Ημέρα 7η: Τρίτη 7 Αυγούστου 2012, Ljubljana – Βudapest (544 km)
Λίμνη Balaton ετοιμάσου, ο Μέρκο Πόλο σου ‘ρχεται
Η σημερινή ημέρα προμηνύεται χαλαρή, καθώς θα διασχίσω περίπου 500 km αυτοκινητόδρομου, προκειμένου να φτάσω στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, Βουδαπέστη. Σιγά το πράμα σκέφτομαι και μόλις βγαίνω από το δωμάτιο, πηγαίνω για πρωινό. Το πρωινό του ξενοδοχείου, σου παρέχει ό,τι καλό ποθεί η ψυχή σου, αλλά λόγω της κακιάς συνήθειάς μου, θέλω μόνο ζεστό καφέ και τσιγάρο. Κι αν πεινάσω μετά, πείνασα. Σαν φραγκοφονιάς για να μην πάνε τζάμπα και τα λεφτά του πρωινού, πλησιάζω την υπάλληλο του μπουφέ, όχι για καμάκι, αλλά να δω την αντίδρασή της για κάτι που με καίει, με τον εξής διάλογο:
– Καλημέρα σας δεσποινίς.
– Καλημέρα παίδαρε! (Θα ‘θελα να μου το ‘λεγε, αλλά μου είπε μόνο την πρώτη λέξη. Τι χαζή θεέ μου, στραβομάρα έχει;)
– Να σας ρωτήσω κάτι…
– Παρακαλώ, δώσε μου το τηλέφωνό σου (Θα της το ‘δινα, αλλά μου είπε πάλι, μόνο την πρώτη λέξη. Τι βούρλο, θεέ μου!)
– Επειδή δεν τρώω πρωϊνό, μπορώ να φτιάξω από τον μπουφέ, δυο σάντουιτς, να τα πάρω μαζί μου, καθώς σήμερα θα πάω με τη μοτοσυκλέτα μου στην Βουδαπέστη;
– Bεβαίως και μπορείτε κύριε! Μπορείτε να φτιάξετε όσα θέλετε! (Εδώ όμως μου τα είπε όλα, χωρίς τις δικές μου σαχλαμάρες! Τι υπέροχο, ευγενικό κι εξυπηρετικό κορίτσι θεέ μου!)
– Θαυμάσια! Θα τα φτιάξω μόλις γυρίσω από την πρωινή μου βόλτα στο κέντρο της πανέμορφης πόλης σας!
Περπατώ στην πόλη παρατηρώντας κτίρια και αξιοθέατα και μετά από λίγα λεπτά, βρίσκομαι στο κέντρο και στα ίδια σημεία που βρισκόμουν χθες το βράδυ. Ο καιρός δείχνει μουντός και απειλητικός για βροχή, όμως δημιουργεί ένα όμορφο σκηνικό για να εκφράσω τις καλλιτεχνικές μου –ο θεός να τις κάνει– ανησυχίες με τον φωτογραφικό φακό.
Αφού φόρτωσα με όμορφες εικόνες τόσο το μυαλό μου, όσο και την κάρτα μνήμης, επιστρέφω στο ξενοδοχείο, φτιάχνω τα σαν του Ιτς που λέγαμε και σύντομα βρίσκομαι στον δρόμο.
Πλέον οδηγώ στον αυτοκινητόδρομο, ο οποίος έχει ατέλειωτες ευθείες, δίνοντάς σου συχνά πυκνά, ψευδαισθήσεις στροφών με τις διακριτικές κλίσεις του. Η αλήθεια είναι πως τον περίμενα βαρετό, όμως ο μουντός καιρός που μου ανέβασε από το πρωί τη διάθεση, δημιουργεί ένα όμορφο σκηνικό, το οποίο προτιμώ από το να με χτυπάνε στα μάτια οι ακτίνες του ήλιου. Το δε τοπίο, υπέροχο με τη σλοβενική ύπαιθρο να με παραπέμπει σε αλπικά χωριά, ιδίως αυστριακά.
