περιοχή και να σταματήσει ο πόλεμος. Αποτελείται ως επί το πλείστον, από τρεις εθνότητες. Τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Βόσνιους. Αλλά και από τρεις θρησκείες, τους ορθόδοξους, τους καθολικούς και τους μουσουλμάνους, αντίστοιχα.
Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, διέπεται από ένα ιδιαίτερο καθεστώς, καθώς αποτελείται από δυο πολιτικές οντότητες:
– Την Σερβική Δημοκρατία (Srpska Republika), η οποία αποτελείται από Σέρβους και κατέχει το 49% του εδάφους της χώρας και το 40% του πληθυσμού.
– Την Ομοσπονδία Βοσνίας – Ερζεγοβίνης (Federacija Bosne i Hercegovine), η οποία αποτελείται από Κροάτες και Βόσνιους και κατέχει το 51% του εδάφους της χώρας και το 60% του πληθυσμού.
Αυτό γίνεται κατανοητό στον παρακάτω χάρτη, από την Βικιπαίδεια:
Το παράξενο με αυτές τις δυο πολιτικές οντότητες που αποτελούν το κράτος της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, είναι πως η κάθε μία από αυτές, έχει δική της κυβέρνηση. Επίσης, έχουν κοινό νόμισμα (βοσνιακό μάρκο ή ΒΑΜ) και πινακίδες στα οχήματα με το διακριτικό “BIH”.
Επίσης, δεν έχουν σύνορα μεταξύ τους. Απλά στις περιοχές που ανήκουν στην Σερβική Δημοκρατία, υπάρχει η σημαία της (η οποία είναι ίδια με της Σερβίας, χωρίς όμως το εθνόσημο) και η πινακίδα που γράφει “Welcome to Republic of Srpska”. Όσον αφορά τις οδικές πινακίδες, στην Σερβική Δημοκρατία, είναι γραμμένες και στα κυριλλικά.
Κινούμαι σ’ έναν δρόμο με κατεύθυνση το Brod, τον οποίο θα χαρακτήριζα επιεικώς άθλιο. Όμως, πέραν της απαιτούμενης προσοχής, αυτό δεν φαίνεται να με ενοχλεί καθόλου. Από τα πρώτα μου μέτρα σ’ αυτή τη χώρα, έχω σοβαρέψει. Κάτι καίει τα σωθικά μου…
Θυμάμαι τα λόγια του Κωνσταντίνου Μητσάκη, από το ταξιδιωτικό του, στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη και ανατριχιάζω:
Θέλει ψυχή και γνώση.
Μου είναι αδύνατο να δω αυτή τη χώρα, όπως ένας ηλίθιος και χαζοχαρούμενος τουρίστας.
Μου είναι αδύνατον να δω αυτή τη χώρα, όπως ο πουλ μουρ ταξιδευτής, ογκώδους και περιπετειώδους μοτοσυκλέτας που θα βγάζει φωτογραφίες τη φάτσα του και θα υπερηφανεύεται πως “κατέκτησε” και την Βοσνία.
Μου είναι αδύνατον ρε πού$τη μου, να σκέφτομαι έτσι σ’ αυτή τη χώρα! Θέλει ψυχή και γνώση για να ταξιδέψεις εδώ. Δεν θέλει μ@λ@κία και χαζοχαρουμενισμό…
Ειλικρινά τους λυπάμαι αυτούς που πάνε στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, μόνο για να προσθέσουν άλλη μια χώρα σ’ αυτές που έχουν επισκεφθεί. Χωρίς να γνωρίζουν και χωρίς να ενδιαφέρονται, για το τι συντελέστηκε εκεί. Χωρίς σεβασμό και χωρίς συνείδηση να ανεβάζουν φωτογραφίες με ύφος Ναπολέοντα, στα forum και στα social media, με τo φιλοθέαμον κοινό να τους επιβραβεύει. Πόσο αηδιάζω αλήθεια…
Αλλά τι λέω, ο μ@λάκ@ς; Εδώ έχω δει χαζοχαρούμενες φάτσες, μέσα στα κρεματόρια του Άουσβιτς και περιμένω να δω σεβασμό στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη; Τι άνθρωποι είμαστε άραγε; Χωρίς συνείδηση, χωρίς γνώση, χωρίς ηθικές αξίες και χωρίς σεβασμό για τίποτα. Από έπαρση και ναρκισσισμό όμως, καλά πάμε…
Το μόνο που μας νοιάζει, είναι οι 9 από τις 10 φωτογραφίες να περιέχουν κοψίδια και μπύρες πριν και μετά την κατάποση σε βασιλικά και πλουσιoπάροχα γεύματα που θα έκαναν τα παιδιά της Αφρικής, να αναρωτηθούν αν όντως υπάρχει θεός…
Βλέπουμε το ταξίδι μας, μόνο ως καλοπέραση. Μας αρέσει να μένουμε σε ακριβά ξενοδοχεία και να δειπνούμε σε ακριβά εστιατόρια, χωρίς να έχουμε καν τη διάθεση να μάθουμε (και πόσω μάλλον να σεβαστούμε) την τραγική μοίρα και ιστορία αυτής της χώρας. Αλλά τι λέω πάλι ο μ@λάκ@ς; Ο εαυτός μας και το τεράστιο εγώ μας, πάνω απ’ όλους και απ’ όλα…
Οδοιπορώ στην ματωμένη χώρα. Εκεί που άναψε η σπίθα για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για τον πόλεμο της Βοσνίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εκεί που διασταυρώνονται διαφορετικοί πολιτισμοί, λαοί, θρησκείες. Μια χώρα που αποτελεί ένα ψηφιδωτό ή ένα μωσαϊκό όλων αυτών. Μια χώρα που κατοικείται από ανθρώπους που έζησαν τη φρίκη του πολέμου. Πολλοί από αυτούς, είδαν ανθρώπους να σκοτώνονται. Πατέρα, μητέρα, αδελφό, αδελφή, φίλο, γείτονα, γνωστό. Κάποιοι σκότωσαν τέτοιους, στο όνομα μιας εθνότητας και στο όνομα μιας θρησκείας…
Φέρνοντας στο μυαλό μου τούτες τις σκέψεις, μου κόβονται τα πόδια. Ο ενθουσιασμός που με διακατείχε από την αρχή της ημέρας στο Μαυροβούνιο, τιθασεύτηκε. Μπορεί και να με εγκατέλειψε…
Δεν έχω την ευχέρεια του λόγου, για να περιγράψω το πώς αισθάνομαι από τα πρώτα μου χιλιόμετρα σε αυτή τη χώρα. Όλα μου είναι αδιάφορα. Από τις λακκούβες του δρόμου, τους επικίνδυνους οδηγούς. Τίποτα δεν φαίνεται να με νοιάζει μιας και έχω βυθιστεί στις σκέψεις μου…
Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, ήταν μια χώρα που με έκανε να ονειρεύομαι, από την πρώτη μας σύντομη γνωριμία πριν δυο χρόνια, στη μόλις 20 km ακτογραμμή της. Τότε κατανόησα πλήρως τα λόγια του συγγραφέα Mark Mazower στο βιβλίο του “The Balkans”:
Ένα πεντάλεπτο ταξίδι σε μεταφέρει στην Ασία.
