Ημέρα 4η: Σάββατο 4 Αυγούστου 2012, Dubrovnik (45 km)
To μαργαριτάρι της Αδριατικής
Ξύπνησα νωρίς το πρωί, πάλι μες την τρελή χαρά καθώς σήμερα θα εξερευνούσα το Ντούμπροβνικ (έτσι προφέρεται, με τον τόνο στο “υ” και όχι στο “ο” ) και τα τείχη της παλαιάς πόλης του. Αφού ήπια ένα νες – ροζούμι καφέ, σε παρακείμενη καφετέρια της Lapad, έκανα συνάλλαγμα σε κούνες και περίμενα για λίγα λεπτά της ώρας, το αστικό λεωφορείο. Η μοτοσυκλέτα παρέμεινε στην αυλή του σπιτιού που μένω καθώς ήθελα να έχω το κεφάλι μου ήσυχο και να είμαι πιο ελαφρύς. Βλέπεις, αν έχεις μαζί σου extra large τσαντάκι μέσης, κουβαλάς και την τσάντα της Nikon με τους δυο φακούς, φαντάζεσαι πώς θα ήταν να κρατάς και το κράνος σου; Σαν να επέστρεφες από το σούπερ μάρκετ, φορτωμένος με τα ψώνια της ‘βδομάδας. Κι επειδή, όσο χιλιομετροφάγος είμαι σε δυο ρόδες, άλλο τόσο είμαι και με τα δυο πόδια, φρόντισα για την περίσταση να έχω μαζί μου, τα απολύτως απαραίτητα. Εξάλλου, σήμερα θα γράψω πολλά χιλιόμετρα με τα πόδια, υπό τις ακτίνες του καυτού ηλίου …
Το Dubrovnik ιδρύθηκε το 614 σε μια βραχονησίδα με το όνομα Laus, μερικές εκατοντάδες μέτρα από την ακτή, από Έλληνες φυγάδες της Ρωμαϊκής Επιδαύρου, τους οποίους καταδίωκαν Σλάβοι και Άβαροι. Τον 7ο αιώνα περνά στη βυζαντινή κατοχή και από τον 9ο στην ενετική, μέχρι και το 1205. Τον 12ο αιώνα, ο θαλάσσιος πορθμός που χώριζε τη νησίδα από την ακτή επιχωματώθηκε και τον επόμενο αιώνα κατασκευάστηκε η οχυρωματική του ζώνη, καθιστώντας την πόλη σε σπουδαία ναυτική δύναμη της Μεσογείου γνωρίζοντας παράλληλα μεγάλη οικονομική ευημερία. Το 1358 βρίσκεται υπό ουγγρική προστασία και το 1526 υπό τουρκική. Το 1667 πλήττεται από έναν καταστροφικό σεισμό, όπου στοίχισε τη ζωή σε περίπου 5.000 ανθρώπους. Τα κυριότερα μνημεία της, διασώθηκαν και κάποια άλλα αποκαταστάθηκαν μετά τον σεισμό. Ο Ναπολέων το 1808, την προσαρτά στις ιλλυρικές κτήσεις και το 1814 ενσωματώνεται στην Αυστρία. Από το 1919 όπου και θα πάρει τη σημερινή του ονομασία από τη σλαβική λέξη dubrava που σημαίνει αρία (είδος δρυός που ευδοκιμεί στην περιοχή) θα προσαρτηθεί στην Γιουγκοσλαβία μέχρι και το 1990 όπου και θα γνωρίσει τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, όπου και κατέρρευσε η Γιουγκοσλαβική συνομοσπονδία, το Dubrovnik πολιορκήθηκε και οι ζημιές που υπέστη ήταν τεράστιες. Πλέον έχει κάποια μικρά σημάδια του πολέμου, αλλά με τη συνδρομή της UNESCO επανέκτησε τη διαχρονική λαμπρότητά του. Αποτελεί Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Kληρονομιάς της UNESCO, από το 1979.