Αργότερα πλησιάζω τα σύνορα με την Ουγγαρία, τα οποία είναι ελεύθερα, ο καιρός είναι πλέον ηλιόλουστος και σταματώ σ’ ένα βενζινάδικο, στο ύψος περίπου της Nagykanizsa, να προμηθευτώ την ουγγρική κάρτα διοδίων. Η οποία δεν είναι κάρτα, αλλά χαρτί πανομοιότυπο με απόδειξη ταμειακής μηχανής, κοστίζει 7 ευρώ και έχει διάρκεια 10 ημέρες. Ευτυχώς πάντως που προνόησα να την αγοράσω, διότι σε ανύποπτη στιγμή παρατήρησα στην άκρη του αυτοκινητόδρομου ένα βαν που έγραφε tool vignette control.
Σταματώ σ’ έναν σταθμό ξεκούρασης για νερό και φυσικά να χτυπήσω τα σάντουιτς που έχω μαζί μου. Ο ουγγρικός αυτοκινητόδρομος, είναι μια απέραντη βαρετή ευθεία κι αν είσαι στρίφτερ μπόι (όπως εγώ καληώρα – τρομάρα μου) σε προκαλεί να σκεφτείς τρόπους διαφυγής για πιο στριφτερές διαδρομές. Έχω άπλετο χρόνο στη διάθεσή μου και δε βιάζομαι καθόλου, διότι στη Βουδαπέστη θα μείνω δυο βράδια. Οπότε τι πιο εύκολο, από το ν’ ανοίξω το χάρτη, προσπαθώντας να βρω επαρχιακό γραφικό δρόμο.
Κάθομαι σ’ ένα άδειο από τα πολλά τραπέζια που έχουν καταληφθεί από τσιγγάνους, οι οποίοι με κοιτάνε περίεργα, όχι όμως καχύποπτα. Είμαι μοτοσυκλετιστής, μην ξεχνιόμαστε. Όταν σχεδίαζα τη διαδρομή το μάτι μου είχε πέσει σε μια τεράστια είναι η αλήθεια λίμνη, πάνω στον χάρτη η οποία ερέθιζε τη φαντασία μου. Την είχα στην άκρη του μυαλού μου κι αν μ’ έπαιρνε ο χρόνος θα περνούσα κι από ‘κει. Συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι παράλληλα στη λίμνη, η οποία δεν φαίνεται καθόλου από τον αυτοκινητόδρομο. Και το όνομά αυτής, λίμνη Balaton. Μου παρουσιάζεται η ευκαιρία να την εξερευνήσω και θα πω όχι; Λίμνη Balaton ετοιμάσου, ο Μέρκο Πόλο σου ‘ρχεται! (Καλά τώρα, αν περίμενε η Balaton να εξερευνηθεί από ‘μένα, θα ‘χε προ πολλού αποξηρανθεί!)
Έχω πάρει ήδη την απόφαση να κινηθώ από τη βορειοδυτική της πλευρά και όχι από την νοτιοανατολική, καθώς στον χάρτη είναι σημειωμένη με πράσινο χρώμα, το οποίο μαρτυρά γραφική διαδρομή. Βρίσκω την έξοδο στον αυτοκινητόδρομο και μπαίνω στον επαρχιακό κινούμενος προς Κeszthely. Προς στιγμή φαίνεται πανοραμικά σε μια διασταύρωση αλλά πού να κάνεις στάση εκεί πέρα; Να κατηγορούν και τον Έλληνα μηχανόβιο που παρεμποδίζει την κίνηση; Aνυπομονώ να συναντήσω το πρώτο στροφιλίκι, αλλά φευ! Ο επαρχιακός δρόμος είναι μια μικρογραφία του αυτοκινητόδρομου με τεράστιες ευθείες. Μάλλον αυτός που σχεδίασε τους ουγγρικούς δρόμους, δεν θα πρέπει να είχε δει, ποτέ στη ζωή του στροφές. Κάτι απολύτως λογικό, μιας και πρόκειται για χώρα, κυρίως πεδινή.
