Ημέρα 16η: Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012, Ιstanbul – Πειραιάς (1.152,1 km)
Kωνσταντινούπολη – Πειραιάς, ντουγρού!
Tα σημερινά μου συναισθήματα είναι ανάμικτα. Από τη μια είμαι ευτυχισμένος που δυστυχώς θα επιστρέψω στην πατρίδα μου κι από την άλλη είμαι δυστυχισμένος… που δυστυχώς θα επιστρέψω στην πατρίδα μου! Αλλά για όλα τα ωραία κάποια στιγμή, υπάρχει κι ένα τέλος. Τέλος; Μα ακόμα δεν ξεκίνησα και σήμερα με περιμένουν πάνω από 1.100 km μέχρι τον Πειραιά, να προλάβω το καράβι για Κρήτη!
Είχα ετοιμάσει τα πράγματά μου από το προηγούμενο βράδυ, έτσι ώστε όταν σηκωθώ το πρωί, απλά να τα τοποθετήσω στη μοτοσυκλέτα. Στις έξι νταν το πρωί είμαι στο πάρκινγκ, στο οποίο δεν υπάρχει φύλακας. Τον παίρνω τηλέφωνο κι επειδή δεν ξέρει άλλη γλώσσα εκτός της μητρική του, μου μιλάει αρκετή ώρα στα τουρκικά. Μα βρε χριστιανέ μου (διορθώνω, μωαμεθανέ μου) αφού δεν καταλαβαίνω τον Αλλάχ απ’ όσα λες, τι συνεχίζεις και μου μιλάς; Τα παιδιά στη ρεσεψιόν, του μιλάνε στο τηλέφωνο και μετά από αρκετή ώρα έρχεται ένας άλλος φύλακας και επιτέλους παίρνω τη μοτοσυκλέτα. Μέχρι να πιω τον καφέ, να αποχαιρετήσω όλα τα παιδιά στο ξενοδοχείο για τη φιλοξενία τους, έχει πάει εφτά.
Ξεκινώ και μετά από το καθιερωμένο σε κάθε μεγαλούπολη παιχνίδι “γύρω γύρω όλοι, στη μέση ο Μερκούρης” καταφέρνω να βρω την έξοδο του αυτοκινητόδρομου 0-3 Ε80. Mετά από περίπου 26 km σε αυτόν, παίρνω τον 100 στο κόμβο του Silivri, τον οποίο θα ακολουθήσω μέχρι να φτάσω στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στους Κήπους.
Ο δρόμος είναι μια απέραντη ευθεία όπου διασχίζω παραλιακά πόλεις και χωριά και πολλά τουριστικά θέρετρα. Στην Tekirdag σταματώ για ανεφοδιασμό πληρώνοντας την πανάκριβη βενζίνη, η οποία είναι πιο ακριβή απ’ ότι στην Ελλάδα. Πίνοντας τον καφέ μου, θα γνωρίσω τον Τούρκο μοτοσυκλετιστή Mat, κάτοχο Honda CBF 1000 με τον οποίο συζητάμε -για τι άλλο;- μοτοσυκλέτες. Εκθειάζουμε την αξιοπιστία των ιαπωνικών μοτοσυκλετών και την ίδια στιγμή, ένα λεωφορείο αποβιβάζει Ιάπωνες τουρίστες οι οποίοι στέκονται αρκετή ώρα πάνω από μια Yamaha και μια Honda, με τις φωτογραφικές τους μηχανές να έχουν πάρει φωτιά! Είναι ίδιας καταγωγής ιαπωνικές γαρ, αλλά διαφορετικής εθνικότητας (ελληνικής και τουρκικής) παρκαρισμένες δίπλα δίπλα και με τους αναβάτες τους να έχουν μια εγκάρδια συζήτηση. Έλληνας και Τούρκος ή Τούρκος και Έλληνας, με κοινό πάθος, τους δυο τροχούς. Για λίγα χιλιόμετρα οδηγούμε παρέα μαζί με τον Mat, ο οποίος θα στρίψει κάπου στα Malkara συνεχίζοντας το ταξίδι του. Να ‘σαι καλά αδερφέ, ειλικρινά χάρηκα που σε γνώρισα! Καλούς δρόμους να ‘χεις…
Οι πινακίδες με τη λέξη Yunanistan, δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν, όσο πλησιάζω στα Ipsala, στα σύνορα με την Ελλάδα.