Aποβιβάζομαι από το λεωφορείο και λίγα μέτρα πιο πέρα, βρίσκεται η κεντρική πύλη Pile, από τη δυτική πλευρά της παλαιάς πόλης. Κατεβαίνοντας λίγα σκαλιά μετά την είσοδό μου, βρίσκομαι να περπατώ το μήκους 300 μέτρων, κεντρικό πεζόδρομο Stradum ή Placa. Ήταν ο θαλάσσιος πορθμός που χώρισε τη νησίδα από την ακτή, όπου και επιχωματώθηκε τον 12ο αιώνα, όπως προαναφέρθηκε.
Aμέσως δεξιά, βρίσκεται η μεγάλη πηγή του Onofrio, η οποία αποτελεί, το τελευταίο τμήμα ενός υδραγωγείου μήκους 12 km που χτίστηκε το 1438 από τον αρχιτέκτονα του Ναπολέοντα, Onofrio della Cava. Η πηγή και το υδραγωγείο, ήταν μοναδικά για εκείνη την εποχή. Η πηγή χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα και το νερό της είναι κρύο και πόσιμο, το οποίο δροσίζει ανά πάσα στιγμή τους περιπατητές. Ο μύθος αναφέρει πως, όποιος πιει νερό από την πηγή, είναι υποχρεωμένος να ξανάρθει στην πόλη. Βρε, λες;
Στο τέλος του πεζόδρομου υπάρχει ο πύργος – καμπαναριό του 1444, όπου τα 31 μέτρα ύψους, τον καθιστούν το επιβλητικότερο κτίριο της κεντρικής οδού.
Δεξιά του πύργου, υπάρχει το άγαλμα του ιππότη Orlando Furiozo, σύμβολο της ελεύθερης πόλης – κράτους.
Πίσω από αυτό, βρίσκεται η εκκλησία του Saint Blaize (Aγίου Βλάσιου) προστάτη της πόλης. Χτίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, όπου σύμφωνα με το μύθο, ο Άγιος εμφανίστηκε στον ύπνο ενός μοναχού και του είπε πως οι Βενετοί ετοιμάζουν επίθεση. Έτσι λοιπόν, η πόλη πρόλαβε να οργανωθεί και να αποτρέψει την επίθεση, καθιστώντας τον έτσι, προστάτη της.
Αριστερά του πύργου, βρίσκεται το Sponza Palace, τελωνείο στην αρχή και παλάτι μετέπειτα, το μοναδικό κτίριο που επιβίωσε από τον καταστροφικό σεισμό του 1667.
Λίγο πιο νότια βρίσκεται ο καθεδρικός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Velika Gospa) ο οποίος χτίστηκε μετά τον σεισμό του 1667, χτισμένος σε επιβλητικό μπαρόκ ρυθμό, αρχικά ως βυζαντινός ναός και αργότερα ως καθεδρικός.
Συνεχίσω το περπάτημά και βγαίνω στο λιμάνι αλλά και στην ανατολική πύλη Ploee. Αν και σχετικά νωρίς το πρωί, η πόλη σφύζει από ζωή και τα μαγαζιά προετοιμάζονται γεμίζοντας την κάβα και την κουζίνα τους.
Πάνω κάτω, όλη την ώρα, παρατηρώντας και θαυμάζοντας κάθε λογής αξιοθέατα – το τονίζω το “λογής”. Mη βιάζεσαι όμως, καθώς για τις γυναίκες θα μιλήσω το βράδυ. Τώρα έχουμε να πούμε για ιστορία, γι’ αρχιτεκτονική, για τείχη, για εκκλησίες και άλλα πολλά τέτοια ξενέρωτα. Μα καλά, δε μπορείς να είσαι λίγο εγκρατής βρε αδερφέ; Κι εσύ κυρία μου, γιατί τέτοιο ύφος; Ζηλεύουμε, ζηλεύουμε;
Η περιήγησή μου πλέον συνεχίζεται στα τείχη της πόλης, τα οποία μοιάζουν σαν φίδι που την περικυκλώνει και αποτελούν το σύμβολο της πόλης. Τον 10o αιώνα ξεκίνησε να χτίζεται ένα βυζαντινό κάστρο και τον 13ο αιώνα με πολλές προσθέσεις και παρεμβάσεις πήραν τη σημερινή τους μορφή, καθιστώντας τα, ως το πιο αξιόλογο οχυρωματικό έργο του μεσαίωνα. Το μήκος τους φτάνει τα 1.940 μέτρα και το ύψος τους σε κάποια σημεία, φτάνει τα 25 μέτρα.