H λίμνη Balaton ή Zanka είναι η μεγαλύτερη λίμνη της κεντρικής Ευρώπης με μήκος 77 km, πλάτος 14 km και έκταση 592 km2, με τον ποταμό Zala να της παρέχει την περισσότερη ποσότητα νερού. Θεωρείται μετά την Βουδαπέστη, το μεγαλύτερο τουριστικό θέρετρο της χώρας και λόγω του ότι η Ουγγαρία είναι μεσόγεια, πολλές φορές η λίμνη αποκαλείται και ως ουγγρική θάλασσα. Εντύπωση προκαλούν το μεσογειακό της κλίμα, το χώμα που περιέχει ηφαιστειακό πέτρωμα αλλά και οι σιδηροδρομικές γραμμές κατά μήκος της. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη κλίμακας επιχείρηση του γερμανικού στρατού με την κωδική ονομασία “επιχείρηση ξύπνημα της άνοιξης“ η οποία στέφθηκε με αποτυχία για τα χιτλερικά στρατεύματα και ανάγκασε τον ίδιο τον Χίτλερ, να δώσει διαταγή να αφαιρεθούν τα περιβραχιόνια, τα οποία φορούσαν οι άντρες της μεραρχίας του και τα οποία είχαν κεντητό ως τίτλο, το όνομά του.
Σταματώ για ολιγόλεπτη ξεκούραση στην Keszthely και συνεχίζω να ακολουθώ τη διαδρομή που έχω επιλέξει.
Η κίνηση στον δρόμο είναι αρκετή και στη λίμνη υπάρχουν πολλές παραλίες που ελκύουν τους λουόμενους. Ο δρόμος εξακολουθεί να έχει ευθεία χάραξη και πλέον έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι θα τη βγάλω χωρίς να ξύνω πλαϊνοβάλιτσα. Η λίμνη είναι τεράστια και στο δείχνει, με μόνο μειονέκτημα ότι δεν έχει κάποιο σημείο με πανοραμική θέα, τουλάχιστον στον δρόμο που κινούμαι.
Ο οποίος δρόμος, θέλει προσοχή καθώς κάποια στιγμή, μια κυρία με αυτοκίνητο μπροστά μου, στρίβει αριστερά ανάβοντας το φλας τελευταία στιγμή, για να μπει στο σπίτι της, το οποίο όπως και πολλά άλλα, βρίσκεται κολλητά στον δρόμο. Ευτυχώς οδηγούσα βαριεστημένα, ένεκα των ευθειών και την προλαβαίνω. Αν ήταν κολασμένο στροφιλίκι και πήγαινα τάπα; Εμένα κυρά μου, με σκέφτηκες; Όχι, αλλά εγώ σε σκέφτηκα κι ευτυχώς, πρόλαβα τα χειρότερα.
Σταματώ για ανεφοδιασμό πάσης φύσεως υγρών, αλλά και για συνάλλαγμα στην Balatonfured και σύντομα κινούμαι σε αχανείς πεδιάδες μέχρι να ξαναμπώ στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στην Βουδαπέστη. Ευθείες, ευθείες, ευθείες… μα ούτε μια στροφή ρε πού$τη μου; Ναι βαριέμαι, αλλά η προσμονή ότι μετά από κάποια χιλιόμετρα θα βρίσκομαι στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, τη μεσαιωνική Βουδαπέστη, με κρατά σε εγρήγορση. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί υπό άλλες συνθήκες θα έβαζα τον αυτόματο πιλότο του μαχητικού αεροσκάφους που κατασκευάζεται στο εργοστάσιο τoυ Ιwata εξ’ Ιαπωνίας να με πάει στον προορισμό μου. (Ε, να μην πω και καμιά μ@λ@κία, να περάσει η ώρα;)
Είναι πλέον απόγευμα και φτάνω επιτέλους στην Βουδαπέστη και κατευθύνομαι κεντρικά προς Βούδα και Πέστη. Ή πιο σωστά ούτε κι εγώ ξέρω προς τα πού πάω. Ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν ξέρω που βρίσκομαι. Το σίγουρο είναι ότι βρίσκομαι κάπου κεντρικά, καθώς βλέπω πολλές γέφυρες, χαρακτηριστικό της Βουδαπέστης. Πολλή κίνηση στον δρόμο και από προσανατολισμό, τα έχω κάνει όλα πουτ@ν@! Ευκαιρία όμως να κάνω μερικές ασκήσεις αυτογνωσίας, όση ώρα είμαι κολλημένος στην κίνηση, με τον άλλο μου εαυτό:
– Mερκουράκι αγόρι μου, λυπάμαι που θα στο πω, αλλά μέσα στην πόλη είσαι για τον π*ύτ$ο!
