Ημέρα 9η: Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014, Mostar – Lohovo (447,2 km)
Αυτό που η πλάση βάφτισε Βοσνία
Λίγα λεπτά μετά τις 06:00 τινάζομαι σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Έχοντας τακτοποιήσει από το προηγούμενο βράδυ τα πράγματα, ετοιμάζομαι με την ησυχία μου να φύγω. Φτιάχνω καφέ και ανάβω τσιγάρο, απολαμβάνοντας αυτήν την ιεροτελεστία.
Το ρολόι δείχνει 08:00 και ακριβώς έξω από τον ξενώνα έχει βενζινάδικο. Φουλάρω ρεζερβουάρ, ελέγχω πίεση στα ελαστικά, κάνω κάτι μικροψώνια και μετά είμαι on the road again…
Σήμερα θα οδηγήσω στην καρδιά των Δειναρικών Άλπεων και έχω βάλει στόχο την πόλη Bihac ή κάπου εκεί τελοσπάντων, κοντά στα σύνορα με την Κροατία. Tα χιλιόμετρα είναι καμιά 400αριά και εκτός αυτού, αναμένω από τη βοσνιακή φύση να μου κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Γι’ αυτό άλλωστε και ξύπνησα νωρίς…
Κινούμαι στον 17-Ε73 προς Jablanica και λίγα χιλιόμετρα μετά το κλεινόν άστυ, αρχίζουν τα ωραία. Έχω στ’ αριστερά μου τον ποταμό Neretva, ο οποίος περνάει ανάμεσα από επιβλητικές κορυφές. Το τοπίο, άνετα θα το χαρακτήριζα “νορβηγικό”. Όμως κάτι με χαλάει…
Έχει ψύχρα και φυσάει αρκετά. Η θέση του ήλιου αυτή την ώρα, ίσως να μην μπορεί να αναδείξει την ομορφιά του τοπίου. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα, τα καταπράσινα νερά του, να μοιάζουν μ’ ένα τσαλακωμένο σεντόνι και όχι σαν καλοσιδερωμένο, όπως ήταν στην Pivsko Jezero του Μαυροβουνίου. Πιστεύω πως αν έκανα τη διαδρομή άλλη ώρα και με διαφορετική κατεύθυνση, ίσως να εντυπωσιαζόμουν περισσότερο. Δεν πειράζει όμως, αυτά είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε! Tώρα είμαι στο δρόμο και μόνο που οδηγώ μια μοτοσυκλέτα, δεν δικαιούμαι δια να γκρινιάζω…
Η τέλεια άσφαλτος και η επιβλητικότητα του τοπίου, σε συνδυασμό με την καθόλου ενοχλητική κίνηση, θα μου χαρίσουν όμορφες στιγμές. Στην πόλη Jablanica, κανονικά πρέπει να στρίψω για Bihac, όμως εγώ ακολουθώ τον ίδιο δρόμο που πάει ντουγρού για Sarajevo. Eίναι γνωστό σε πολλούς ταξιδιώτες, πως η διαδρομή Mostar – Sarajevo, είναι μια από τις ομορφότερες των Βαλκανίων, όμως σε αυτό το ταξίδι δεν μπορώ να τη χωρέσω! Ούτε και κατά τη διάρκεια της επιστροφής, κατεβαίνοντας την Βοσνία – Ερζεγοβίνη. Ο Κυριακόπουλος όμως επιμένει, ότι πρέπει να την κάνω! Να μην τον ακούσω; Βεβαίως και θα τον ακούσω, αλλά κατά το ήμισυ.
Κατά τη σχεδίαση του ταξιδιωτικού, αποφάσισα να κάνω μόνο το πράσινο κομμάτι της. Η διαδρομή στον χάρτη φαίνεται γραφική μέχρι το Tarcin, το οποίο απέχει 74 km από την Jablanica. Κι άλλα 74 να γυρίσω πίσω, μας κάνουν 148! Καληνύχτα, αύριο θα φτάσω στο Bihac! Έτσι λοιπόν, αποφασίζω να πάω μέχρι το Konjic, το οποίο απέχει μόλις 21 km από την Jablanica.
Η διαδρομή μέχρι το Konjic θα μου χαρίσει πολλά όμορφα στιγμιότυπα, τα οποία θα αποτυπώσω στο φωτογραφικό μου φακό, με τη λίμνη Jablanicko Jezero να ξεχωρίζει.
Στη συνέχεια επιστρέφω στην Jablanica, όπου ακολουθώ τον 16-2. Στα πρώτα χιλιόμετρα περνάω από ένα επιβλητικό φαράγγι, όπου το τοπίο είναι αναμφίβολα καταπληκτικό. Δυστυχώς είναι μικρού μήκους, επιδεικνύοντας μου για ελάχιστο χρόνο τις ομορφιές του. Και ακόμα πιο δυστυχώς, το μετάνιωσα που δεν έκανα στάση.
Η τεράστια λίμη Jablanicko Jezero, φτάνει μέχρι το Gracac. Μετά από αυτό, η θέα της γέφυρας του ποταμού Rama, θα ξεχωρίσει ένα “κλικ” από το ομολογουμένως όμορφο τοπίο της διαδρομής.
Ο δε ποταμός Rama, θα με συντροφεύσει για αρκετά χιλιόμετρα ακόμα μέχρι να ανέβω μια στριφτερή διαδρομή στο βουνό Makljen, όπου στην κορυφή του, κάνω μια στάση προκειμένου να χαρώ τη θέα.