Χώρα με ανυπέρβλητη φυσική ομορφιά. Χώρα με ιδιαιτερότητες και παρελθόν. Χώρα που έχει να μου προσφέρει γνώση και σκέψη. Χώρα που έχει να μου παραδώσει πολλά μαθήματα ζωής. Όχι, δεν θα αφήσω αυτά τα μαθήματα, να περάσουν στο ντούκου. Γι’ αυτό άλλωστε, σ’ αυτή τη χώρα θα αφιερώσω τις περισσότερες ημέρες. Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, υπήρξε η αφορμή γι’ αυτό μου το ταξίδι…
Ο ξακουστός ποταμός Drina βρίσκεται στ’ αριστερά μου. Λίγο πριν το χωριό Brod, θα σταματήσω σε μια άκρη του δρόμου. Έχω την ανάγκη να πατήσω τα πόδια μου στο βοσνιακό χώμα και με την ησυχία μου να συλλέξω μερικές εικόνες και μυρωδιές της βοσνιακής φύσης. Η τελευταία με καλωσορίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κινούμαι στον 20, ο οποίος διασχίζει το εθνικό πάρκο Sutjeska Nacionalni Park και το φαράγγι Klisura Sutjeska, σε μια καταπληκτική διαδρομή γεμάτη στροφές, με το πράσινο χρώμα να δεσπόζει.
Στο Τjentiste, υπάρχει ένα φουτουριστικό μνημείο, το οποίο φτιάχτηκε επί Τίτο, την δεκαετία του 1970, για να θυμίζει τη Μάχη της Sutjeska που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. (15/05 έως 16/06/1943). Η κύρια δύναμη των Παρτιζάνων της Γιουγκοσλαβίας, βρισκόταν σ’ αυτήν την περιοχή και κατατρόπωσε τις ναζιστικές δυνάμεις του Άξονα. Ο Τίτο σ’ εκείνη τη μάχη, έχασε τα τρία του δάχτυλα από βόμβα που έπεσε κατά τη διάρκεια της μάχης. Εικάζεται πως ήταν σχεδόν σκοτωμένος και πως ο γερμανικός ποιμενικός σκύλος Luks, θυσιάστηκε για να του σώσει τη ζωή.
Βέβαια, υπάρχει μια θεωρία συνωμοσίας, η οποία λέει πως ο Τίτο σκοτώθηκε σ’ αυτή τη μάχη και οι Σοβιετικοί έβαλαν στη θέση του έναν σωσία που δρούσε ως κατάσκοπός τους. Εικάζεται, πως οι συγχωριανοί του Τίτο δεν τον αναγνώριζαν καθώς ήξεραν ότι είχε χάσει τα τρία του δάκτυλα, ενώ αυτός έπαιζε και πιάνο. Όλα αυτά βέβαια, αποτελούν θεωρία συνωμοσίας όπως αναφέρθηκε και κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τίποτα…
Αξίζει να αναφερθεί, πως κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ο Τίτο είχε φτιάξει αρκετά τέτοια φουτουριστικά μνημεία, γνωστά και ως Spomenik, τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα σε όλες τις χώρες που αποτελούσαν κάποτε την Γιουγκοσλαβία. Με τις ανεγέρσεις των Spomenik, o Τίτο ήθελε να τονίσει το προσωπικό του κύρος, αλλά και το κύρος της Γιουγκοσλαβίας. Σχεδιάστηκαν από διάφορους γλύπτες και αρχιτέκτονες και η παράδοση συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του, τη δεκαετία του ’80. Τα μνημεία αυτά, προσέλκυαν πολλούς τουρίστες, μέχρι και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Πλέον είναι εγκαταλελειμμένα και μερικά από αυτά ίσως και να έχουν χάσει σήμερα τον συμβολισμό τους, μιας και η Γιουγκοσλαβία ως χώρα, πλέον δεν υφίσταται.
Όσο προχωρώ, το τοπίο γίνεται ολοένα και πιο όμορφο. Περνώ από το επιβλητικό φαράγγι της Sutjeska και στη συνέχεια κάνω στάση στη λίμνη Klinje.
Στο σημείο που έχω παρκάρει, γίνονται έργα και επειδή βρίσκομαι στην Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, παρατηρώ ότι οι εργάτες έχουν τοποθετήσει τη σημαία της Srpska Republika. Όλοι με κοιτάνε με χαμόγελο, αλλά κανείς δεν μου μιλάει, φαντάζομαι επειδή δεν ξέρουν αγγλικά. Τώρα γιατί τους έκανα τόσο χαρούμενους την ώρα που κουβαλούσαν καρότσια με χαλίκι, δεν ξέρω. Μπορεί να ήταν η μοτοσυκλέτα, μπορεί να ήταν και το “GR”. Μην ξεχνάμε πως, μπορεί να ανήκουν στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, αλλά αισθάνονται και είναι Σέρβοι.
Παρεκκλίνω λίγο της πορείας μου, προκειμένου να εξερευνήσω τη λίμνη και βρίσκομαι σ’ ένα σημείο όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις και απαγορεύονται οι φωτογραφίες.
Ζητώ την άδεια του φύλακα, ο οποίος και μου το επιτρέπει.
Μετά από λίγα λεπτά, οδηγώ στον 6-1, με κατεύθυνση το Mostar. Η κατάσταση του δρόμου χειροτερεύει, με πολλές ανωμαλίες. Περνώ από διάφορα χωριά και κωμοπόλεις, παρατηρώ εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και πολλές αγελάδες στη μέση του δρόμου! Ναι, αγελάδες στη μέση του δρόμου, για τις οποίες μάλιστα, υπάρχουν και προειδοποιητικές πινακίδες.