– Ναι άλλε μου εαυτέ έχεις δίκιο, αλλά…
– Τι αλλά, ρε κόπανε! Ολόκληρο GPS σου ‘δωσε ο Γρηγόρης κι εσύ δεν το ‘χεις χρησιμοποιήσει ούτε μια φορά μέχρι τώρα!
– Ας κλείσουμε όμως εδώ την κουβέντα άλλε μου εαυτέ…
– Μπα, θιχτήκαμε, θιχτήκαμε;
– Καθόλου άλλε μου εαυτέ αλλά, πρώτον έχει ανάψει πράσινο και δεύτερον, αν συνεχίσουμε την κουβέντα, στο τέλος θα με περάσουν και σχιζοφρενή!
Σταματώ κάπου σε μια άκρη ενός παράδρομου που δεν έχει καθόλου κίνηση και προσπαθώ να βρω το GPS που μου δάνεισε ο φίλος μου ο Γρηγόρης, το οποίο είναι επιμελώς φυλαγμένο σε μια γωνιά του tank bag μου. (Βλέπεις Γρηγόρη πως το πρόσεχα; Ως κόρην οφθαλμού, σου λέω). Το βρίσκω και είμαι έτοιμος να το τοποθετήσω στην παροχή ρεύματος της μοτοσυκλέτας μου. Και με το που κάνω την κίνηση να το τοποθετήσω… τζζζ! Όχι δεν με χτύπησε το ρεύμα των 12V, αλλά μ’ αυτό που παρατήρησα ήταν σαν να με χτυπούσε υψηλή τάση! Ναι το φις του GPS του Γρηγόρη, δεν ταίριαζε στην πρίζα της μοτοσυκλέτας μου! Καλά δεν το είδες πριν ξεκινήσεις το ταξίδι, θα με ρωτήσεις εύλογα. Όχι, θα σου απαντήσω, καθώς όπως ανέφερα και στον πρόλογο, το τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας μ’ έκανε να τρέχω μέχρι και λίγες ώρες πριν μπω στο καράβι για Πειραιά. Οπότε, πού χρόνος να τσεκάρω κάτι που θεώρησα δεδομένο;
Γαμώτο μου, γαμώτο μου και τώρα τι θα κάνω o έρμος; Σίγουρα απογοητεύομαι, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν χαλιέμαι, αλλά το αντιμετωπίζω με χιούμορ. Ο Γρηγόρης, ως κάτοχος μιας BMW R1200GS Adventure και ξέροντας πόσο λατρεύω αυτού του είδους τις οικιακές συσκευές (διορθώνω: μοτοσυκλέτες) μου είπε πως για να του ξεπληρώσω τη χάρη, μόλις επιστρέψω από το ταξίδι, θα πλύνω γεμάτος σαπουνάδες, τη μπετονιέρα του (διορθώνω: μοτοσυκλέτα του) έξω από το GAS Μotosport Culture στα Χανιά! Όπου θα γινόταν χαμός από κόσμο και κοσμάκη να τραβάει φωτογραφίες και βίντεο τον “Ι hate BMW” να πλένει ένα… GS! Το καλό όλης αυτής της υπόθεσης, είναι ότι θα γλυτώσω αυτόν τον ξεπεσμό, αυτόν τον εξευτελισμό, αυτή τη σπίλωση της τιμής μου, αυτήν την καταδυνάστευση του εγώ μου… αυτό το ρεζιλίκι τελοσπάντων!