Εκεί βλέπω άλλο ένα Spomenik, ένα από τα πολλά μνημεία που κατασκευάστηκαν επί Τίτο. Από μακριά φαίνεται σαν μια φουτουριστική οικοδομή που ανεγέρθηκε πριν χρόνια και σταμάτησαν τα έργα της. Όμως κατασκευάστηκε το 1952 για να τιμήσει τους Παρτιζάνους στρατιώτες του Τίτο, μια αντιστασιακή παραστρατιωτική ομάδα που πολέμησε τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. Καταστράφηκε το 1992, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας.
Όση ώρα κινούμαι στον 16-2, περνώ από γραφικά χωριουδάκια, στα οποία κυριαρχούν το μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο, με τις αντίστοιχες εκκλησίες και νεκροταφεία. Τα δε σπίτια, μπορεί να είναι φτωχικά, αλλά είναι ιδιαίτερα προσεγμένα και νοικοκυρεμένα. Πουθενά δεν βλέπεις εγκατάλειψη ή σημάδια ένδειας. Τα μόνα σημάδια τα οποία βλέπεις, είναι αυτά του πολέμου…
Τα σπίτια μπορεί να μην είναι τόσο “ιλουστρασιόν”, όπως αυτά των Άλπεων ή της πολωνικής υπαίθρου για παράδειγμα, αλλά έχουν τη δική τους ξεχωριστή σλαβική γραφικότητα και ομορφιά. Γενικά οι Σλάβοι, έχουν τα πάντα νοικοκυρεμένα και με τάξη, ακόμα και οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι δεν φημίζονται γι’ αυτό.
Λίγο πριν περάσω τη γέφυρα του ποταμού Vrbas στο χωριό Donji Vakuf, βλέπω ένα μουσουλμανικό τέμενος και μερικά μέτρα παραδίπλα του, μια χριστιανική εκκλησία. Ήθελα να σταματήσω για φωτογράφιση, αλλά τελικά ο δρόμος σαν να με μαγνήτισε και δεν σταμάτησα. Μετά από μερικά χιλιόμετρα, κάνω μια στάση κάπου ν’ αράξω με την ησυχία μου. Έχω μπριζωθεί τόσο πολύ με αυτό το στιγμιότυπο που θέλω να γυρίσω πίσω. Κοιτώντας όμως τον χάρτη, συνειδητοποιώ πως θα ξαναπεράσω τις προσεχείς ημέρες από το Donji Vakuf, κατά τη διάρκεια της επιστροφής. Έτσι λοιπόν, περιορίζομαι για την ώρα σε μερικές φωτογραφίες στο σημείο που βρίσκομαι, με τον ποταμό Vrbas να δίνει ιδιαίτερο χρώμα στη βοσνιακή ύπαιθρο.
Κινούμαι πλέον στον 5-16 προς Jaice, σε άλλη μια γραφική διαδρομή. Και το παράξενο είναι πως, από το πρωί που ξεκίνησα κινούμαι σε γραφικές διαδρομές, σύμφωνα με τον χάρτη αλλά και σύμφωνα με τα προσωπικά μου γούστα. Αυτό που δεν θα ξεχάσω στη διαδρομή που κινούμαι τώρα, είναι πολλά μικρά κοριτσάκια που δεν έχουν καν συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία της ζωής τους, να κάθονται σε μια γωνιά του δρόμου, μαζί με τους γονείς τους και να πωλούν μέλι, φρούτα και άλλα αγαθά. Και μόλις με βλέπουν σηκώνονται όρθια και με χαιρετούν χοροπηδώντας. Το βλέπω στο πρόσωπό τους που λάμπει από χαρά! Ξεχειλίζει θα έλεγα! Τι αθώα πλασματάκια και πόση χαρά μου δίνουνε τούτη τη στιγμή, θε μου! Και να φανταστείς, πολλά τέτοια αγγελούδια από αυτές τις χώρες, έχαναν τη ζωή τους πριν λίγα χρόνια στον πόλεμο. Σε τι κόσμο ζούμε, ρε γαμώτο…
Κάποιες στιγμές σαν αυτές, μπορεί να φαίνονται μικρές και ασήμαντες. Όμως μέσα μου, κάθε άλλο παρά τέτοιες τις θεωρώ. Και στον συγκεκριμένο δρόμο, μου έτυχε δυο φορές. Και τις δυο, έκλεισα στιγμιαία τα βλέφαρά μου, αισθανόμενος μια ιδιαίτερη γαλήνη. Είμαι ευτυχής που ταξιδεύω τούτη τη στιγμή…
Φτάνω στο Jaice και σκέφτομαι να δω τους καταρράκτες του. Αφού έκανα μερικές αναστροφές (μέχρι και τον δρόμο για Banja Luka πήρα ο μπουνταλάς), αποφάσισα να δώσω τέλος στο ψάξιμο και να συνεχίσω την πορεία που έχω χαράξει, μιας και θα ξαναπεράσω στην επιστροφή και από το Jaice.
Mετά το Jaice, κινούμαι στον 5-Ε761, όπου θα κάνω άλλη μια στάση, χάριν της λίμνης Plivsko Jezero.
Και λίγο αργότερα, άλλη μια στάση για την ίδια λίμνη, με το τοπίο να μ’ εντυπωσιάζει ιδιαίτερα.