Σύντομα βρίσκομαι στα τείχη και αφού προηγουμένως έχω πληρώσει είσοδο (70 κούνες, ~9,3 ευρώ) απολαμβάνω τη θέα της μεσαιωνικής πόλης, πανοραμικά. Κι επειδή έχω σκοπό να τα περπατήσω μέχρι τέλους, θα τη θαυμάσω και περιμετρικά. Με τη φωτογραφική μηχανή ανά χείρας να βαράει υπερωρίες, προσπαθώ να τη γεμίσω με εικόνες, τόσο της παλαιάς πόλης, όσο και της Αδριατικής. Ξεχωρίζουν το νησάκι Lokrum, φυσικός δρυμός στον οποίο προστατεύονται είδη φυτών, αλλά και το φρούριο Lovrijenac, το οποίο βρίσκεται έξω από τα δυτικά τείχη και καλείται το Γιβραλτάρ του Ντούμπροβνικ.
Η περιήγησή μου στα τείχη κράτησε αρκετή ώρα και με βαριά καρδιά πλέον, απομακρύνομαι από αυτά, περπατώντας σε διάφορα σημεία της παλαιάς πόλης. Μέχρι τότε είχα αγοράσει δυο μπουκάλια νερό, τα αποίο κόστιζαν 14 κούνες (~1,9 ευρώ) έκαστο. Κι επειδή με τη ζέστη καταπίνω το νερό σαν διψασμένος οδοιπόρος στην έρημο, αν συνεχίσω με αυτούς τους ρυθμούς, θα χαλάσω μια περιουσία στα νερά, μεγαλύτερη κι απ’ αυτήν που θα χαλάσω αν πάω ένα βράδυ στου Καρρά! Οπότε λοιπόν, από ‘δω και στο εξής θα γεμίζω από την πηγή του Onofrio, όπως κάνει και ο πολύς κόσμος. Δωρεάν πεντακάθαρο και κρύο νερό σε απεριόριστη ποσότητα, όπου από ένα σημείο και μετά, έχασα το μέτρημα του πόσες φορές γέμισα και ξαναγέμισα το μπουκάλι μου. Τότε βέβαια, δεν γνώριζα τον μύθο που λέει πως όποιος πιει νερό από την πηγή, είναι υποχρεωμένος να ξανάρθει στην πόλη. Εγώ όμως που έχω χάσει τον λογαριασμό, πόσες φορές πρέπει να ξαναγυρίσω; Ας ελπίσω αρκετές…
Πλέον χάνομαι ανάμεσα στον πολύ κόσμο με τον παλμό της πόλης να χτυπά δυνατά και αναζητώ για λίγη ώρα την ηρεμία, περπατώντας στα στενά της σοκάκια αλλά και στο γραφικό λιμάνι. Τσιμπώ κάτι στο χέρι, ξαναβολτάρω και επειδή δεν έχω δει κάποια παραλία να μου κάνει κλικ, τις πρώτες μεσημεριανές ώρες επιβιβάζομαι στο λεωφορείο το οποίο με οδηγεί πίσω στη Lapad για λίγη ξεκούραση.