Στον συνοριακό σταθμό από την πλευρά της Τουρκίας, πρέπει πάλι να περάσω από 3-4 ελέγχους και φυσικά πληρώνω το πρόστιμο που μου είχε επιβληθεί προχθές. Πλέον οδηγώ με κατεύθυνση την Ελλάδα και βρίσκομαι στη γέφυρα του ποταμού Έβρου, το φυσικό σύνορο των δυο χωρών.
Εκεί υπάρχουν δυο Τούρκοι φαντάροι και λίγα μέτρα παραπέρα δυο Έλληνες. Χαιρετώ τους Τούρκους ανταλλάσσοντας λίγες κουβέντες μαζί τους. Λίγα μέτρα παραπέρα οι Έλληνες, στους οποίους αναφωνώ “ε, ρε πατρίδα!” και οι οποίοι ανταποκρίνονται στον χαιρετισμό μου, συνομιλώντας μαζί μου για όση ώρα ανάβω ένα τσιγάρο.
– Πως είναι τα πράγματα εδώ παιδιά, πως τα πάτε με τους απέναντι;
– Mια χαρά, κανένα απολύτως πρόβλημα. Δόξα τω Θεώ, τα παιδιά είναι συνεννοήσιμα και τα βρίσκουμε μεταξύ μας.
Παρήγορο και ευχάριστο αυτό που μου είπαν τα παιδιά. Χαιρετώ τους Έλληνες αλλά και τους Τούρκους παραπέρα, οι οποίοι μ’ ένα νεύμα, ανταποδίδουν τον χαιρετισμό μου. “Εχθροί” από τα βάθη των αιώνων αυτοί οι δυο λαοί, με πολιτικές και στρατιωτικές διαφορές, οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με αυτά που σκέφτονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Όπως λέει και το τραγούδι,
“εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως οι καρδιές μας, αχ και βαχ”.
Welcome to Greece, λοιπόν. Ε, όποιον έβρισκα μπροστά μου “που είσαι ρε πατρίδα” του έλεγα, όπως και στους υπαλλήλους του ελληνικού συνοριακού σταθμού. Επιτέλους πάτησα Ελλάδα, μετά από τόσες μέρες σε δέκα ξένες χώρες και τα συναισθ… εεε, μα αφήνω στην άκρη τα συναισθήματα γιατί με περιμένει πολύς δρόμος. Έχω κι ένα καράβι να προλάβω ο έρμος!
Ακριβώς έξω από τον συνοριακό σταθμό, βρίσκεται η Εγνατία οδός η οποία σήμερα θα με φιλοξενήσει για μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Το τμήμα που βρίσκεται από την Κομοτηνή μέχρι την Ξάνθη και λίγο προς Καβάλα, είναι το πιο ενδιαφέρον της Εγνατίας καθότι στριφτερό. Μπορείς κάλλιστα να μπαίνεις με τα όσα, να ξύνεις μαρσπιέ, βαλίτσες, χούφτες, κράνη –το γ@μη$α τώρα– ενώ το υπόλοιπο κομμάτι της είναι μια ευθεία που δεν έχει τελειωμό. Έχω αποφασίσει να κινούμαι με σταθερή ταχύτητα, όχι αργά αλλά διακριτικά γρήγορα, με περίπου 140 km/h. Θέλω να διατηρηθώ ξεκούραστος και παράλληλα να κάνω με την ησυχία μου στάσεις για ανεφοδιασμούς, φαγητό και καφέ. Κι όσον αφορά τις στάσεις θα είναι μόνο τέτοιου τύπου. Τόσα χιλιόμετρα να καλύψω σε μια ημέρα, είναι κάτι το οποίο μου παρουσιάζεται πρώτη φορά και δεν θέλω να βρεθώ προ εκπλήξεων. Έχω και καράβι, μην ξεχνιόμαστε…
Σ’ έναν κόμβο της Καβάλας, βγαίνω εκτός Εγνατίας να βρω βενζινάδικο, διότι ως γνωστό δεν υπάρχει σε κανένα σημείο επί της οδού. Φουλάρω ρεζερβουάρ και σταματώ για “βρώμικο” σε παρακείμενο φαστφουντάδικο.