<img class=”aligncenter size-full wp-image-19936″ src=”https://motoadv.gr/wp-content/uploads/2014/10/24_Day-09-96-new-Αντιγραφή.jpg” alt=”Plivsko Jezero width=”620″ height=”411″ />
Βρίσκομαι κάπου ορεινά, με την κίνηση στον δρόμο να έχει μειωθεί και αισθάνομαι κάπως απόκοσμα. Η διαδρομή εξακολουθεί όμως να μου κρατάει το ενδιαφέρον στα ύψη. Αιτία τα μικρά χωριά και τα σπίτια. Εύλογα θα με ρωτήσεις “μα καλά, δεν έχεις ξαναδεί χωριά και σπίτια;” Φυσικά και έχω ξαναδεί, δεν έχω έρθει από τον Πλούτωνα! Απλά, ίσως να είναι το συναισθηματικό μου δέσιμο με αυτή την πολύπαθη χώρα που με κάνει να τα βλέπω όλα όμορφα. Ίσως τα χωριά της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, να μου φέρνουν υποσυνείδητα στο μυαλό το τίτλο της ταινίας “Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται”…
Με σταθερό και σχεδόν αργό ρυθμό, απολαμβάνω κάθε στιγμή της οδήγησης και μετά από κάμποσα χιλιόμετρα, η θέα του ποταμού Sana θα με οδηγήσει σε μια όχθη του, όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις για τους επισκέπτες. Παρκάρω τη μοτοσυκλέτα και περπατώ με τα πόδια, όπου εκεί υπάρχει μια καφετέρια-μπαρ και λίγος κόσμος. Φιλόξενοι άνθρωποι, με πλησιάζουν από μόνοι τους και μου πιάνουν την κουβέντα. Κάποιοι πίνουν τον καφέ τους, κάποιοι κάνουν πικ-νικ, κάποιοι ψαρεύουν. Έχω αράξει σ’ ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, πίνοντας μερικές γουλιές καφέ από το σέηκερ. Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη για άλλη μια φορά, μου χαρίζει όμορφες παραστάσεις.
Φεύγοντας, την ώρα που είμαι έτοιμος να ανεβώ στη μοτοσυκλέτα, μια παρέα από τρεις άντρες μέσης ηλικίας, κατεβαίνουν από ένα αμάξι και κοιτούν τη μοτοσυκλέτα. Ο ένας από αυτούς με ρωτάει:
– Where are you from?
– Greece.
– Oh, Greece! Very nice bike!
Όλοι χαμογέλασαν από ευγένεια και με χαιρέτησαν. Δεν τους ρώτησα από πού είναι, μιας και αυτό δεν έχει σημασία για εμένα, πέραν από το απλό ενδιαφέρον. Όπως και να έχει, οι κάτοικοι αυτής της χώρας (Βόσνιοι, Κροάτες και Σέρβοι) είναι ιδιαίτερα ομιλητικοί και φιλόξενοι.
Ο χάρτης λέει πως η γραφική διαδρομή, τελειώνει σ’ αυτό περίπου το σημείο και τα χιλιόμετρα που απομένουν μέχρι το Bihac, λογικά θα είναι διαδικαστικά. Περνώ από το όμορφο Kljuc με τη διαδρομή να μου κρατάει ακόμα αμείωτο το ενδιαφέρον. Στο χωριό Velagici, ένα τζαμί πάνω στη στροφή θα με κατεβάσει για φωτογράφιση. Σήμερα είδα πολλά τζαμιά, αλλά και χριστιανικές εκκλησίες. Ήθελα να φωτογραφίσω τη μοτοσυκλέτα μου, με φόντο ένα τζαμί για να έχω να θυμάμαι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της πολυπολιτισμικής Βοσνίας – Ερζεγοβίνης.
Σ’ αυτό το σημείο, θεωρώ πως αξίζει μια αναφορά για την ιστορική πορεία της θρησκείας στους Σλάβους και δη στους Βόσνιους.
Οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν παγανιστές. Μπήκαν σαν σφήνα ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση, μια σφήνα η οποία συνέβαλε και αυτή στο σχίσμα του χριστιανισμού σε καθολικό και ορθόδοξο, εν έτει 1054. Τον 9ο και 10ο αιώνα, άρχισαν να εκχριστιανίζονται, χάρη στα δυο αδέλφια από την Θεσσαλονίκη, Κύριλλο και Μεθόδιο. Οι Κροάτες ασπάστηκαν τον καθολικισμό και στην Βοσνία από τον 9ο αιώνα άνθισε η χριστιανική αίρεση των Βογομίλων, όπου οι Βόσνιοι ίδρυσαν την δική τους Βοσνιακή Εκκλησία, προσπαθώντας να αντισταθούν στους καθολικούς και τους ορθόδοξους γείτονές τους. Το 1463 όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα εδάφη της Βοσνίας, τότε οι Βόσνιοι άρχισαν να εξισλαμίζονται.
Οι Τούρκοι δυστυχώς έφεραν σε μαρασμό τους Ευρωπαίους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την επιβολή της ισλαμικής εξουσίας. Όμως, παρόλο που το μεγαλύτερο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου τελούσε κάποτε υπό οθωμανική κατοχή, σήμερα μόνο στην Βοσνία, την Αλβανία, το Κόσοβο και σε μερικές διάσπαρτες περιοχές κυριαρχεί το μουσουλμανικό θρήσκευμα. Το γιατί τα Βαλκάνια δεν απορροφήθηκαν από το ισλάμ, θα μας το εξηγήσει ο ιστορικός Μark Mazower, με αποσπάσματα από το βιβλίο του “Τhe Balkans”:
Ισχυρότερο κίνητρο αλλαξοπιστίας ήταν το υποδεέστερο καθεστώς των μη μουσουλμάνων στον οθωμανικό κόσμο.