Η όλη διαδρομή, δεν ξέρω αν διεκδικεί δάφνες ποιότητας, όμως εγώ τη βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Οδοιπορώ στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, ένα όνειρο ετών και αυτό μου είναι αρκετό. Αυτή η χώρα έχει κερδίσει προ πολλού τη συμπάθειά μου και μου είναι κάπως δύσκολο να αισθανθώ αφιλόξενα. Απλά την ευχαριστώ που μου κάνει την τιμή, να την ταξιδέψω παρέα με την αγαπημένη μου μοτοσυκλέτα…
Δεν βγάζω φωτογραφίες, μιας και έχω αφεθεί στην βοσνιακή ύπαιθρο. Προτιμώ οδηγώντας να χαζεύω τις καθημερινές ασχολίες των ντόπιων στα χωράφια και στα χωριά, παρά να είμαι σε θέση μάχης με τη φωτογραφική. Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη μου το βγάζει από μόνη της. Δεν θέλει να τη φωτογραφίζω, απλά να την απολαμβάνω. Κι εγώ προσωπικά, δεν χάνω από αυτό. Η μόνη μου στάση ήταν σ’ ένα super market για να αγοράσω τσιγάρα. Bρήκα τα βοσνιακά Drina, αυτά που με κέρασε ο Backo στην Podgorica…
Στο τελευταίο κομμάτι πριν το Blagaj, ανεβαίνω ένα βουνό
και μετά κατηφορίζω τις στροφές, κάνοντας μια στάση για να φωτογραφίσω το κάστρο.
Πρέπει να τονίσω πως μέχρι τώρα βρισκόμουν στην Σερβική Δημοκρατία της χώρας και στα τελευταία χιλιόμετρα πριν το Blagaj, βρίσκομαι στην Ομοσπονδία Βοσνίας – Ερζεγοβίνης.
Στην κεντρική διασταύρωση, κάνω μια μικρή παράκαμψη για να πάω στο ομώνυμο χωριό, προκειμένου να δω κάτι όμορφο και ενδιαφέρον.
Βρίσκομαι στο Blagaj Tekija, ένα μουσουλμανικό μοναστήρι το οποίο χτίστηκε γύρω στο 1520, με στοιχεία οθωμανικής αρχιτεκτονικής και μεσόγειου στυλ. Θεωρείται εθνικό μνημείο και είναι χτισμένο σ’ έναν βράχο του ποταμού Buna, o οποίος είναι παραπόταμος του Neretva. Eκεί υπάρχουν γέφυρες ανάμεσα στις δυο όχθες του ποταμού, μύλοι και αρκετά πετρόκτιστα οικοδομήματα. Και φυσικά λόγω της προσέλευσης τουριστών, υπάρχουν εστιατόρια, καφετέριες και τουριστικά μαγαζιά.
Υπάρχουν πολλοί επισκέπτες, τόσο χριστιανοί, όσο και μουσουλμάνοι. Μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση πως σε μια σλαβική χώρα, υπάρχουν πολλές πινακίδες στα αραβικά, προφανώς λόγω της θρησκείας. Για τους συμβολισμούς, ούτε λόγος να γίνεται, μιας και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της.
Περιηγούμαι στο μοναστήρι και θέλω να μπω μέσα. Η είσοδος επιτρέπεται σε όλους, ανεξαρτήτως δόγματος, αρκεί να βγάλεις τα παπούτσια σου. Όμως, η ιδέα του βγάλε-βάλε μπότες, είναι κάτι που δεν με ενθουσιάζει κι έτσι περιορίζομαι μόνο στους εξωτερικούς χώρους. Η δε πανέμορφη Βόσνια, η οποία είναι ντυμένη με μουσουλμανική ενδυμασία, έχει κάτι πάνω της που με γοητεύει.
Περνάω στην απέναντι όχθη, προκειμένου να δω το μοναστήρι υπό άλλη οπτική γωνία. Το όλο σκηνικό είναι πανέμορφο. Είναι από τις περιπτώσεις που λες, πως το ανθρώπινο χέρι δημιούργησε κάτι όμορφο, παρεμβαίνοντας στη φυσική ομορφιά. Γιατί συνήθως, όποτε επεμβαίνει το ανθρώπινο χέρι στη φύση, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά…
Επιστρέφω πάλι στην άλλη όχθη του ποταμού, περνώντας από το εστιατόριο. Όλο το προσωπικό είναι ντυμένο με παραδοσιακές μουσουλμανικές ενδυμασίες. Και όλοι σε χαιρετούν, όχι με την προοπτική να καθίσεις και να πιεις έναν καφέ ή να φας κάτι, για να τους αφήσεις χρήματα. Το κάνουν από ευγένεια και φιλοξενία. Το βλέπω στο βλέμμα τους, ότι τους βγαίνει αυτό το πράγμα στον επισκέπτη. Από την άλλη, εμείς στην Ελλάδα, πρέπει να είμαστε η μοναδική χώρα στα Βαλκάνια, μαζί με την Βουλγαρία και την Τουρκία που έχουμε κράχτες στα τουριστικά εστιατόρια…
Η πρώτη μου εντύπωση από τους Βόσνιους, είναι ιδιαίτερα θετική. Είναι φιλόξενοι και δεν το παίζουν φιλόξενοι. Την έχουν μέσα τους την φιλοξενία. Ένας σερβιτόρος με πλησίασε κι ενώ κρατούσε στο χέρι έναν μεγάλο δίσκο, μου έπιασε την κουβέντα για λίγο. Είδε που κρατούσα το κράνος και με ρώτησε τι μοτοσυκλέτα έχω. Μου λέει πως έχει ένα supermoto της ΚΤΜ κι ένα maxi scooter της Yamaha. Ενθουσιάστηκε που ταξιδεύω από την Ελλάδα και μου ευχήθηκε καλή συνέχεια στο ταξίδι μου.
Όσον αφορά τη μουσουλμάνα σερβιτόρα, περιττό να σου πω, πως την ερωτεύτηκα! Αυτές οι Σλάβες ρε παιδί μου, δεν χρειάζεται να πιστεύεις σε κανένα θεό για να τις ερωτευθείς. Είναι θεές από μόνες τους!
Το Blagaj είναι μια όμορφη πόλη, η οποία θέλει το χρόνο της, καθώς έχει άφθονο φωτογραφικό θέμα. Δυο διαφορετικές θρησκείες και κατά συνέπεια δυο διαφορετικοί κόσμοι, απέχουν μόνο λίγα μέτρα μεταξύ τους…
Αποχωρώ και μετά από λίγα χιλιόμετρα, μπαίνω στο Mostar. Τo GPS με πηγαίνει κατευθείαν στο hostel. Εκεί με υποδέχεται η Lena, η οποία με κερνά βοσνιακή λεμονάδα. Καθόμαστε στο τραπέζι, όπου μου δίνει αρκετές πληροφορίες για την πόλη και με κατατοπίζει στο τι πρέπει να δω, μέχρι και το πού θα φάω. Στο Mostar, θα μείνω δυο βράδια, μιας και αυτό ήταν μια πόλη που ποθούσα καιρό να δω. Και συν τοις άλλοις, γύρω από αυτό υπάρχουν ενδιαφέρουσα μέρη που θέλω να δω, αλλά και δρόμοι που θέλω να οδηγήσω.