Νωρίς το απόγευμα παίρνω τη μοτοσυκλέτα, για μια σύντομη και χαλαρή βόλτα στα περίχωρα του Dubrovnik. Ξεκίνησα από τη δυτική και ανατολική πλευρά της παλαιάς πόλης και στη συνέχεια ξαναμπήκα στη Lapad, όπου οδηγώ κάτω από την εντυπωσιακή γέφυρα του Dubrovnik. Περνώ μέσα από παραλιακά χωριά και φτάνω μέχρι την απέναντι πλευρά της γέφυρας στο χωριό Conoba, λίγο πριν την κεντρική διασταύρωση για Split. Όσο διάστημα βρίσκομαι κάτω από τη γέφυρα, φαντάζομαι την αυριανή μέρα όπου και θα τη διασχίσω αποχαιρετώντας το Dubrovnik. Η όλη διαδρομή είναι υπέροχη και οι στάσεις για φωτογράφιση, αρκετές.
Μετά το πέρας της απογευματινής βόλτας, επιστρέφω στη βάση μου, τακτοποιώ τα πράγματά μου για την αυριανή μέρα και λίγο πριν νυχτώσει ξαναπαίρνω το λεωφορείο για μια νυχτερινή περιήγηση στην παλαιά πόλη. Στην κεντρική πύλη υπάρχουν δυο φρουροί – ιππότες με στολές εποχής και στην είσοδο του κεντρικού πεζόδρομου, προβάλλονται ταινίες και ντοκυμαντέρ. Λίγη ώρα πιο μετά, το μάτι μου αντιλαμβάνεται ένα άγημα μπάντας εποχής, δείγμα του ότι υπάρχουν εορταστικές εκδηλώσεις.
Η παλαιά πόλη έχει έντονη ζωή και το βράδυ. Πολλές γυναίκες και όλες τους πολύ όμορφες. Τόσο όμορφες που από κάποιο σημείο και μετά δυσκολευόμουνα να βρω έστω και μια άσχημη. Γενικώς οι Σλάβες είναι από τις πιο εντυπωσιακές και πιο όμορφες γυναίκες που έχω δει. Έχουν ωραία χαρακτηριστικά στα δυο πράγματα που προσέχει ένας άντρας σε μια γυναίκα – μην κάνεις πως δεν ξέρεις, γιατί θα φανώ χυδαίος! Αυτό όμως που τις ξεχωρίζει, είναι ότι έχουν ωραία και καλλίγραμμα πόδια -να κάτι ποδάρες, δυο μέτρα σου λέω! Ε, μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θέλει και πολύ, προκειμένου να με κυριεύσουν πρόστυχες σκέψεις! Αν εξαιρέσεις τη βαριά σλαβική προφορά που έχουν, τότε θα τις χαρακτήριζες άνετα, ως τις τέλειες γυναίκες. Οπότε λοιπόν, δεν χρειάζεται να κάνω και δήλωση ότι είμαι φουλ ερωτευμένος με τις Σλάβες, ε;
Τυχαία περπατώντας σ’ ένα σοκάκι, βλέπω το όνομα μιας πιτσαρίας που έχω σημειωμένη στο ημερολόγιό μου και δεν το σκέφτομαι καθόλου για το πού πρέπει να δειπνήσω. Ο γευσιγνώστης Οικονομάκης, ξαναχτυπά για δεύτερη βραδιά, με τις γαστριμαργικές προτάσεις του (α, ρε Στέλιο, δυο στα τρία μέχρι τώρα). Τεράστια και πεντανόστιμη πίτσα, πάντα με συνοδεία τοπικής μπύρας. Ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα κι εγώ, άφησα ένα κομμάτι στο τέλος. Μαμά, μη μου γκρινιάζεις που άφησα μια μπουκιά κι εγώ σου υπόσχομαι ότι από ‘δω και πέρα θα τρώω όλο το φαγητό μου…
Μετά το τέλος του φαγητού, περπάτησα ξανά στον κεντρικό πεζόδρομο για τις τελευταίες νυχτερινές λήψεις με τη φωτογραφική.