Παρά τις ταλαιπωρίες αυτές όμως, τα Βαλκάνια διατήρησαν τον κατά κύριο λόγο χριστιανικό και μη τουρκόφωνο χαρακτήρα τους, αντίθετα με τα οθωμανικά εδάφη της Μικράς Ασίας, όπου η τουρικική γλώσσα και το ισλάμ επικράτησαν μετά από πολλούς αιώνες σελτζουκικής αρχικά και οθωμανικής στη συνέχεια κυριαρχίας.
Στην οθωμανική Ευρώπη ο κύριος όγκος του πληθυσμού – ίσως το 80% του συνόλου – παρέμειναν χριστιανοί. Ακόμα και εκεί που το ισλάμ εισχώρησε στην ύπαιθρο σπάνια έφερε μαζί του και την τουρκική γλώσσα.
Ένας από τους λόγους που τα Βαλκάνια δεν απορροφήθηκαν από το ισλάμ ήταν ότι οι σουλτάνοι δεν είχαν συμφέρον να προκαλέσουν κάτι τέτοιο. Οι χριστιανοί πλήρωναν περισσότερους φόρους και ο μαζικός προσηλυτισμός τους θα έκανε φτωχότερη την Αυτοκρατορία. «Πάρα πολλοί [Έλληνες]» ανέφεραν ταξιδιώτες του δέκατου έβδομου αιώνα «μην μπορώντας να αντέξουν άλλο αυτή την τυραννία, θέλουν να γίνουν Τούρκοι μα πολλοί απορρίπτονται, γιατί (λένε οι κύριοί τους), αν γίνονταν δεκτοί στην μουσουλμανική πίστη, οι φόροι τους θα μειώνονταν πολύ».
Επομένως για την ορθοδοξία η ισλαμική κυριαρχία ήταν πολύ λιγότερο επιζήμια απ’ ό,τι η κυριαρχία των καθολικών. Οι καθολικοί στρατοί είχαν φέρει την καταστροφή στους χριστιανούς των Βαλκανίων στις σταυροφορίες του 1204 και του 1444.
Τα χιλιόμετρα που απομένουν μέχρι το Bihac, είναι διαδικαστικά. Οι ατέλειωτες ευθείες σε συνδυασμό με την υψηλή θερμοκρασία με κουράζουν. Κάνω μια απαραίτητη στάση για ξεκούραση και συνεχίζω.
Στο Ripac, το οποίο απέχει μόλις 6 km πριν το Bihac, βλέπω μια ταμπέλα που οδηγεί στο camping που είχα στα υπόψιν. Μάλιστα καλωσορίζει ιδιαιτέρως τους μοτοσυκλετιστές με το αναγραφόμενο “welcome bikers”. Εδώ είμαστε λέω και ακολουθώ τις ταμπέλες που οδηγούν σε αυτό.
Στρίβω αριστερά και περνώ τη γέφυρα του ποταμού Una, όπου η θέα από εκείνο το σημείο, είναι πανέμορφη.
Στη συνέχεια κατευθύνομαι προς Lohovo, μια γκαζιά δρόμος, πριν τα σύνορα με την Κροατία. Εκεί υπάρχουν αρκετές τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως ξενοδοχεία, εστιατόρια και άλλα διάφορα. Βρίσκω το camping το οποίο διαθέτει εστιατόριο, δωμάτια, σπιτάκια και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Είναι παραδοσιακό, προσεγμένο και πολυτελέστατο και έχει ό,τι ζητήσεις. Και το γαμάτο της υπόθεσης, είναι πως βρίσκεται ακριβώς πάνω στον ποταμό Una. Είναι ίσως το ομορφότερο και το πιο περιποιημένο camping που έχω δει ποτέ. Tέλειωσε, εδώ θα στήσω τη σκηνή μου γι’ απόψε!
Σκέφτομαι να πεταχτώ πρώτα μια βόλτα για να δω την όμορφη πόλη του Βihac, όμως μετά από λίγη σκέψη το αναιρώ. Δεν κρατιέμαι να στήσω τη σκηνή μου! Τόση όρεξη για στήσιμο σκηνής με τόση κούραση και ζέστη, είναι κάτι το οποίο θα κάνει τον Οικονομάκη να απορεί για τον λουφαδόρο και φυγόπονο συνταξιδιώτη του!
Είναι μακράν το καλύτερο camping που έχω μείνει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Είμαι ο μόνος που έχω στήσει σκηνή, καθώς όλοι μένουν στα δωμάτια ή στα σπιτάκια. Και πίστεψέ με, να με πληρώνεις για να μείνω σε σπιτάκι απόψε δεν θα έμενα! Θα προτιμούσα τη σκηνή μου. Δεν το παίζω και ούτε είμαι σκληροπυρηνικός κατασκηνωτής, απλά η συγκεκριμένη τοποθεσία μου το βγάζει.
Η ευγενέστατη κυρία που δουλεύει στο camping, γνωρίζει ελάχιστα αγγλικά, αλλά έχει διάθεση να με εξυπηρετήσει δίνοντάς μου πληροφορίες για το τι πρέπει να δω στην περιοχή. Κι εγώ με τη σειρά μου, προσπαθώ να αποσπάσω κάθε πληροφορία ή να την ερμηνεύσω κατά το δοκούν. Βλέπεις, οι πληροφορίες που είχα για τη συγκεκριμένη περιοχή, ήταν ελάχιστες. Το Bihac το είχα ακουστά, από την εποχή του πολέμου και δεν μπορούσα ν’ αντιληφθώ πόσο όμορφο είναι. Το πήρα χαμπάρι, μόνο από κάτι ωραίες φωτογραφίες που είδα κατά τύχη στο google maps. Ήταν όμως αρκετές, έτσι ώστε να μου δώσουν την έμπνευση και να μείνω σ’ αυτήν την περιοχή, την οποία θα αγνοούσα και θα πήγαινα κατευθείαν στο διάσημο Plitvice της Κροατίας.