Σύντομα βρίσκομαι πάλι στον δρόμο και μετά την Θεσσαλονίκη αρχίζουν τα γ@μημέν@ τα διόδια. Μα, καλά αντί να μας πληρώνουν για το θάρρος και την τόλμη μας να οδηγούμε σε τέτοιους δρόμους, έχουν το θράσος να σταματάμε κάθε τρεις και λίγο να πληρώνουμε γι’ αυτούς. Και με τόσα λεφτά, δεν έχουν φτιάξει έναν δρόμο της προκοπής. Μα πού πάνε τα λεφτά ρε πού$τη μου, πού; Μάλλον σε καμιά πολυτελή βίλα πολιτικού; Λάθος! Και το λάθος μου, είναι ότι χρησιμοποίησα τον ενικό…
Στην Εγνατία είδα ένα τουμπαρισμένο φορτηγό και κάπου στον Κορινό της Κατερίνης, κάνω άλλη μια στάση για ανεφοδιασμό, καφέ και παγωτό. Πλέον είναι νωρίς το απόγευμα κι έχω ακόμη δρόμο. Μοναδικό ενδιαφέρον της διαδρομής το κάστρο του Πλαταμώνα αλλά και η κοιλάδα των Τεμπών. Θα ήταν ενδιαφέρον ως στάση, αλλά μου φαίνεται πως με πιέζει ο χρόνος. Άσε που έχω κάθε τρεις και λίγο τα διόδια με την ουρά, τα ψιλά και τις αποδείξεις.
Σε κάποια διόδια πριν την Λαμία ένας τύπος με Suzuki DL V-Strom 650 χωρίς πινακίδα μου την κάνει μπαμπέσικα. Είναι ακριβώς πίσω μου στην ουρά, περιμένει να πληρώσω και όταν ανοίγει η μπάρα, παίρνει φόρα περνώντας και αυτός, φυσικά χωρίς να πληρώσει. Τα ψιλοπαίρνω στο κρανίο και του το δείχνω λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ρίχνοντάς του στ’ αυτιά! Θα μου πεις με τέτοιο καρβουνομπίελο που έχω, μόνο βεστρόμ είμαι ικανός να κοντράρω! Ο τύπος μάλλον το ‘πιασε, καθώς στον αμέσως επόμενο σταθμό, πήγε στο δίπλα γκισέ, πίσω από αυτοκίνητα, ακολουθώντας την ίδια τακτική. Τακτική που ακολουθούσε για πολλά διόδια με τους υπαλλήλους να τον κακοχαρακτηρίζουν. Μάλιστα σε κάποια φάση παραλίγο να τον χτυπήσει η μπάρα! Μήπως πρέπει να μάθετε πρώτα συμπλέκτη, κυρ – Κουλιάδη μας;
Μπορεί το παραπάνω περιστατικό, σε κάποιους να φαίνεται συνηθισμένο φαινόμενο, αλλά για ‘μένα αποτελεί απορία ενός επαρχιώτη. Νταξ’ δε λέω, κρίση έχουμε ρε φιλαράκι και τα λεφτά που πληρώνουμε στα διόδια δε πάνε εκεί που θα έπρεπε να πάνε. Δεν θα αναρωτηθώ αν εγώ είμαι μ@λ@κας που πληρώνω, γιατί είναι στη λογική του εγώ είμαι μ@λ@κας που φοράω κράνος. Γιατί το να πληρώσω διόδια ή να φορέσω το κράνος, το κάνω συνειδητά, όπως και πολλοί άλλοι. Αλλά μην παίζεις με τη ζωή σου και τις ζωές των άλλων, προσπερνώντας στις μπάρες και τρομάζοντας τους άλλους οδηγούς. Έχουν άδικο μετά, κάποιοι, να μας χαρακτηρίζουν “αλήτες μηχανόβιους”;
Σταματώ εδώ το θέμα μιας και το Balkan Express φτάνει στο τέλος του και το τελευταίο πράγμα που θέλω, είναι να γκρινιάξω. Λέω κι εξαπολύω μύδρους για τον τύπο παραπάνω, αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω! Μετά από έναν ανεφοδιασμό στον Άγιο Κωνσταντίνο, βλέπω ότι πρέπει να βιαστώ για να προλάβω το καράβι – άσε που δεν έχω κόψει εισιτήριο και λόγω φουλ σίζον, δεν ξέρω αν θα βρω. Ε, η αλήθεια είναι ότι το ψιλογ@μησ@ λίγο καθώς φλέρταρα κοντά στη δεύτερη εκατοντάδα χιλιομέτρων (άλλος μ@λ@κας) μέχρι να μπω στο λιμάνι του Πειραιά. Ταχύτατα μεν, όχι όμως ριψοκίνδυνα δε. Δρόμος που έχει συνέχεια ραντάρ και ομολογουμένως το ρίσκαρα. Ακόμα μέχρι τώρα που γράφω μετά το ταξίδι δεν μου έχει έρθει καμιά κλήση στο σπίτι… μην το γρουσουζέψω κιόλας.