Κι ένα παγωτάκι είναι ό,τι πρέπει, διότι μετά το αλμυρό, σειρά έχει το γλυκό. Σ’ ένα μουσικό καφέ, μια κροατική μπάντα δίνει τα ρέστα της με βαλκάνιους ήχους. Το κοινό όπως κι εγώ, την καταβρίσκει με αυτούς τους απίστευτους τύπους οι οποίοι τα δίνουν όλα επί σκηνής. Σε κάποια ανύποπτη στιγμή, ακούω κι ένα “όπα” με ξένη προφορά, γιατί αν ήταν με ελληνική θα το ξεχώριζα. Προφανώς αυτός που το φώναξε, θα ήξερε κάτι από Ελλάδα…
Τις πρώτες πρωινές ώρες, παίρνω το λεωφορείο της επιστροφής και την κάνω για νάνι στο δωμάτιο. Αύριο θα είμαι ξανά στους δρόμους, καθώς επίκειται, Δαλματικών ακτών συνέχεια…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Είναι προσωπική μου άποψη και μόνο ότι τα Βαλκάνια είναι η ομορφότερη γειτονιά της γηραιάς ηπείρου μετά τη Σκανδιναβία. Τόσα πολλά και διάφορα πράγματα να δει και να ζήσει κανείς σε μια περιοχή που δυστυχώς έχει βιώσει κάθε λογής ταλαιπωρία.
Επίσης υποκειμενικά πιστεύω και προτιμώ τέτοιου είδους ταξίδια να γίνονται όχι με 1-2 φίλους αλλά με 1-2 κολλητούς φίλους. Για μένα αλλιώς είναι να βιώνεις την ομορφιά ενός μέρους μόνος κι αλλιώς είναι να τη μοιράζεσαι μαζί με καλή παρέα. Και το σημαντικότερο, υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να εκθειάζεις, να σχολιάζεις και να πειράζεις – σε κόσμια και ευγενικά πλαίσια – τις σλαβικής καταγωγής αιθέριες υπάρξεις με τους κολλητούς σου; Όπως λέει και η διαφήμιση “αξία ανεκτίμητη”.
Υπάρχουν ταξιδιωτικά που απλώς τα διαβάζεις βλέποντας φωτογραφίες και μαζεύοντας πληροφορίες χρήσιμες και μη. Υπάρχουν και ταξιδιωτικά που σου μεταδίδουν συναισθήματα και σε κάνουν να γίνεσαι κι εσύ συνταξιδιώτης του συγγραφέα που σου μεταδίδει το χαμόγελο του. Μη με ρωτήσεις σε ποια κατηγορία ανήκει το δικό σου.
Απλά σε ευχαριστούμε..
Εγώ σ’ ευχαριστώ Γιώργο που συνταξιδέψαμε έστω και μέσω αυτών των γραμμών. Συμμερίζομαι τις απόψεις σου περί ομορφιάς και περί ταξιδιού και θα μου επιτρέψεις να προσθέσω κάποια πράγματα για τα Βαλκάνια.
Η πανθομολογούμενη φυσική ομορφιά των Βαλκανίων, αλλά και η εκθαμβωτική παρουσία του ωραίου φύλου είναι από τα χαρακτηριστικά τους.
Όμως, θεωρώ πως κάθε επίσκεψη στην πολύπαθη βαλκανική γειτονιάς μας είναι διδακτική και έχει να παραδώσει πολλά μαθήματα ζωής στον ανήσυχο ταξιδιώτη. Και το τονίζω, στον ανήσυχο ταξιδιώτη και όχι στον πουλ μουρ που ταξιδεύει, απλά για να πει “ναι, πήγα κι εγώ εκεί”.
Λατρεύω παθολογικά τα Βαλκάνια, γιατί εκεί κατάλαβα πως το σημαντικότερο για τους ανθρώπους, είναι να χτίζουν γέφυρες και να γκρεμίζουν τα τείχη. Και το ταξίδι με μοτοσυκλέτα είναι μια ωραία αφορμή γι’ αυτό. Από εκεί και πέρα, είναι στο μυαλό και την αντίληψη του κάθε ταξιδιώτη, να χτίσει αυτές τις γέφυρες και να γκρεμίσει αυτά τα τείχη.
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, να είσαι καλά.