Μου λέει πως υπάρχει ένας καταρράκτης, ο οποίος απέχει περίπου 25 km από το camping και μου προτείνει να πάω να τον δω, όπως φυσικά και το Bihac. Ο δε δρόμος, μου λέει ότι είναι καλός. Ωραία λοιπόν, κάπως την έβγαλα την άκρη για σήμερα. Είναι μεσημέρι ακόμα και έχω άφθονο χρόνο, οπότε ετοιμάζομαι με την ησυχία μου.
Ξεφορτώνω τις πλαϊνές βαλίτσες και παίρνω μαζί μου μόνο το tank bag. Eννοείται πως η μοτοσυκλετιστική μου ένδυση, είναι αδιαπραγμάτευτη. Σκέφτομαι να πάρω μαζί μου και τα εργαλεία, καθώς και το κιτ επιδιόρθωσης των ελαστικών. Κι εκεί αγνοώ το νόμο του Μέρφυ, μιας και πιστεύω (ελπίζω, πιο σωστά) πως δεν θα συμβεί τίποτα. Άσε δε, που θα βαρύνει και κατά πολύ το tank bag μου. Mα πες μου, είμαι ή δεν είμαι για σφαλιάρες;
Ξεχύνομαι στους δρόμους και βρίσκομαι στον κεντρικό δρόμο του ποταμού Una, εκεί που βρίσκεται και το camping. Πηγαίνω κάπου στην τύχη, όπου είδα πως έχει ενδιαφέρον. Περνώ μέσα από ένα εστιατόριο και φωτογραφίζω τον Una, ο οποίος μου προσφέρει όμορφες εικόνες.
Βρίσκομαι ξανά στη σέλα της μοτοσυκλέτας και μετά από λίγα χιλιόμετρα στρίβω δεξιά στη διασταύρωση κινούμενος όπως και πριν στον 5-Ε761, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση. Βλέπω τις πινακίδες που οδηγούν στο Νacionalni Park Una και στον καταρράκτη Strbacki Buk. Στρίβω δεξιά και μετά από λίγα μέτρα έχει χωματόδρομο. Δεν δίνω σημασία και προχωρώ, μέχρι να φτάσω στην είσοδο του πάρκου. Εκεί είναι ένας νεαρός, ο οποίος μου λέει πως για να δω τον καταρράκτη, πρέπει να οδηγήσω 14 km χωματόδρομου! Και εκτός αυτού, από αυτήν την είσοδο του πάρκου, ο δρόμος είναι σε καλύτερη κατάσταση από τους άλλους των άλλων εισόδων. Μου αναφέρει με σιγουριά, πως ο χωματόδρομος είναι βατός και πως δεν θα συναντήσω ιδιαίτερες δυσκολίες. Tι να κάνω ο έρμος, πληρώνω 6 βοσνιακές μάρκες (ΒΑΜ) και περνώ την είσοδο! Αφού μπήκα στο χορό, θα χορέψω λοιπόν!
Από τα πρώτα μέτρα, καταλαβαίνω ότι ο χωματόδρομος για τη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα κάθε άλλο παρά βατός είναι! Για on-off, θα ήταν βατός και για εντούρο θα ήταν οτοστράντα. Δεν πειράζει όμως, έχω οδηγήσει και σε χειρότερους από αυτόν. Αυτό που με τρομάζει δεν είναι η κατάσταση του δρόμου, αλλά το γεγονός ότι δεν πήρα μαζί μου ούτε ένα εργαλείο. Ούτε καν το κιτ σε περίπτωση που πάθω λάστιχο. Η σκέψη ενός τέτοιου ενδεχόμενου με κάνει να αισθάνομαι ανασφαλής. Το άγχος και η αγωνία μου, κάθε στιγμή χτυπάνε κόκκινο. Μάνα, εσύ που πιστεύεις στον θεό, κάνε καμιά προσευχή στον ύψιστο να πάνε όλα καλά για τον κανακάρη σου, ακούς;
Αμέσως φέρνω στο μυαλό μου, τον Οικονομάκη και την έκφραση του προσώπου με το σαρδόνιο χαμόγελο που θα είχε, όταν μάθαινε πού βρίσκομαι, πού οδηγώ και με τι συνθήκες. Να χαμογελάει σαν τον Δρακουμέλ που προσπαθεί να πιάσει τα στρουμφάκια. Να με κοιτά σαν τον κόμη Δράκουλα, ενώ εγώ θα υποφέρω. Nα με κοιτάει γεμάτος μίσος κρατώντας ένα μαστίγιο και να με χτυπά σαν αξιωματικός των SS, φωνάζοντας “γιαβόλ” και “ράουστ”! Να πετάει φακέλους και να αναποδογυρίζει τραπέζια σαν τον ταξίαρχο Θεοχάρη αποκαλώντας με “σκουλήκι”. Και όλα αυτά για να πάρει την εκδίκησή του, επειδή σε μια βόλτα του γκρίνιαξα μια φορά όλη κι όλη, επειδή του είπα να καθίσουμε είκοσι δευτερόλεπτα παραπάνω στην μοναδική στάση της ημέρας που διήρκησε δυο λεπτά.