Ο ξενώνας βρίσκεται στο συγκρότημα διαμερισμάτων, όπου μένει η Lena με την οικογένειά της. Έχει αρκετό χώρο στην αυλή για να παρκάρω τη μοτοσυκλέτα μου, αλλά η πόρτα παραμένει ανοιχτή όλo το βράδυ, λόγω του κόσμου που μπαινοβγαίνει. Υπάρχει κάμερα και η Lena με καθησυχάζει, λέγοντάς μου πως στο Mostar, δύσκολα μπορούν να κλέψουν ή να πειράξουν κάτι. Επίσης υπάρχουν άλλες δυο μοτοσυκλέτες, οι οποίες ανήκουν σε άρρενες συγγενείς της.
Aφού έκανα μπάνιο και τακτοποιήθηκα, περπατώ προς το κέντρο της πόλης, το οποίο απέχει περίπου 10 λεπτά από τον ξενώνα. Δεν αργώ να αντιληφθώ ότι το Mostar είναι μια ιδιαίτερα τουριστική πόλη. Αυτό που ξεχωρίζω από την πρώτη στιγμή, είναι το μουσουλμανικό στοιχείο με τα πολλά τζαμιά. Σ’ ένα από αυτά βλέπω ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο, όπου τα σλαβικά ονόματα των νεκρών είναι γραμμένα και στην αραβική γλώσσα. Οι περισσότερες δε, χρονολογίες ταφής των νεκρών, σε παραπέμπουν στο μαύρο 1993…
Τα σημάδια του πολέμου, είναι εμφανή. Αισθάνομαι έναν κόμπο στο στομάχι αντικρίζοντας οπές από σφαίρες και όλμους. Σ’ αυτά εδώ τα σημεία, πριν λίγα χρόνια σκοτώνονταν καθημερινά άνθρωποι. Δεν έχω λόγια να περιγράψω τη βαθιά θλίψη που με διακατέχει ετούτη τη στιγμή…
Το Mostar είναι η 5η μεγαλύτερη πόλη της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης με μόλις 127.066 κατοίκους (απογραφή 2005) ως επί το πλείστον Βόσνιους και λίγους Κροάτες και ακόμα πιο λίγους Σέρβους. Διαρρέεται από τον ποταμό Neretva, όπου υπάρχουν αρκετές γέφυρες που ενώνουν τις δυο όχθες του. Η μία όχθη είναι η μουσουλμανική και η απέναντι, η χριστιανική. Εγώ μένω στη μουσουλμανική, χωρίς να το ξέρω. Όχι ότι αν το ήξερα θα άλλαζε κάτι, απλά το αναφέρω στην προσπάθεια να κατατοπιστώ στις ιδιαιτερότητες αυτής της πόλης.
Κινούμαι με σχετικά ταχύ βήμα, μιας και θέλω μόνο να δω ένα πράγμα, από ένα συγκεκριμένο σημείο. Έτσι απλά περιορίζομαι σε ελάχιστες φωτογραφίες. Θέλω να πάω κάπου συγκεκριμένα…
Περνάω την πασίγνωστη γέφυρα Stari Most, το σήμα κατατεθέν του Mostar. Το μάτι μου περιπλανιέται πέρα δώθε, αλλά η πλάκα που υποδεικνύει να μην ξεχαστεί το 1993, είναι αυτή που καταφέρνει να καρφώσει το βλέμμα μου.
Περνάω στην απέναντι πλευρά, τη χριστιανική, αλλά η κατάσταση δεν διαφέρει και πολύ από τη μουσουλμανική. Είναι περίπου οι ίδιες με πολλά μαγαζιά, εστιατόρια και καφετέριες. Εγώ όμως συνεχίζω να κινούμαι με ταχύ βήμα, γιατί θέλω να βρω ένα σημείο…
Βρήκα ένα δρομάκι, το οποίο με οδηγεί στις όχθες του ποταμού Neretva. Ναι, είναι αυτό το σημείο που έψαχνα και το πρώτο πράγμα που ήθελα να δω στο Mostar. Από εκεί φαίνεται η Stari Most. Αυτή τη στιγμή έχω μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση που ακόμα παλεύω με τον εαυτό μου, να μου πει από πού προήλθε…
Εκεί μαζεύεται πολύς κόσμος. Πηγαίνω στην καφετέρια και παραγγέλνω μια βοσνιακή βαρελίσια μπύρα και χαζεύω τη γέφυρα. Δεν τραβώ ούτε μία φωτογραφία και αφήνω την μπύρα να με μεθύσει στις σκέψεις μου.
Την κοιτάω λες και είναι το ομορφότερο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου. Δεν ξεκολλώ ούτε στιγμή το βλέμμα μου από πάνω της. Παραγγέλνω και δεύτερη μπύρα, να αισθανθώ έστω μια μικρή ζαλάδα…
Με μια δόση υπερβολής, θα έλεγα ότι βρίσκομαι σε μια κατάσταση νιρβάνας. Τούτη τη στιγμή, έχω κλειστεί στον εαυτό μου, απωθώντας κάθε σκέψη και έγνοια που προσπαθεί να με πολιορκήσει. Διακατέχομαι από μια έντονη εσωστρέφεια και ελαφρά ζαλισμένος, κάθομαι στην καρέκλα της καφετέριας και την κοιτώ. Μόνο αυτό…
Έχουν περάσει αρκετές ώρες και έχει σχεδόν βραδιάσει. Τότε αποφασίζω να την κάνω από την καφετέρια και να τραβήξω μερικές φωτογραφίες με την Stari Most.
Στη συνέχεια περιπλανιέμαι στην παλιά πόλη του Mostar.
Πηγαίνω στο εστιατόριο Sadrvan, το οποίο μου πρότεινε η Lena, καθώς ο ιδιοκτήτης είναι φίλος της και εκτός αυτού, θεωρείται ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της πόλης, με παραδοσιακή βοσνιακή κουζίνα και με τιμές ιδιαίτερα προσιτές για τους Ευρωπαίους. Τα πάντα στο εστιατόριο είναι παραδοσιακά. Από τη διακόσμηση μέχρι την ενδυμασία του προσωπικού. Τα πάντα είναι επιμελημένα με τόση λεπτομέρεια και καλαισθησία που δείχνουν ότι δεν είναι πρόχειρα, αλλά ούτε προσβάλλουν την ντόπια παράδοση.