Να σοβαρευτούμε όμως τώρα, καθώς εκτυλίσσεται ένα κοινωνικό δράμα παράλληλα με μια ξεκαρδιστική κωμωδία, στην προσπάθειά μου να βρω ξενοδοχείο. Όχι απλά δεν ξέρω πού βρίσκομαι, στην Βούδα ή στην Πέστη, αλλά δεν ξέρω που πάω. Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο; Kι επειδή έχω ξεχάσει πού ακριβώς θέλω να πάω (σάμπως ξέρω;) σταματώ στο πρώτο ξενοδοχείο που βρίσκω μπροστά μου. Μπαίνω μέσα και ρωτάω καταρχήν πού βρίσκομαι. Βούδα. Α, ωραία! Και ο Δούναβης απέχει μόλις 20 λεπτά με τα πόδια. Γαμάτα, θα τον λιώσω στο περπάτημα! Και έχει και πάρκινγκ για το μοτοσακό. Σούπερ! Και κοστίζει 66 ευρώ (ωχ, η τσέπη μου) xωρίς πρωινό (δεν μας ενδιαφέρει) συν 4 ευρώ το πάρκινγκ, επί 2 ημέρες μας κάνουν 142 ευρώ. Καθόλου γαμάτα! Αλλά τι να κάνω, να συνεχίζω κι άλλο να ψάχνω;
Αφού τακτοποιώ και τακτοποιούμαι, αφιερώνω λίγη ώρα στις σημειώσεις της σημερινής ημέρας, τις οποίες γράφω σε καθημερινή βάση. Βλέπεις τι θυσίες κάνω για ‘σένα αδερφέ ταξιδιώτη – μοτοσυκλετιστή, αλλά και για ‘σένα μαντάμ που με γουστ… ερμ, που σ΄αρέσουν οι μηχανές και τα ταξίδια, για να μπορείτε κι οι δυο, να διαβάζετε αυτές τις γραμμές; Ή μήπως θέλετε να τα κρατάω μόνο για την πάρτη μου; Όχι, πέστε μου…
Ας αφήσω όμως όλα αυτά τα περιαυτολογικά για να αποδείξω το ποοόσο καλό παιδί είμαι, γιατί σε λίγη ώρα θα έχω την πρώτη μου βραδινή επαφή με τη Βουδαπέστη, στην οποία θα αφιερώσω και ολόκληρη την αυριανή ημέρα.
Η πρωτεύουσα της Ουγγαρίας Βουδαπέστη, διαρρέεται από τον ποταμό Δούναβη, ο οποίος τη χωρίζει σε δυο όχθες, την Βούδα και την Πέστη, από τη συγχώνευση των οποίων προήλθε η σημερινή ονομασία με τη συμφωνία στις 17 Νοεμβρίου 1873. Η Βούδα και η Πέστη ενώνονται μεταξύ τους με τέσσερις γέφυρες. Η σειρά τους από νότια προς βόρεια είναι η εξής:
– Γέφυρα της Βασίλισσας Ελισάβετ ή Σίσσυ (Εlizabeth Bridge) μήκους 379m
– Γέφυρα της Μαργαρίτας (Margaret Bridge) μήκους 607m
– Γέφυρα των Αλυσίδων (Chain Bridge) μήκους 380m
– Γέφυρα της Ελευθερίας (Liberty Bridge) μήκους μήκους 333m
Φόρεσα λοιπόν τα καλά μου και ως ιμιτασιόν κοσμοπολίτης ξεχύνομαι στη μεσαιωνική Βουδαπέστη. Περπατώντας 20 περίπου λεπτά, από το ξενοδοχείο που βρίσκεται στην πλευρά της Βούδας, συναντώ μπροστά μου, την Εlizabeth Bridge και φυσικά σκέφτομαι να τη διαβώ. Mήπως σκέφτεσαι κάτι καλύτερο;
Η κατασκευή της αρχικής γέφυρας Εlizabeth Bridge ολοκληρώθηκε το 1903 και καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη θέση της κατασκευάστηκε μια νέα από τον μηχανικό Pal Savoy. O ομολογουμένως, εντυπωσιακός νυχτερινός φωτισμός της είναι δώρο… γιαπωνέζικο! (Πάλι καλά, γιατί αν ήταν ιταλικός θα είχε έκανε συνέχεια διακοπές. Να, σαν τα μηχανάκια τους ένα πράμα δηλαδή.) Οι Ιάπωνες έκαναν αυτό το δώρο γιατί γιόρταζαν δυο επετείους. Την 140ή από την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Αυστρίας, Ουγγαρίας και Ιαπωνίας και την ανάλογη 50ή μεταξύ Ουγγαρίας και Ιαπωνίας. Η μελέτη ήταν του Ιάπωνα μηχανικού Ιsii Motoko. Άραγε όταν κλείσω δεκαετία με το TDM, οι Ιάπωνες τι δώρο θα μου κάνουν; Mήπως καινούρια αυτοκόλλητα; Ή μήπως σετ αναρτήσεων και περιφερειακών της “gamotomihanakisou” ;
Tην περιδιαβαίνω πάνω κάτω και ωσάν τον Βέγγο, βρίσκομαι να περπατώ γοργά από τη μεριά της Βούδας, κατευθυνόμενος προς την επόμενη γέφυρα, την Chain Bridge.