Κινούμαι κάτω από πανύψηλα δέντρα και σε πολλά σημεία υπάρχουν διασταυρώσεις, γραμμένες μόνο στα βοσνιακά. Άρα, αν χαθείς τραγούδα! Ο δε χωματόδρομος για TDM είναι κακοτράχαλος και σε κάποια σημεία είναι κακοτράχαλος ακόμα και για on-off. Aν και έχω μια σχετική πείρα στο χώμα, οφείλω να ομολογήσω πως σε ορισμένα σημεία, δυσκολεύομαι να την κουμαντάρω. Και όσο σκέφτομαι ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να πάθω λάστιχο, όχι απλά τρομάζω, αλλά τρομοκρατούμαι. Και ποιος θα με βρει στην ερημιά;
Αμ, το άλλο; Έχω εδώ και αρκετή ώρα, μόνο μια γραμμή βενζίνης και από στιγμή σε στιγμή αναμένεται να χτυπήσει ρεζέρβα! Κι αν δεν πάθω λάστιχο και μείνω από βενζίνη, ποιος θα με βρει σ’ αυτήν την τεράστια έκταση; Κουράγιο δικέ μου, το βράδυ θα πας στο camping να κάνεις ένα ζεστό ντους, να πλακωθείς στο φαΐ και στις μπύρες. Όμως, για να φτάσεις εκεί, πρέπει να το παλέψεις…
Nα πω ότι αισθάνομαι ασφαλής, ψέματα θα πω. Εδώ τρέμω ολόκληρος μόνο και μόνο στη σκέψη. Τα χιλιόμετρα μοιάζουν ατελείωτα τα γ@μημ€να. Είναι 14 και μου φαίνονται 114! Τεσπά, για να μην νομίσεις ότι τα τραγικοποιώ, φτάνω μετά βαΐων και κλάδων στον καταρράκτη. Eκεί υπάρχει καντίνα και κατεβαίνω μια ξύλινη εξέδρα με σκαλιά, για να τον δω.
To θέαμα είναι αυτό που λέμε “μοναδικό”. Aμέσως πιστεύω πως άξιζε τον κόπο κι ας μου βγήκε η ψυχή.
Tο όλο θέαμα με αποζημιώνει, με επιβραβεύει θα έλεγα για τον κόπο που έκανα να φτάσω μέχρι εδώ. Και πιστεύω πως έχω κάθε δικαίωμα να επιβραβεύσω ο ίδιος τον εαυτό μου, με μια φωτογραφία. Αν και αποφεύγω να φωτογραφίζω την αφεντιά μου μπροστά στο μεγαλείο της φύσης, για πολλούς και διάφορους λόγους, νομίζω ότι στον Strbacki Buk, δικαιούμαι μια τέτοια, μόνο και μόνο για την αγωνία που πέρασα. Η πρώτη μου φωτογραφία στην αγαπημένη μου Βοσνία – Ερζεγοβίνη…
Ο καταρράκτης βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και Κροατίας, στον ποταμό Una, το φυσικό σύνορο των χωρών σ’ εκείνο το σημείο, σε υψόμετρο 294 m. Το ύψος του είναι 24 m και τα νερά του είναι ιδιαίτερα ορμητικά, με τον ήχο τους να είναι ιδιαίτερα δυνατός. Είναι εντυπωσιακός και από κοντά μου προκαλεί δέος και θαυμασμό. Και αναμφίβολα, είναι ένα από τα πιο όμορφα φυσικά αξιοθέατα που έχω δει.
Έφτασε όμως η ώρα να αναχωρήσω. Η ψυχική μου διάθεση μετά από αυτό το θέαμα, σαφώς και βελτιώθηκε. Όμως εξακολουθώ να είμαι ακόμα αγχωμένος, μιας και η ένδειξη της ρεζέρβας, αναβοσβήνει. Η αίσθηση του να οδηγώ σ’ ένα απομονωμένο μέρος με τα δέντρα να με σκεπάζουν, είναι μοναδική.
Προσπαθώ να κινούμαι προσεκτικά, βλέποντας τι και πού πατάω, όσο μπορώ φυσικά. Και φυσικά χάνομαι σε μια διασταύρωση (αναμενόμενο) καθώς δεν κατάλαβα τις πινακίδες. Συνειδητοποιώ γρήγορα το λάθος μου και κάνω αναστροφή. Φτάνοντας στη διασταύρωση, κινούμαι με μια ταχύτητα κάτω από 20 km/h και φρενάρω απότομα. Ως γνωστόν, σε αυτές τις ταχύτητες το ABS απενεργοποιείται και αυτό έχει ως συνέπεια να μπλοκάρει ο μπροστινός τροχός από την μεγάλη πίεση που άσκησα στη μανέτα. Εκείνες οι στιγμές, περνούν αυτή τη στιγμή αργά από μπροστά μου, σαν replay σε αγώνα GP με τον αγωνιζόμενο να προσπαθεί να αποφύγει την πτώση. H μοτοσυκλέτα γέρνει προς τα δεξιά και είναι έτοιμη να σωριαστεί στο έδαφος για λίγα μόλις εκατοστά. Αμέσως την ξεκαβαλώ, μη αφήνοντας τα χέρια μου από το τιμόνι και με υπερπροσπάθεια αλά μασίστα, καταφέρνω να τη σηκώσω, αποφεύγοντας την πτώση.
Επιτέλους, έφτασα στην είσοδο, αφού διέσχισα περίπου 28 ψυχοφθόρα χιλιόμετρα χωματόδρομου. Άρα, την επόμενη φορά, για να αποφεύγω τέτοια άγχη, να κουβαλώ μαζί μου τα εργαλεία και τα κιτ. Α, και να έχω μπόλικη βενζίνη!