Παραγγέλνω ένα παραδοσιακό πιάτο jevap, το οποίο αποτελείται από δέκα σεφταλιές και μια τεράστια πίτα, και συνοδεύεται από πατάτες, κρεμμύδι, λαχανικά και σως τομάτας. Αν τα είπα σωστά γιατί οι γαστριμαργικές μου γνώσεις είναι για τον άντε να μην πω…
Το πιάτο το συνοδεύω με τοπική μπύρα Mostarsko Pivo και έχω κερασμένο από το μαγαζί, ένα καραφάκι rakia. Mετά το πέρας του δείπνου, αποχωρώ από το εστιατόριο και χτυπάω ένα παγωτό, περιπλανώμενος στην παλιά πόλη του Mostar. Σημειώνω εδώ πως οι τιμές, σ’ έναν που ζει στην Ελλάδα θεωρούνται εξευτελιστικές.
Κανονικά θα έλεγα πως το Mostar μοιάζει σαν να βρίσκεσαι στην Ανατολή, ένεκα του έντονου μουσουλμανικού στοιχείου. Όμως δεν μπορώ να το πω, καθώς είναι μια πόλη δυτική, με εμφανές το ανατολικό στοιχείο. Οι ντόπιοι, μου δίνουν την αίσθηση πως αποτελούν δυτικοποιημένους μουσουλμάνους που δεν έχουν αυτή την βιβλική ή ταλιμπανική όψη. Φαίνεται ότι δεν είναι φανατικοί, καθώς πολλοί από αυτούς πίνουν αλκοόλ και τρώνε κρέας. Είναι δυτικοί στη συμπεριφορά τους, όσο και στην ενδυμασία τους, απλά τυγχάνει να ασπάζονται το μουσουλμανικό θρησκευτικό δόγμα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο…
Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, είναι μια δυτική χώρα η οποία αποτελείται και από μουσουλμάνους υπηκόους. Σε καμία περίπτωση όμως δεν απορροφήθηκε από το Ισλάμ. Την ενδιαφέρουσα εξήγηση γι’ αυτό το γεγονός, θα μας τη δώσει ο Βασίλης Ραφαηλίδης με το βιβλίο του “Οι λαοί των Βαλκανίων”:
Το Ισλάμ και ο μωαμεθανισμός δεν είναι το ίδιο. Το Ισλάμ είναι κοινωνικό σύστημα, που στηρίζεται αποκλειστικά στο Κοράνι, που υποκαθιστά το Σύνταγμα και δίνει στους νόμους του ισλαμικού κράτους τη νομιμότητά τους. Γιαυτό ακριβώς είναι πάντα επικίνδυνο. Ενώ ο μωαμεθανισμός είναι πέρα για πέρα αθώος και κάπως αφελής. Όμως, ο μωαμεθανισμός και το Ισλάμ είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν – κι αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό των ισλαμικών κρατών. Μόνο ο Κεμάλ Ατατούρκ κατάφερε να απομακρύνει τον μωαμεθανισμό απ’ το Ισλάμ, βάζοντας στη θέση του Ισλάμ ένα μοντέρνο κράτος και αφήνοντας τον μωαμεθανισμό να λειτουργήσει όπως όλες οι θρησκείες, δηλαδή στο επίπεδο της συνείδησης κι όχι σ’ αυτό της εξουσίας.
Είθισται μια μουσουλμανική πόλη, να είναι βρώμικη, φτωχική και με παραμελημένα οικοδομήματα, εκτός των θρησκευτικών χώρων. Όμως, το Mostar είναι μια σλαβική πόλη και ως τέτοια, δεν έχει ούτε ένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Λάμπει από καθαριότητα, τα σπίτια είναι περιποιημένα και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, φαίνονται ιδιαίτερα εκλεπτυσμένοι.
Επίσης παρατήρησα, πως οι φωνές των ιμάμηδων που ψέλνουν στα τζαμιά, δεν είναι εκκωφαντικές. Το ηχείο δεν βγάζει αυτόν τον δυνατό ήχο που σου τρυπάει τ’ αυτιά, αλλά είναι ρυθμισμένο σε μια φυσιολογική ένταση που δεν ενοχλεί. Προφανώς οι ισορροπίες σ’ αυτήν την περιοχή είναι λεπτές.
Στον επισκέπτη του Μostar, δίνεται η εντύπωση πως οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του, ζουν αρμονικά μεταξύ τους και έτσι είναι τα πράγματα. Όμως, από πρώην Γιουγκοσλάβο, έχω ακούσει πως το μίσος που τους χωρίζει μετά τον πόλεμο, παραμένει ακόμα άσβεστο. Οι πληγές του πολέμου, δύσκολα θα επουλωθούν και ίσως χρειαστούν πολλά χρόνια για να εξαλειφθούν.
Η δε γυναικείες εκπρόσωποι της σλαβικής φυλής, αναμφίβολα με γοητεύουν και εδώ. Ακόμα και αυτές που φοράνε μαντίλα, έχουν πάνω τους, μια ιδιαίτερη γοητεία. Σλάβες είναι, τι περίμενες; Να ήταν άσχημες; Ε, όχι δα!
Επίσης, είδα πολλές παρέες, ιδίως κοριτσιών, που αποτελούνταν από χριστιανές και μουσουλμάνες. Πραγματικά αγαλλίασε η ψυχή μου, βλέποντας δίπλα-δίπλα ένα κορίτσι με κοντή φούστα παρέα μ’ ένα κορίτσι με μαντίλα. Είναι ένα στιγμιότυπο που το βλέπω αρκετά συχνά, όση ώρα βρίσκομαι σ’ αυτήν την πόλη.
Μετά από λίγα λεπτά, βρίσκομαι πάλι στη θέση θέας της Stari Most. Ποτέ δεν έχω θαυμάσει τόσο πολύ ένα αξιοθέατο. Θέλω να μείνω και να την κοιτώ, μέχρι να επιστρέψω για ύπνο στον ξενώνα.
Σ’ αυτό εδώ το σημείο, θεωρώ απαραίτητο να παραχωρήσω τον λόγο στην Βικιπαίδεια, η οποία έχει να μας πει, πολλά ενδιαφέροντα πράγματα γι’ αυτήν την ιδιαίτερη γέφυρα:
Η γέφυρα Στάρι Μοστ (βοσνιακά: Stari Most, ελληνικά: παλαιά γέφυρα) είναι το ορόσημο της πόλης Μόσταρ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Εκτείνεται πάνω από τον ποταμό Νερέτβα και ενώνει το κυριαρχούμενο από Βόσνιους ανατολικό τμήμα της πόλης με το κυριαρχούμενο από Κροάτες δυτικό τμήμα της. Εδώ και αιώνες θεωρείται ένα σύμβολο γεφύρωσης της Ανατολής με τη Δύση, όχι μόνο του Χριστιανικού με τον Ισλαμικό κόσμο αλλά και των καθολικών Κροατών με τους ορθόδοξους Σέρβους. Η γέφυρα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας και ανακατασκευάστηκε μετά τη λήξη του.