Κάποια στιγμή ενώ φωτογραφίζω, συναντώ ένα μεσήλικο ζευγάρι Ιρανούς τουρίστες οι οποίοι ευγενικά μου ζητάνε να τους βγάλω μια αναμνηστική φωτογραφία. Φυσικά δεν αρνούμαι και πάνουμε για λίγη ώρα τη συζήτηση, όταν ο άντρας με ρωτάει “about Greek Crisis”. Του απαντώ και αυτός εκεί, να συνεχίζει επίμονα να με ρωτά για το πώς βλέπω τις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράν, το Ιράκ, την Τουρκία, την Συρία, το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την Ρωσία και άλλες χώρες. Ε, ρε μια εμμονή! Mήπως έπεσα σε κατάσκοπο; Ή με πέρασε διπλωματικό αντιπρόσωπο; Tώρα, τι να του απαντήσω; Mήπως να του αναλύσω, γιατί δεν μπορεί ο Rossi να σταυρώσει νίκη με την Ducati;
H Chain Βridge, είναι ένα από τα πολλά σύμβολα της Βουδαπέστης και η πρώτη μόνιμη γέφυρα που συνέδεε την Βούδα και την Πέστη. Εμπνευστής της υπήρξε ο κόμης Istvan Szechenyi το 1839 και σχεδιαστής της, ο Άγγλος μηχανικός Wlliam Tierny Clark. Οι εργασίες της κράτησαν 10 χρόνια υπό την επίβλεψη του Σκωτσέζου Adam Clark και τα εγκαίνιά της έγιναν το 1849. Θεωρείται ως μια large εκδοχή της Marlow Bridge, η οποία διασχίζει τον ποταμό Τάμεση στο Λονδίνο και σχεδιάστηκε από τον ίδιο μηχανικό. Κατασκευάστηκε από ιδιωτική εταιρία και υπήρχαν διόδια μέχρι το 1870, όπου και αγοράστηκε από το κράτος. Το 1889 οι κάτοικοι της Βουδαπέστης διαδηλώνουν στη γέφυρα και έκτοτε θα γίνει σύμβολο ελευθερίας. Η αυξημένη κίνηση στις αρχές του επόμενου αιώνα, οδήγησε σε εργασίες ενδυνάμωσής της το 1913 και ξαναλειτούργησε το 1915. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και το μόνο που απέμεινε ήταν οι πυλώνες της. Ανακατασκευάστηκε και ξαναεγκαινιάστηκε στις 20 Νοεμβρίου 1949, ακριβώς 100 χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνιά της.
Διασχίζω την Chain Bridge και βρίσκομαι στην πλευρά της Πέστης όπου συνεχίζω να περπατώ. Σύντομα βρίσκομαι από την πίσω πλευρά του Κοινοβουλίου, καθώς από τη μπροστινή είναι κάτι σαν απαγορευμένη περιοχή. Χτισμένο σε νεογοτθικό ρυθμό, θυμίζει έντονα το Κοινοβούλιο του Λονδίνου.
Στη συνέχεια θα περάσω την τρίτη γέφυρα, τη Margaret Bridge και να βρεθώ ξανά στη μεριά της Βούδας. Η Margaret Bridge είναι η δεύτερη μόνιμη γέφυρα της ουγγρικής πρωτεύουσας και βρίσκεται δίπλα στο ομώνυμο καταπράσινο νησάκι. Οι εργασίες της ολοκληρώθηκαν εν έτει 1876 με σχέδια του Γάλλου μηχανικού Ernest Gouin. Καταστράφηκε και αυτή κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έμειναν μόνο οι πυλώνες όπως και στην Chain Bridge (αυτό θα πει γερά θεμέλια) και επαναλειτούργησε το 1948.
Περπατώ από τη μεριά της Βούδας όπου το φωταγωγημένο κτίριο του Κοινοβουλίου φροντίζει να μου τελειώσει άλλη μια κάρτα μνήμης.