Μετά κινούμαι πάλι στον χωματόδρομο, που οδηγεί στην κεντρική διασταύρωση με τον δρόμο για Bihac. Σταματώ για μερικά ψώνια σ’ ένα βενζινάδικο και παράλληλα φουλάρω το ρεζερβουάρ. Παρατήρησα ότι η ένδειξη της ρεζέρβας αναβόσβηνε μετά τα 400 km και λογικά θα έχω διασχίσει άλλα 30 περίπου, μέχρι να φτάσω στο πρατήριο, όπου τα μισά ήταν σε χώμα. Τέτοια νούμερα δεν έχω δει ποτέ μου στην Ελλάδα και αναλογίζομαι την κάκιστη ποιότητα βενζίνης που μας βάζουν εκεί. Στα Βαλκάνια, για άλλη μια φορά παρατηρώ, ότι η βενζίνη είναι καλύτερης ποιότητας από την ελληνική…
Mετά από λίγα λεπτά, φτάνω στην πόλη Bihac, όπου περνώ τη γέφυρα του Una.
Αφού περιπλανιέμαι για λίγη ώρα πέριξ της πόλεως για να καταλάβω τι παίζει, παρκάρω τη μοτοσυκλέτα στο parking έξω από την παλιά πόλη και στη συνέχεια περιηγούμαι εντός αυτής.
To Bihac, είναι μια πόλη ερωτεύσιμη και μαζεύει αρκετό κόσμο, έχοντας αρκετά αξιοθέατα και μαγαζιά. Αποτελείται από δυο πλατείες, την παλιά και τη νέα, με εμφανές τόσο το ανατολικό, όσο και το δυτικό στοιχείο. Από τη μια πλευρά ξεχωρίζει το κάστρο Kapetanova Kula και η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, ενώ από την άλλη, ένα μουσουλμανικό τέμενος.
Τα σημάδια του πολέμου, είναι εμφανή στα κατοικήσιμα κτίρια της πόλης. Και αυτό γιατί, κατά τη διάρκεια τόσο του πολέμου της Κροατίας (1991-1995) όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας (1992-1995) υπέστη πολλές καταστροφές. Είναι γνωστή για την περίφημη πολιορκία του Bihac, όπου μάχονταν Βόσνιοι, Κροάτες και Σέρβοι. H πολιορκία της πόλης άρχισε στις 12/06/1992 και έληξε στις 04 και 05/08/1995, με την Επιχείρηση Καταιγίδα, η οποία σήμανε και την αρχή του τέλους του πολέμου της Βοσνίας.
Ο κροατικός στρατός είχε λάβει εκπαίδευση από απόστρατους αξιωματικούς του αμερικανικού στρατού και από την αμερικανική ιδιωτική εταιρία πολέμου MPRI. Eπίσης, κατά παράβαση του εμπάργκο όπλων προς όλους τους εμπλεκόμενους, είχε λάβει αρκετή στρατιωτική βοήθεια από την Δύση, ιδίως σε πολεμικό υλικό, πέραν την πολιτικής βοήθειας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο κροατικός στρατός να βελτιωθεί και να ενισχυθεί σημαντικά, έναντι των άλλων εμπλεκόμενων στρατών. Έτσι λοιπόν, οι Κροάτες συνασπίστηκαν με τους Βόσνιους και έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του ΝΑΤΟ, πολεμούν εναντίων των Σέρβων, οι οποίοι υποχωρούν χάνοντας στρατηγικές θέσεις, με χιλιάδες Σέρβους πρόσφυγες να εγκαταλείπουν τις περιοχές που ζούσαν μέχρι πρότινος. Η Επιχείρηση Καταιγίδα ήταν επιτυχής για τους Κροάτες, τους Βόσνιους και φυσικά για το ΝΑΤΟ.
Αυτά τα ανέφερα, λόγω της περίστασης που βρίσκομαι στο Bihac. Όμως για λόγους αμεροληψίας, πρέπει να τονίσω πως οι Σέρβοι είχαν την υποστήριξη του γιουγκοσλαβικού στρατού, ο οποίος αποτελούταν κυρίως από Σέρβους. Σε άλλες δε περιοχές, εκδιώχθηκαν Κροάτες και Βόσνιοι.
Δεν αρκούμαι στα της πόλης και περπατώ σε μια ξύλινη γέφυρα του ποταμού Una, χαζεύοντας το τοπίο. Σίγουρα το Bihac, αποτελεί μια όμορφη και γραφική πόλη, η οποία μου αφήνει τις καλύτερες δυνατές εντυπώσεις, ακόμα και σ’ αυτή τη λίγη ώρα που τη γνώρισα.
Λίγο πριν νυχτώσει, παίρνω το δρόμο της επιστροφής για το Ripac, όπου η ίδια γέφυρα θα με κατεβάσει για δεύτερη φορά από τη σέλα της μοτοσυκλέτας.
Πίσσα σκοτάδι λοιπόν, κατευθύνομαι στο Lohovo, όπου βρίσκεται το παραδεισένιο camping.
Αφού έκανα ντους, οδηγούμαι στο εστιατόριο της κατασκήνωσης, να γράψω το ημερολόγιο, συντροφιά με τοπική μπύρα. Στη συνέχεια καταβροχθίζω ένα jevap, το οποίο πλέον το έχω λατρέψει.
Το προσωπικό, αν και δεν μιλάει άπταιστα αγγλικά, είναι ευγενέστατο και εξυπηρετικό. Με διάφορες κινήσεις τους, καταλαβαίνω ότι με βλέπουν πρώτα απ’ όλα σαν δικό τους άνθρωπο και μετά σαν τουρίστα-πελάτη. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν υπάρχει το πρόβλημα της γλώσσας από το προσωπικό, η εξυπηρέτηση είναι ελλιπής. Όμως, όταν υπάρχει η διάθεση για συνεννόηση και εξυπηρέτηση, η γλώσσα αποτελεί ένα απειροελάχιστο εμπόδιο.