Με μήκος 28,7 μέτρα, πλάτος 4 και 19 μέτρα ύψος (πάνω από τον ποταμό) η γέφυρα ήταν ένα αριστούργημα της μηχανικής του 16ου αιώνα, οπότε και κατασκευάστηκε. Στα άκρα της υπάρχουν 2 οχυρωματικοί πύργοι, ο Χελέμπιγια στο βόρειο ανατολικό και ο Τάρα στα νοτιοδυτικό, οι οποίοι αποκαλούνται μοστάρι (ελληνικά: φύλακες της γέφυρας)
Η γέφυρα κατασκευάστηκε από το 1565 έως το 1566 ή 1567 από τον Οθωμανό αρχιτέκτονα Μιμάρ Χαϊρουντίν ή και Χαϊρεντίν ύστερα από παραγγελία του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1556. Ο Χαϊρουντίν ήταν μαθητής του Μιμάρ Σινάν, του σημαντικότερου ίσως Οθωμανού αρχιτέκτονα. Σύμφωνα με έναν ανεπιβεβαίωτο θρύλο πριν από την κατασκευή της Στάρι Μοστ θέλησε να δοκιμάσει τη νέα μέθοδο κατασκευής γεφυροποϊίας που ήθελε να χρησιμοποιήσει σε μικρότερη κλίμακα. Γι’αυτό κατασκεύασε στα περίχωρα μια πανομοιότυπη γέφυρα σε μικρότερη κλίμακα, η οποία ακόμα υπάρχει. Μέχρι την κατασκευή της μικρής γέφυρας ο αρχιτέκτονας ήταν γνωστός μόνο για την κατασκευή τζαμιών. Η μικρότερη γέφυρα ονομάζεται Κρίβα Τσούπριγια (Kriva Ćuprija, ελληνικά: τοξοτή γέφυρα) και βρίσκεται στον ποταμό Ραντόμπολια.
Η γέφυρα καταστράφηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1993 κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας ύστερα από 427 χρόνια ύπαρξης. Η καταστροφή, ύστερα από πολύωρο βομβαρδισμό, καταγράφηκε από ερασιτεχνικές κάμερες. Σύμφωνα με το πόρισμα του διεθνούς δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία η γέφυρα καταστράφηκε εκ προθέσεως από το Κροατικό Συμβούλιο Άμυνας.
Ύστερα από το τέλος του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου κατασκευάστηκε αρχικά στη θέση της κατεστραμμένης Στάρι Μοστ μια προσωρινή κρεμαστή γέφυρα. Η Παγκόσμια Τράπεζα, η UNESCO, το Ίδρυμα Αγά Χαν και το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων σχημάτισαν μια συμμαχία για να επιβλέπουν την επανακατασκευή της Στάρι Μοστ και του παλαιού κέντρου του Μόσταρ. Στο πρόγραμμα συνέδραμαν οικονομικά η Ιταλία, η Ολλανδία, η Κροατία, η Τουρκία καθώς και η Αναπτυξιακή Τράπεζα του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και η κυβέρνηση της Βοσνίας. Κόστισε περίπου 15 εκατομμύρια ευρώ και την κατασκευή της γέφυρας ανέλαβε η τουρκική κατασκευαστική εταιρεία ER-BU. Στο μέτρο του δυνατού χρησιμοποιήθηκαν οι αυθεντικοί ογκόλιθοι της γέφυρας του 1566 όπου υπήρχαν ακόμα και ήταν αξιοποιήσιμοι, οι οποίοι ανασύρθηκαν από το ποτάμι από Ούγγρους δύτες. Συνολικά τοποθετήθηκαν 1088 ογκόλιθοι. Η επίσημη επαναλειτουργία της γέφυρας έγινε στις 23 Ιουλίου του 2004 με παρόντες εκπρόσωπους από 60 χώρες.
Στις 15 Ιουλίου 2005 η γέφυρα και τα περίχωρα της χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς όχι μόνο λόγω της αρχιτεκτονικής της αξίας αλλά και της μεγάλης συμβολικής της σημασίας.
Είναι το πρώτο μνημείο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στον κατάλογο της UNESCO. H UNESCO περιέγραψε τη γέφυρα σαν «Σύμβολο συμφιλίωσης και διεθνούς συνεργασίας και σύμβολο της συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών, πολιτισμών και εθνοτήτων». Επιπλέον η γέφυρα προστατεύεται ως πολιτιστικό δημιούργημα από τη συνθήκη της Χάγης.
Ο Χαϊρουντίν φαίνεται να μην είδε ποτέ τη γέφυρα ολοκληρωμένη. Σύμφωνα με ένα παλαιό θρύλο αποκεφαλίστηκε ως τιμωρία λόγω της κατάρρευσης της. Η γέφυρα φέρεται να είχε ήδη καταρρεύσει δύο φορές, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι έλεγαν: «Το ποτάμι δεν μπορεί να γεφυρωθεί». Σύμφωνα με άλλο θρύλο, ο Χαϊρουντίν είχε αποτραβηχτεί όχι μακριά από το Μόσταρ, στην περιοχή Μπίγελο Πόλιε (Bijelo Polje, ελληνικά: λευκό κουτί) και περίμενε τα νέα του απεσταλμένου του, ο οποίος παρακολουθούσε την απομάκρυνση των σκαλωσιών. Αφού τον ενημέρωσε πως η γέφυρα ήταν εντάξει, ο Χαϊρουντίν έφυγε προς την κατεύθυνση των όρων Βέλεζ (Velež) με προορισμό την Τουρκία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρρώστησε από ίκτερο και πέθανε στο Γιεντρενέ (Jedrenè), στην ορεινή Βουλγαρία. Υπάρχει και ένας άλλος θρύλος σύμφωνα με τον οποίο για την κατασκευή της γέφυρας χρησιμοποιήθηκαν ως κονίαμα άπλυτο μαλί προβάτου, ασπράδια αυγών και μέλι και για να βρεθούν τα υλικά απαγορεύτηκε πλήρως η κατανάλωση αυγών στην περιοχή. Σύμφωνα με το θρύλο αυτό χρησιμοποιήθηκαν 300,000 αυγά για την κατασκευή.
Ανάμεσα στους νέους του Μόσταρ υπάρχει η παράδοση να πηδούν από τη γέφυρα στον Νερέτβα, η οποία πλέον αποτελεί τουριστική ατραξιόν επί πληρωμή. Επειδή τα νερά είναι πολύ κρύα και η γέφυρα βρίσκεται πολύ ψηλά πάνω από το ποτάμι, η κατάδυση απαιτεί θάρρος και πολύ καλή φυσική κατάσταση. Το έθιμο λέγεται πως ξεκίνησε από την περίοδο της κατασκευής της γέφυρας και η πρώτη αναφορά κατάδυσης χρονολογείται το 1665. Από το 1986 διεξάγεται κάθε καλοκαίρι και ένας σχετικός διαγωνισμός.