Το όλο θέαμα της Βουδαπέστης με τις φωταγωγημένες γέφυρες και κτίρια είναι μοναδικό. Οι εικόνες που βλέπεις μοιάζουν σαν να είναι βγαλμένες από εντυπωσιακά εφέ ταινίας ή καρτ ποστάλ.
Περπατώ δίπλα στον Δούναβη, με πλήθος κόσμου από κάθε γωνιά του πλανήτη (άκουσα και ελληνικά κάποια στιγμή) αλλά και με πολλά ποδήλατα με ειδική λωρίδα γι’ αυτά. Αλγεινή εντύπωση μου προκάλεσαν πολλά πιτσιρίκια τύφλα στο μεθύσι, κρατώντας στα χέρια τους μπουκάλια με αλκοόλ. Δε λέω κι εμείς οι Έλληνες γλεντζέδες είμαστε, αλλά δεν το δείχνουμε τόσο καραμπινάτα. Καλά κάνουν τα παιδιά και διασκεδάζουν και μακάρι να διασκεδάζουν όποτε τους δίνεται η ευκαιρία, αλλά το να περιφέρεσαι στο δρόμο κρατώντας στα χέρια σου μπουκάλι με αλκοόλ, τότε έχεις μεγάλες πιθανότητες να χαρακτηριστείς αλκοολικός. Φώναζαν δυνατά κι έκαναν φασαρία (καλά μέχρι εδώ) και σε κάποια φάση πετυχαίνω ένα τέτοιο τσογλάνι, να φτύνει μια συνομήλικη του κοπελιά η οποία περνούσε τυχαία απ’ το δρόμο και απ’ ότι κατάλαβα την έβριζε (χυδαία ίσως;) στη γλώσσα του. Τρομοκρατημένο το κορίτσι, απομακρύνθηκε τρέχοντας. Μέχρι και ξύλο είδα να παίζουν σε κάποια φάση. Ε, καλά, θα μου πεις, δεν τα ξαναείδες αυτά τα πράγματα; Bεβαίως θα σου απαντήσω. Στο Φαληράκι και στα Μάλια, έχω δει τα χειρότερα, αλλά δεν περίμενα να δω και τέτοια στην καθωσπρέπει, μέχρι εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου, Βουδαπέστη. Επίσης, σημειώνω στα αρνητικά πως, όλη την ώρα άκουγα κόρνες. Όχι από αυτοκίνητα, καθώς οι Ούγγροι οδηγοί είναι ιδιαίτερα πολιτισμένοι, αλλά από περιπολικά και ασθενοφόρα.
Η ώρα είναι αργάμιση και προσπαθώ να βρω κάπου να φάω, έστω και σε fast food, αλλά δεν βρίσκω απολύτως τίποτα. Σκέφτομαι πως αν θέλω να βρω κάτι τέτοια ώρα, πρέπει να πάω στο κέντρο της Βούδας ή της Πέστης, πράγμα που σημαίνει κι άλλο περπάτημα. Ήδη το κοντέρ των Ducati μου έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα για σήμερα και πρέπει να τα προσέξω ιδιαίτερα. Μη μ’ αφήσουν και στο δρόμο τ’ άτιμα και ψάχνω για οδική βοήθεια τέτοια ώρα. Είμαι με δυο μικρά σαντουιτσάκια από το πρωί, αλλά δεν λυσσάω της πείνας. Είμαι όμως χορτασμένος με όλα όσο είδα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Δε γαμιέται λέω, αν βρω κάτι στο δρόμο θα πάρω, αν όχι θα την πέσω για ύπνο στο ξενοδοχείο μιας και είμαι κουρασμένος. Παίρνω τον δρόμο για το ξενοδοχείο και δεν βρίσκω τίποτα ανοιχτό, παρά μόνο ένα… στριπτιζάδικο! Ευτυχώς λίγα μέτρα παραπέρα βρίσκω ένα mini market το οποίο είναι ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο. Ρωτώ τον υπάλληλο, ο οποίος φέρνει σε πορτιέρη νυχτερινού κέντρου, πού θα βρω ‘κάνα fast food εδώ κοντά, τέτοια ώρα. Πουθενά μου λέει και αγοράζω κάτι ψιλομ@λ@κίες, ίσα-ίσα για να κοροϊδέψω την πείνα μου.