Η ήσυχη ατμόσφαιρα, το όμορφο και ρομαντικό περιβάλλον και οι φιλόξενοι άνθρωποι του camping, με κάνουν να αισθάνομαι πολύ οικεία. Είναι μια από τις καλύτερες βραδιές μου και δεν την αφήνω να πάει χαμένη. Με το που τελειώνω το φαγητό, παραγγέλνω κι άλλες μπύρες. Θέλω να πιω σήμερα, θέλω να ζαλιστώ… το ζητάει ο οργανισμός μου!
Πλέον έχω μπει σ’ εκείνο το στάδιο του ταξιδιού που έχω την αίσθηση πως η κάθε ημέρα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Και κατά μια διαβολική ή όχι σύμπτωση, πάντα οι πρώτες ημέρες σ’ ένα ταξίδι, είναι οι πιο καθοριστικές ή οι πιο δύσκολες αν θες. Κάθε φορά αυτό μου συμβαίνει…
Όμως, από τότε που πάτησα στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη, το ταξίδι μου πήρε άλλη τροπή. Ίσως επειδή αυτή η χώρα με ενέπνευσε γι’ αυτό το ταξίδι.
Εν πάση περιπτώσει, η μέρα που φεύγει είχε απ’ όλα. Καταπληκτικές διαδρομές, απείρου κάλλους τοπία, αντιθέσεις πολλών πολιτισμικών και θρησκευτικών στοιχείων, περιπέτεια, χαρά, σκέψη, κούραση, ξεκούραση και άλλα πολλά. Είδα επίσης μέρη που δεν είχα ακούσει τίποτα γι’ αυτά και αυτό από μόνο του, μου προσφέρει μια ικανοποίηση. Η ψυχοφθόρα διαδικασία της περιπέτειας και η ομαλή κατάληξή της, πλέον με ανταμείβει με αξιοσέβαστη ποσότητα ζύθου.
Περασμένα μεσάνυχτα, βρίσκομαι ξαπλωμένος μέσα στη σκηνή. Κουρασμένος αλλά και ψιλοζαλισμένος από τις μπύρες, δεν καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, έτσι ώστε να κλείσω τα μάτια μου και να απολαύσω έναν υπέροχο ύπνο. Είναι ίσως η καλύτερη μου βραδιά σε σκηνή…
Laku noc!
Έξοδα – Σημειώσεις:
Βενζίνη: 35,90 €
Διαμονή: Camping Neron (12 €)
Εισιτήρια: Strbacki Buk (3,10 €)
Λοιπά: 12 €
Σύνολο: 63 €
Γενικό Σύνολο: 475,60 €
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Μία μικρή διόρθωση το Cetinje προφέρετε Τσετινιε διότι n+j = νιε δηλαδή nja= νια. Όσο για την Λατινική γραφή δεν αποτελούσε ποτέ γραφή του Μαυροβουνίου ιστορικά, μόνο τα Κυριλλικά ήταν η μία και μόνη ιστορική γραφή. Θεωρήθηκε παράλογο που μετά την ανεξαρτησία δεν κράτησε η χώρα το Κιριλλικό αλφάβητο αλλά το λατινικό ,ένα ζήτημα το οποίο αποτελεί πεδίο διαμάχης μέχρι και σήμερα μεταξύ των Μαυροβουνίων, όπως παράλογο είναι που δεν ξαναέκοψαν το παλιό ιστορικό τους νόμισμα την “Περπέρα”. Κανονικά είναι Црна Гора.
Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σχόλιο. Το εκτιμώ ιδιαίτερα …
Φίλε μας ταξίδεψες πάλι σε όμορφες γωνιές του πλανήτη και του μυαλού
και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό!
Eγώ ευχαριστώ που συνταξιδέψαμε για άλλη μια φορά, φίλε μου Τάσο! Να είσαι καλά!
Ακομα ενα ευχαριστο ταξιδι διαδυκτιακε φιλε Μερκουρη .θα ερθω χανια την παρασκευη για μια βδομαδα εαν μπορεις κερναω καφε να γνωριμια.
Φίλε Κώστα, με πέτυχες σε φάση που τρέχω πανικόβλητος από το πρωί ως το βράδυ. Μένω στο Ηράκλειο και το κόβω εξαιρετικά δύσκολο να πεταχτώ στα Χανιά, ιδίως αυτή την περίοδο. Αν καταφέρω να ξεκλέψω αρκετό χρόνο, θα επιδιώξω να συναντηθούμε. Κι αν συναντηθούμε, ο καφές θα είναι κερασμένος από ‘μενα!
Στείλε μου σε παρακαλώ το τηλέφωνό σου, στο [email protected].
Γιγαντα Μερκουρη, ετσι π τα λες σαν να ηρθα και γω μαζι. Ενα μπραβο σε ολους εδω στο site καθως βαζετε και σε αλλους το μικροβιο του ταξιδιου με το μηχανακι.Ετσι και γω το τολμησα φετος το καλοκαιρι 1η φορα.Σερβια παιδια, οπως ακριβως τα λεει ο Μερκουρης.. Να σαι καλα φιλε.
Xαίρομαι που προσβλήθηκες από αυτό το μικρόβιο, φίλε Σταύρο. Και τώρα που έκανες την αρχή, σου εύχομαι να το ξανατολμήσεις αμέτρητες φορές …