Η ώρα είναι οχτώ και το καράβι φεύγει στις δέκα. Πλέον βρίσκομαι στο λιμάνι του Πειραιά και βρίσκω εισιτήρια – με καμπίνα εννοείται! Ντους, φαγητό, παγωμένη μπύρα, σημειώσεις τελευταίας ημέρας. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο απ’ το καράβι, καθώς οι εικόνες που είχα μαζέψει στο μυαλό μου απ’ όλο αυτό το ταξίδι, περνούσαν σαν κινηματογραφικό φιλμ από μπροστά μου. Νομίζω πρέπει να με πήρε κι ύπνος σε κάποια φάση…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Είναι προσωπική μου άποψη και μόνο ότι τα Βαλκάνια είναι η ομορφότερη γειτονιά της γηραιάς ηπείρου μετά τη Σκανδιναβία. Τόσα πολλά και διάφορα πράγματα να δει και να ζήσει κανείς σε μια περιοχή που δυστυχώς έχει βιώσει κάθε λογής ταλαιπωρία.
Επίσης υποκειμενικά πιστεύω και προτιμώ τέτοιου είδους ταξίδια να γίνονται όχι με 1-2 φίλους αλλά με 1-2 κολλητούς φίλους. Για μένα αλλιώς είναι να βιώνεις την ομορφιά ενός μέρους μόνος κι αλλιώς είναι να τη μοιράζεσαι μαζί με καλή παρέα. Και το σημαντικότερο, υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να εκθειάζεις, να σχολιάζεις και να πειράζεις – σε κόσμια και ευγενικά πλαίσια – τις σλαβικής καταγωγής αιθέριες υπάρξεις με τους κολλητούς σου; Όπως λέει και η διαφήμιση “αξία ανεκτίμητη”.
Υπάρχουν ταξιδιωτικά που απλώς τα διαβάζεις βλέποντας φωτογραφίες και μαζεύοντας πληροφορίες χρήσιμες και μη. Υπάρχουν και ταξιδιωτικά που σου μεταδίδουν συναισθήματα και σε κάνουν να γίνεσαι κι εσύ συνταξιδιώτης του συγγραφέα που σου μεταδίδει το χαμόγελο του. Μη με ρωτήσεις σε ποια κατηγορία ανήκει το δικό σου.
Απλά σε ευχαριστούμε..
Εγώ σ’ ευχαριστώ Γιώργο που συνταξιδέψαμε έστω και μέσω αυτών των γραμμών. Συμμερίζομαι τις απόψεις σου περί ομορφιάς και περί ταξιδιού και θα μου επιτρέψεις να προσθέσω κάποια πράγματα για τα Βαλκάνια.
Η πανθομολογούμενη φυσική ομορφιά των Βαλκανίων, αλλά και η εκθαμβωτική παρουσία του ωραίου φύλου είναι από τα χαρακτηριστικά τους.
Όμως, θεωρώ πως κάθε επίσκεψη στην πολύπαθη βαλκανική γειτονιάς μας είναι διδακτική και έχει να παραδώσει πολλά μαθήματα ζωής στον ανήσυχο ταξιδιώτη. Και το τονίζω, στον ανήσυχο ταξιδιώτη και όχι στον πουλ μουρ που ταξιδεύει, απλά για να πει “ναι, πήγα κι εγώ εκεί”.
Λατρεύω παθολογικά τα Βαλκάνια, γιατί εκεί κατάλαβα πως το σημαντικότερο για τους ανθρώπους, είναι να χτίζουν γέφυρες και να γκρεμίζουν τα τείχη. Και το ταξίδι με μοτοσυκλέτα είναι μια ωραία αφορμή γι’ αυτό. Από εκεί και πέρα, είναι στο μυαλό και την αντίληψη του κάθε ταξιδιώτη, να χτίσει αυτές τις γέφυρες και να γκρεμίσει αυτά τα τείχη.
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, να είσαι καλά.