Αυτά λοιπόν τα ενδιαφέροντα, από την Βικιπαίδεια. Τώρα όμως, θα πω τα δικά μου:
Θυμάμαι έναν στίχο από ένα παλιό ελληνικό τραγούδι, να λέει
“δυο κόσμους έχει η ψυχή μου, Δύση και Ανατολή”.
Αυτή η γέφυρα, ενώνει δυο διαφορετικούς κόσμους, την Δύση με την Ανατολή. Ίσως η ψυχή μας, να κρύβει δυο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους. Την Δύση και την Ανατολή. Κι εμείς προσπαθούμε να χτίσουμε μια γέφυρα, ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο κόσμους που υπάρχουν μέσα μας. Αναζητώντας την αλήθεια, αυτή βρίσκεται πάντα κάπου στο ενδιάμεσα. Είτε πιο κοντά στη μια, είτε πιο κοντά στην άλλη. Σπάνια ή σχεδόν ποτέ, η αλήθεια θα βρεθεί μόνο στη μία ή στην άλλη πλευρά. Κι εκεί κάπου στο ενδιάμεσα, βρίσκεται η γέφυρα. Αυτή που θα ενώσει τους δυο αυτούς διαφορετικούς κόσμους, έτσι ώστε να γεφυρώσει αυτό το χάσμα.
Αυτό δεν ισχύει μόνο μέσα μας, στον εσωτερικό μας κόσμο. Ισχύει σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Και γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα, πως οι άνθρωποι που προέρχονται από δυο διαφορετικούς κόσμους, πάντα πρέπει να χτίζουν γέφυρες επικοινωνίας και να γκρεμίζουν τα τείχη που τους χωρίζουν. Το σίγουρο είναι πως και οι δυο αυτοί κόσμοι θα βγουν κερδισμένοι. Γιατί αν χτίζουν τείχη και όχι γέφυρες, το πιο πιθανό είναι πως θα απομονωθούν.
Tελοσπάντων, αφήνω τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση στην άκρη και συνεχίζω. Η θέα της Stari Most, από μόνη της θα με κάνει να σκεφτώ μερικά αυτονόητα πράγματα. Θα φανταστώ λοιπόν, ότι είμαι ένα παιδί που πηγαίνει στις πρώτες τάξεις του σχολείου και προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο. Γιατί όπως έχει διδάξει αυτή η ζωή, τα αυτονόητα πράγματα τα καταλαβαίνουν καλύτερα τα μικρά παιδιά παρά οι μεγάλοι…
Γεννηθήκαμε από καθαρά θέμα τύχης σε μια χώρα που τη λένε Ελλάδα. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε γεννηθεί στην Αμερική ή στην Ναμίμπια. Πριν καν αρχίσουμε να ψελλίζουμε τις πρώτες μας λέξεις, το θεώρησαν δεδομένο ότι έπρεπε να ασπαστούμε ένα θρησκευτικό δόγμα χωρίς καν, να μας ρωτήσουν. Αργότερα στο σχολείο, μας μάθαιναν πως η θρησκεία μας, είναι η μόνη αληθινή που υπάρχει και πως όλες οι υπόλοιπες είναι ψεύτικες. (Θα μου πεις βέβαια, πως η κάθε θρησκεία διατείνεται πως είναι η μόνη αληθινή – λίγο κωμικό δεν είναι αυτό;) Και για να υπερασπιστούμε μια πατρίδα και μια θρησκεία, να μη διστάσουμε να δώσουμε τη ζωή μας γι’ αυτές, υπό το δέλεαρ του ηρωισμού. Και να μη διστάσουμε επίσης να σκοτώσουμε τους εχθρούς της πατρίδας και της θρησκείας.
Το παραπάνω παράδειγμα, ισχύει για όλες τις χώρες που βρίσκονται στον πλανήτη Γη. Το παράδοξο είναι πως, το 99,9% των ανθρώπων αυτού του πλανήτη, δεν επιλέγουν τη θρησκεία τους. Και το 101% αυτών, δεν επιλέγουν την πατρίδα τους. Άσε δηλαδή που δεν τους δίνεται και η δυνατότητα να την επιλέξουν.
Έτσι έγινε και στον πόλεμο που ακολούθησε τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στην αρχή ξεκίνησε ως εθνικός πόλεμος και μετά εξελίχθηκε ως θρησκευτικός. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος ήταν αδέλφια, γείτονες, φίλοι, γνωστοί, μέλη της ίδιας οικογένειας που δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους, σκοτώνονταν για μια πατρίδα και μια θρησκεία. Εμένα αυτό, μου φαίνεται τελείως, μα τελείως παράλογο…
Οι περισσότεροι πόλεμοι της ανθρωπότητας, έγιναν στο όνομα της θρησκείας. Για μια ανώτερη δύναμη, για έναν θεό που δεν ξέρουμε καν, αν υπάρχει. Γιατί κακά τα ψέματα, τόσο οι πιστοί, όσο και οι άθεοι, δεν μπορούν να αποδείξουν τεκμηριωμένα την ύπαρξη ή όχι του θεού. Και φτάνουμε σε σημείο να πολεμάμε για κάτι, το οποίο δεν το έχουμε δει καν και δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε, αν υπάρχει. Αυτό κι αν είναι παράλογο!
Στο σημείο αυτό, προς επίρρωση της παραπάνω σκέψης μου, παραθέτω τα εύστοχα λόγια του Γάλλου Γεωγράφου Jean Gottmann από το βιβλίο του “La politique des Etats er leur geographie”:
Κάθε λαός είναι πεπεισμένος ότι η δική του θρησκευτική πίστη, η δική του σημαία, η δική του κοινωνική οργάνωση, οι δικές του τεχνικές, η δική του χώρα είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει. Πως αλλιώς θα πίστευε σ’ αυτά;
Σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητώ τις έννοιες πατρίδα και θρησκεία. Οι ηγήτορες που υποτίθεται πως εκπροσωπούν αυτές τις δυο αξίες, πολλές φορές τις χρησιμοποίησαν λάθος, προκειμένου να ικανοποιήσουν προσωπικές τους ματαιόδοξες βλέψεις ή να εξυπηρετήσουν συμφέροντα, φανατίζοντας πλήθη και μάζες. Και ο φανατικός, ο οποίος δεν σκέφτεται λογικά, δρα εν βρασμώ ψυχής προβαίνοντας πολλές φορές σε αποτρόπαιες πράξεις με ολέθρια αποτελέσματα.