Κατά τις τρεις το πρωί περίπου, βρίσκομαι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με πατατάκια, αλμυρά μπισκότα και δυο τοπικές μπύρες. Και ποιος το περίμενε πως, ο ιμιτασιόν κοσμοπολίτης που πήγε για τουρισμό υψηλού επιπέδου στην Βουδαπέστη, αντί να τρώει χαβιάρι και σολωμό, την έβγαλε σουπερμαρκετίστικα ή ακόμα πιο χειρότερα μινιμαρκετίστικα! Στα απαυτά μου βεβαίως βεβαίως και δεν μου κακοπέφτει, γιατί αν ήμουν πλούσιος θα έπαιρνα το αεροπλάνο και θα πήγαινα στη… Χονολουλού! Λουλού όμως δεν είμαι (έτσι για να κάνει και ρίμα) και προτιμώ τη μοναχικότητα της μοτοσυκλέτας μου που με ταξιδεύει στα Βαλκάνια…
« Προηγούμενη Σελίδα | Επόμενη Σελίδα » |
Είναι προσωπική μου άποψη και μόνο ότι τα Βαλκάνια είναι η ομορφότερη γειτονιά της γηραιάς ηπείρου μετά τη Σκανδιναβία. Τόσα πολλά και διάφορα πράγματα να δει και να ζήσει κανείς σε μια περιοχή που δυστυχώς έχει βιώσει κάθε λογής ταλαιπωρία.
Επίσης υποκειμενικά πιστεύω και προτιμώ τέτοιου είδους ταξίδια να γίνονται όχι με 1-2 φίλους αλλά με 1-2 κολλητούς φίλους. Για μένα αλλιώς είναι να βιώνεις την ομορφιά ενός μέρους μόνος κι αλλιώς είναι να τη μοιράζεσαι μαζί με καλή παρέα. Και το σημαντικότερο, υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να εκθειάζεις, να σχολιάζεις και να πειράζεις – σε κόσμια και ευγενικά πλαίσια – τις σλαβικής καταγωγής αιθέριες υπάρξεις με τους κολλητούς σου; Όπως λέει και η διαφήμιση “αξία ανεκτίμητη”.
Υπάρχουν ταξιδιωτικά που απλώς τα διαβάζεις βλέποντας φωτογραφίες και μαζεύοντας πληροφορίες χρήσιμες και μη. Υπάρχουν και ταξιδιωτικά που σου μεταδίδουν συναισθήματα και σε κάνουν να γίνεσαι κι εσύ συνταξιδιώτης του συγγραφέα που σου μεταδίδει το χαμόγελο του. Μη με ρωτήσεις σε ποια κατηγορία ανήκει το δικό σου.
Απλά σε ευχαριστούμε..
Εγώ σ’ ευχαριστώ Γιώργο που συνταξιδέψαμε έστω και μέσω αυτών των γραμμών. Συμμερίζομαι τις απόψεις σου περί ομορφιάς και περί ταξιδιού και θα μου επιτρέψεις να προσθέσω κάποια πράγματα για τα Βαλκάνια.
Η πανθομολογούμενη φυσική ομορφιά των Βαλκανίων, αλλά και η εκθαμβωτική παρουσία του ωραίου φύλου είναι από τα χαρακτηριστικά τους.
Όμως, θεωρώ πως κάθε επίσκεψη στην πολύπαθη βαλκανική γειτονιάς μας είναι διδακτική και έχει να παραδώσει πολλά μαθήματα ζωής στον ανήσυχο ταξιδιώτη. Και το τονίζω, στον ανήσυχο ταξιδιώτη και όχι στον πουλ μουρ που ταξιδεύει, απλά για να πει “ναι, πήγα κι εγώ εκεί”.
Λατρεύω παθολογικά τα Βαλκάνια, γιατί εκεί κατάλαβα πως το σημαντικότερο για τους ανθρώπους, είναι να χτίζουν γέφυρες και να γκρεμίζουν τα τείχη. Και το ταξίδι με μοτοσυκλέτα είναι μια ωραία αφορμή γι’ αυτό. Από εκεί και πέρα, είναι στο μυαλό και την αντίληψη του κάθε ταξιδιώτη, να χτίσει αυτές τις γέφυρες και να γκρεμίσει αυτά τα τείχη.
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, να είσαι καλά.