Κάποια στιγμή, η ανθρωπότητα πρέπει να αντιληφθεί, αν αξίζει τον κόπο να ξαναζήσει τέτοιες στιγμές. Ή θα προοδεύσει ζώντας ειρηνικά ή θα πισωγυρίσει τυφλωμένη από μίσος και φανατισμό. Άραγε αξίζει τον κόπο;
Aποχωρώ από την Stari Most και περπατώ για λίγη ώρα στην παλιά πόλη.
Αργά το βράδυ επιστρέφω στον ξενώνα, όπου κάθομαι στην αυλή, γράφοντας το ημερολόγιο. Εκεί γνωρίζω τον Τιλγκίτ, από την Τουρκία και την Άγκυρα συγκεκριμένα, όπου μαζί με τη γυναίκα του ταξιδεύουν στα Βαλκάνια. Είναι μουσικός και η γυναίκα του νοσοκόμα. Ως μουσικός συνεργάζεται με έναν Έλληνα συνάδελφό του (ξέχασα το όνομα) με τον οποίο τον συνδέει μια αδελφική φιλία. Η γυναίκα του κάποια στιγμή θα πάει για ύπνο, ενώ εγώ με τον Τιλγκίτ, έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Όχι τόσο ως προς τα ταξίδια, αλλά αυτά που αποκομίζουμε ταξιδεύοντας. Ήταν μια συνομιλία από αυτές που δύσκολα θα ξεχάσω. Δεν θα ξεχάσω την περιγραφή του, στο παρακάτω περιστατικό:
“Κάποτε είχα συναντήσει μ’ έναν φίλο μου, έναν Έλληνα ο οποίος είχε γεννηθεί στην Τουρκία και έναν Τούρκο, ο οποίος γεννήθηκε στην Ελλάδα. Με την ανταλλαγή πληθυσμών άλλαξαν χώρα και ο φίλος μου αναρωτήθηκε «τελικά ποιος από τους δυο είναι ο Τούρκος και ποιος ο Έλληνας;»”
Μετά προστίθεται στην παρέα κι ένας Σλοβάκος, ο οποίος ταξιδεύει κάθε χρόνο στα Βαλκάνια, μαζί μ’ έναν φίλο του, με αυτοκίνητο. Ο Σλοβάκος έχει τον τρόπο και κάνει τη συζήτηση πιο εύθυμη (όχι ότι δεν ήταν) αφού τα βρήκαμε με τη μία. Συμφωνήσαμε ότι οι Σλάβες και ιδίως οι Σέρβες και ακόμα πιο ιδίως, αυτές στη επαρχία της Voivodinja (λέγε με Novi Sad) αποτελούν τις ωραιότερες γυναίκες που έχουμε δει! Μου είπε μάλιστα πως πρέπει να πέρασα ακριβώς έξω από το σπίτι του πέρσι, στη διαδρομή Κρακοβία – Μπρατισλάβα, το οποίο βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο! Τι μικρός που είναι ο κόσμος…
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και αποφασίζουμε να διαλύσουμε αυτή την όμορφη παρέα. Οδηγούμαι στο δωμάτιό μου, το οποίο θα μοιραστώ με δυο πιτσιρικάδες, οι οποίοι ταξιδεύουν μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη. Ειλικρινά τους ζηλεύω κι ας μην ταξιδεύουν με μοτοσυκλέτα…
Ήταν μια υπέροχη ημέρα η σημερινή. Πλέον το ταξίδι μου, παίρνει τη ρότα που του είχα χαράξει από τον σχεδιασμό. Ήταν αναμφίβολα μια από τις ξεχωριστές ημέρες στα μέχρι τώρα ταξίδια μου. Μια ημέρα που δύσκολα θα ξεχάσω…
Laku noc!
Έξοδα – Σημειώσεις:
Βενζίνη: –
Διαμονή: Hostel Magdalena-Lena (10 €)
Parking: Blagaj Tekija (1 €)
Λοιπά: 12,90 €
Σύνολο: 23,90 €
Γενικό Σύνολο: 374,20 €
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Μία μικρή διόρθωση το Cetinje προφέρετε Τσετινιε διότι n+j = νιε δηλαδή nja= νια. Όσο για την Λατινική γραφή δεν αποτελούσε ποτέ γραφή του Μαυροβουνίου ιστορικά, μόνο τα Κυριλλικά ήταν η μία και μόνη ιστορική γραφή. Θεωρήθηκε παράλογο που μετά την ανεξαρτησία δεν κράτησε η χώρα το Κιριλλικό αλφάβητο αλλά το λατινικό ,ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί πεδίο διαμάχης μέχρι και σήμερα μεταξύ των Μαυροβουνίων, όπως παράλογο είναι που δεν ξαναέκοψαν το παλιό ιστορικό τους νόμισμα την “Περπέρα”. Κανονικά είναι Црна Гора.
Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σχόλιο. Το εκτιμώ ιδιαίτερα …
Φίλε μας ταξίδεψες πάλι σε όμορφες γωνιές του πλανήτη και του μυαλού
και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό!
Eγώ ευχαριστώ που συνταξιδέψαμε για άλλη μια φορά, φίλε μου Τάσο! Να είσαι καλά!
Ακομα ενα ευχαριστο ταξιδι διαδυκτιακε φιλε Μερκουρη .θα ερθω χανια την παρασκευη για μια βδομαδα εαν μπορεις κερναω καφε να γνωριμια.
Φίλε Κώστα, με πέτυχες σε φάση που τρέχω πανικόβλητος από το πρωί ως το βράδυ. Μένω στο Ηράκλειο και το κόβω εξαιρετικά δύσκολο να πεταχτώ στα Χανιά, ιδίως αυτή την περίοδο. Αν καταφέρω να ξεκλέψω αρκετό χρόνο, θα επιδιώξω να συναντηθούμε. Κι αν συναντηθούμε, ο καφές θα είναι κερασμένος από ‘μενα!
Στείλε μου σε παρακαλώ το τηλέφωνό σου, στο [email protected].
Γιγαντα Μερκουρη, ετσι π τα λες σαν να ηρθα και γω μαζι. Ενα μπραβο σε ολους εδω στο site καθως βαζετε και σε αλλους το μικροβιο του ταξιδιου με το μηχανακι.Ετσι και γω το τολμησα φετος το καλοκαιρι 1η φορα.Σερβια παιδια, οπως ακριβως τα λεει ο Μερκουρης.. Να σαι καλα φιλε.
Xαίρομαι που προσβλήθηκες από αυτό το μικρόβιο, φίλε Σταύρο. Και τώρα που έκανες την αρχή, σου εύχομαι να το ξανατολμήσεις αμέτρητες φορές …